Ο Βασιλικός Λόγος, ο Εξαίσιος Θησαυρός της Μαχαγιάνα


Ο λόγος του Αβαλοκιτεσβάρα

Guna Karandavyuha Sutra

Ο Βασιλικός Λόγος, ο Εξαίσιος Θησαυρός της Μαχαγιάνα


Έτσι άκουσα:

Κάποτε ο Νικητής βρισκόταν στον Κήπο της Ευεργεσίας των Ορφανών και Μοναχικών Ανθρώπων, στο δάσος της Τζέτα, στην πολιτεία Σραβάστι, μαζί με διακόσιους πενήντα μεγάλους μοναχούς και 80 ομάδες από μποντισάτβα-μαχασάτβα, που τα ονόματά τους ήταν: Βατζραπάνι – το διαμαντένιο χέρι, Σοφή Ενόραση, Βατζρασένα, Μυστικός Θησαυρός, Ακασαγκάρμπα – θησαυρός του διαστήματος, Θησαυρός του Ήλιου, Αμετακίνητος, Ρατναπάνι – πολύτιμο χέρι, Σαμανταπάντρα – παγκόσμια καλοσύνη, Επίτευξη Πραγματικότητας και Αιωνιότητας, Σαρβανιβάρα Ναβισκαμπίν – αυτός που σβήνει τα σκοτάδια, Μεγάλη Επιμέλεια και Ηρωισμός, Μπαϊσάτζαράτζα – βασιλιάς της θεραπευτικής, Αβαλοκιτεσβάρα – αυτός που ακούει τους ήχους του κόσμου, Βατζραντάρα – αυτός που κρατά το βάτζρα, Ωκεανός της Γνώσης, Αυτός που Κρατά το Ντάρμα, και άλλοι.

Μαζί ήταν και πολλοί θεοί από τους τριάντα δύο ουρανούς, με αρχηγό τον Μαχεσβάρα και τον Ναραγιάνα που ήρθαν για να καθίσουν στην σύναξη. Ήταν οι Σάκρα Ντέβαναμ Ίντρα - ο θεός των ουρανών, ο μεγάλος Μπράχμα, ο θεός του κόσμου του Σάχα, ο θεός του ήλιου, ο θεός της σελήνης, ο θεός του ανέμου, του νερού και άλλοι.

Και μαζί ήταν και εκατοντάδες χιλιάδες δράκοντες βασιλιάδες και τα ονόματά τους ήταν: Απαλάρα, Γιλαπάντρι, Ντιμινίλι, Διοικητής της Γης, Αυτός με τα εκατό κεφάλια, Χουλουσίνα, Ντετσάτζι, αυτός με το κεφάλι δράκου, αυτός με το κεφάλι ελαφιού, Νάντα, Ουπαντάντα, Γιος του Ψαριού, ο Ψύχραιμος, ο Σαγκαρίνα και άλλοι, που ήρθαν στην σύναξη.

Ήταν μαζί και εκατοντάδες χιλιάδες βασιλιάδες Γκαντάρβα που τα ονόματά τους ήταν: Ήχος του τύμπανου, Ήχος όμορφος, Χίλια χέρια, Ουράνιος κύριος, Χαρούμενο σώμα, Μυριάδες μουσικές, Εξαίσιος, Μορφή παιδιού, Θαυμάσια χέρια, Χαρά του ντάρμα, και άλλοι που ήρθαν στην σύναξη.

Και μαζί ήταν και εκατοντάδες χιλιάδες βασιλιάδες Κιννάρα, που τα ονόματά τους ήταν: Όμορφο στόμα, Πολύτιμο στέμμα, Λάμψη και χαρά, Ευτυχία, Εξαίσιος τροχός, Πέρλες και κοσμήματα, Μεγάλη κοιλιά, Σταθερή επιμέλεια, Θαυμάσιος ηρωισμός, Εκατό στόματα, Μεγάλο δέντρο, και άλλοι που ήρθαν στη σύναξη.

Μαζί ήταν κι εκατοντάδες χιλιάδες θεές, που τα ονόματά τους ήταν: Υπέρτατη, Θαυμάσια εξαίσια, Χρυσή ζώνη, Έξοχη, Αυτή που φυλά κι ακούει, Σελήνη από νέκταρ, Αγνό σώμα, Πολύτιμο φως, Σώμα από άνθη, Ουράνιο πρόσωπο, Αυτή που ηχεί τις πέντε μουσικές με το στόμα της, Χαρά, Χρυσά μαλλιά, Πράσινος λωτός, Ήχος της διδαχής του ντάρμα, Θαυμάσια χαρά, Αυτή που δίνει χαρά, Θαυμάσια εξαίσια μορφή, Αυτή που κρατά σταθερά, Αυτή που δωρίζει, Εξαγνισμένη, και άλλες που ήρθαν στη σύναξη.

Κι ήταν μαζί και εκατοντάδες χιλιάδες κόρες των βασιλιάδων δράκων, που τα ονόματά τους ήταν: Θαυμάσια που κρατά γερά, Μουζινίνα, Αυτή με τις τρεις πλεξούδες, Ευγενική μορφή, Μεγάλη τύχη, Μάτια ηλεκτρισμένα, Φως ηλεκτρισμένο, Θαυμάσιο βουνό, Εκατοντάδες φίλοι, Μεγάλο φάρμακο, Σεληνόφως, Αυτή με το ένα χέρι, Εκατοντάδες χέρια, Αυτή που δέχεται και που κρατά, Χωρίς στενοχώρια, Ενάρετη εξαίσια, Λευκό νέφος, Αυτή που οδηγεί το όχημα, Μέλλον, Πολλοί συγγενείς, Κοιλιά από θάλασσα, Αυτή που καλύπτει το πρόσωπό της, Θρόνος του ντάρμα, Θαυμάσιο χέρι, Βάθος του ωκεανού, Θαυμάσια μεγάλη τύχη και άλλες που ήρθαν στη σύναξη.

Κι ήταν και πολλά κορίτσια των Γκαντάρβα που τα ονόματά τους ήταν: Όμορφο πρόσωπο, Αυτή που χαίρεται να χαρίζει, Αόρατη, Καλή τύχη, Μαλλιά από βάτζρα, Όμορφα μαλλιά, Δάσος, Εκατοντάδες λουλούδια, Λουλούδι που ανοίγει, Μαλλιά πολύτιμα, Όμορφο στομάχι, Τυχερή, Ήχος του τύμπανου, Θαυμάσια εξαίσια, Ακριβά δώρα, Αυτή που χαίρεται με το ντάρμα, Αυτή που χαρίζει το ντάρμα, Πράσινος λωτός, Εκατό κεφάλια, Τυχερός λωτός, Τεράστιος λωτός, Αγνό σώμα, Αυτή που ταξιδεύει ελεύθερα, Αυτή που χαρίζει γη, Αυτή που χαρίζει καρπούς, Βήματα του λιονταριού, Κουμουνάβα, Θαυμάσιος νους, Αυτή που χαρίζει με ευγένεια, Γλώσσα του ουρανού, Αυτή που χαίρεται με την αυτοσυγκράτηση, Αυτή που χαίρεται με την αληθινή γαλήνη, Πολύτιμα δόντια, Χαρά του Σάκρα ντέβαναμ Ίντρα, Φίλη του κυρίου του κόσμου, Ελάφι, Μεταμόρφωση και χαρά, Κορφή από φλόγα, Απελευθέρωση από την απληστία, Απελευθέρωση από τον θυμό, Απελευθέρωση από την άγνοια, Σοφοί συγγενείς, Πολύτιμος θρόνος, Αυτή που πηγαίνει και που έρχεται, Φως της φωτιάς, Σεληνόφως, Μάτια που λάμπουν σε όλο τον κόσμο, Λαμπρή χρυσαφένια, Αυτή που κάνει καλό στους σοφούς συμβουλάτορες και άλλες που ήρθαν στη σύναξη.

Κι ήταν και άλλες εκατοντάδες χιλιάδες κορίτσια των Κινάρα, που τα ονόματά τους ήταν: Μη-δυικός νους, Βαθύ νόημα, Αυτή που ταξιδεύει με τον άνεμο, Αυτή που ταξιδεύει στο νερό, Αυτή που ταξιδεύει στο διάστημα, Γρήγορη, Αυτή που δωρίζει πλούτη, Θαυμάσια δόντια, Ακίνητη τύχη, Σκοτεινά βασίλεια, Λαμπερό παγκόσμιο φως, Θαυμάσια τύχη, Πολύτιμο κουτί, Πλούτη ξεχωριστά, Όμορφη και εξαίσια, Διαμαντένιο πρόσωπο, Χρυσή, Εκθαμβωτική θαυμάσια και εξαίσια, Πλατύ μέτωπο, Αυτή που αγκαλιάζει τους σοφούς συμβουλάτορες, Αυτή που διοικεί τους κόσμους, Αυτή που προστατεύει τα διαστήματα, Εξαίσιος βασιλιάς, Μαργαριταρένια πλεξούδα, Απόλυτη μαργαριταρένια αυτοσυγκράτηση, Αυτή που περιτριγυρίζεται από σοφούς, Αυτή με τα εκατοντάδες ονόματα, Αυτή που δίνει εύρος ζωής, Αυτή που προστατεύει και φροντίζει τους βουδδιστές του ντάρμα, Αυτή που φυλά τα νταρμικά βασίλεια, Υπέρτατη και εξαίσια, Υπέρτατη Κσάνα, Αυτή που ψάχνει το ντάρμα και το φυλά χωρίς σταματημό, Αυτή που φαίνεται συχνά, Η άφοβη, Αυτή που επιθυμεί έντονα την απελευθέρωση, Η πάντα μυστική, Η απόλυτη αυτοσυγκράτηση που οδηγεί, Η λεπίδα από φως και φωτιά, Αυτή που ταξιδεύει στην γη, Ουράνιος φύλακας και κύριος, Ο θαυμάσιος ουράνιος κύριος, Ο θησαυρός βασιλιάς, Αυτή που απέχει, Αυτή που ασκείται να δωρίζει, Αυτή με τις πολλές κατοικίες, Αυτή που κρατά το όπλο, Η θαυμάσια και έξοχη, Ο θαυμαστός νους, και άλλες που ήρθαν στην σύναξη.

Και ήταν και εκατοντάδες χιλιάδες ασκητές και ασκήτριες που ήρθαν στην σύναξη. Και ακόμα αρίθμητοι μοναχοί και λαϊκοί, εκατοντάδες χιλιάδες που δεν ήταν ακόλουθοι του Βούδδα, όπως οι νιργκάντα και άλλοι, που ήρθαν στην σύναξη.

Τότε ήταν που ένα δυνατό και λαμπερό φως έφτασε εκεί από την μεγάλη κόλαση Αβίτσι. Το φως φώτισε τέλεια όλο το δάσος της Τζέτα και το καθάρισε απόλυτα. Και μετά, φάνηκαν λεπτές και τέλειες στήλες στολισμένες με ουράνιους θησαυρούς μάνι, και τεράστια κτίσματα στολισμένα με χρυσό και πλούτη. Στα κτήρια υπήρχαν χρυσά δωμάτια με ασημένιες πόρτες, μερικά ασημένια δωμάτια με χρυσές πόρτες, μερικά δωμάτια από ανακατεμένο χρυσό και ασήμι και οι πόρτες τους ήταν από μείγμα χρυσού και ασημιού. Και ήταν και μερικά πολύτιμα εξαίσια παλάτια από ανακατεμένο χρυσό και ασήμι, και οι στήλες τους ήταν φτιαγμένες από μείγμα χρυσού και ασημιού, στολισμένες με θαυμάσια πλούτη. Και ήταν και μερικά χρυσά παλάτια με ασημένιες στήλες, και μερικά ασημένια παλάτια με χρυσές στήλες, και μερικά ασημένια παλάτια που οι στήλες τους ήταν στολισμένες με μυριάδες ουράνιους θαυμάσιους θησαυρούς.

Πάνω στα δέντρα του δάσους της Τζέτα, μυριάδες ουράνιοι θαυμάσιοι θησαυροί εμφανίστηκαν και τα στόλισαν. Κι ακόμα, πολλά χρυσαφένια δέντρα καλπατάρου με ασημένια φύλλα, στολισμένα με μυριάδες πλούτη εμφανίστηκαν κι αυτά. Από αυτά τα δέντρα κρέμονταν εκατοντάδες διαφορετικά εξαίσια και θαυμάσια υφάσματα, ουράνια λεπτά, και άλλα, και ακόμα εκατοντάδες χιλιάδες πολύτιμες πέρλες και περιδέραια μπλεγμένα σαν ιστός πάνω από τα δέντρα. Αυτά τα δέντρα ήταν στολισμένα και με εκατοντάδες χιλιάδες από εξαίσια και θαυμάσια πολύτιμα στέμματα, σκουλαρίκια από νεφρίτη, μεταξωτές ζώνες και πολλούς αστραφτερούς θησαυρούς. Αυτά τα στολισμένα δέντρα είχαν πάνω τους και πολλά θαυμάσια κι όμορφα λουλούδια, θαυμάσια κι όμορφα κρεββάτια και λεπτά πολύτιμα κουτιά. Μυριάδες σαν αυτά τα εξαίσια δέντρα καλπατάρου που εμφανίστηκαν στο δάσος, υπήρχαν εκατοντάδες χιλιάδες. Κι ακόμα, στον κήπο του δάσους της Τζέτα, τα κατώφλια από τις πόρτες και τα δρομάκια έγιναν από διαμάντια κι από άλλα θαυμάσια πλούτη, τα μονοπάτια στολίστηκαν με αρίθμημα ασύνηθα θαυμάσια πολύχρωμα μετάξια, πέρλες και ακριβά περιδέραια. Στον κήπο, εκατοντάδες χιλιάδες εξαίσιες και θαυμάσιες πολύτιμες λίμνες εμφανίστηκαν κι αυτές, γεμάτες με το νερό των οκτώ αρετών και ωφελειών. Μέσα στις λίμνες υπήρχαν και πολλά διαφορετικά έξοχα και τέλεια λουλούδια, όπως τα ούτπαλα, τα κουμούντα, πουνταρίκα, μαντάρα, μαχαμαντάρα, ουντουμπάρα και άλλα. Και ακόμα υπήρχαν και πολλά έξοχα και θαυμάσια δέντρα ανθισμένα, που λέγονται καμπάκα, καλαβέλα, πατάλα, δέντρα της έξοχης απελευθέρωσης, δέντρα της βροχής των αρωμάτων, του θαυμάσιου νου και άλλα. Αυτά τα δέντρα τα ανθισμένα, είναι πολύ ευχάριστα.

Καθώς εκδηλωνόταν αυτή η σπάνια, καθαρή, θαυμάσια και εξαίσια σκηνή στον κήπο του δάσους της Τζέτα, στην μέση της σύναξης, ο μποντισάτβα μαχασάτβα που Σβήνει τα Σκοτάδια σηκώθηκε από το κάθισμά του, γύμνωσε τον δεξί του ώμο, γονάτισε στο δεξί του γόνατο και ένωσε τις παλάμες του σεβαστικά κοιτάζοντας το πρόσωπο του Νικητή με σεβασμό.
Και είπε στον Βούδδα:

«Σπάνιε Νικητή, έχω μια ερώτηση στο νου μου και εύχομαι να με αφήσει ο Νικητής να την πω. Νικητή, ξεχύνεται ένα λαμπρό φως εδώ, από πού έρχεται; Ποια αιτία και ποια συνθήκη έκαναν να εμφανιστεί αυτή η σπάνια εικόνα»;

Τότε ο Νικητής είπε στον μποντισάτβα που Σβήνει τα Σκοτάδια:
«Ενάρετε άντρα, και όλοι εσείς, ακούστε με προσεκτικά – θα αναλύσω και θα σας εξηγήσω. Αυτό το δυνατό λαμπρό φως προκλήθηκε από τον Άρυα Αβαλοκιτεσβάρα, τον μποντισάτβα μαχασάτβα, γιατί μόλις εισήλθε στην μεγάλη κόλαση Αβίτσι για να σώσει όλα τα πλάσματα που υποφέρουν από εξαιρετικές πληγές, για να τους μεταφέρει στην ακτή της ελευθερίας. Μια και έσωσε τα πλάσματα αυτά, μετά εισήλθε σε μια μεγάλη πόλη για να σώσει και να μεταφέρει όλα τα πεινασμένα φαντάσματα που υποφέρουν εκεί».

Ο μποντισάτβα μαχασάτβα που Σβήνει τα Σκοτάδια τότε ρώτησε τον Βούδδα:
«Νικητή, η κόλαση Αβίτσι είναι τριγυρισμένη από σιδερένιο τοίχο και το έδαφός της κι αυτό είναι φτιαγμένο από σίδερο. Δεν υπάρχει ούτε ένα κενό στον τοίχο της. Οι βίαιες φλόγες καίνε χωρίς σταματημό, δυνατά και ανεβάζουν καπνό και φλόγες. Σε μια κόλαση του κακού κάρμα σαν αυτή, υπάρχει ένα τεράστιο τσουκάλι με βραστό νερό, όπου εκατοντάδες χιλιάδες ομάδες ομάδων πλασμάτων πέφτουνε μέσα σαν τα φασόλια που τα βράζεις στο νερό. Καθώς βράζει το νερό, αυτοί βουτούν πάνω-κάτω χωρίς σταματημό και βράζουν σωροί-σωροί. Τα πλάσματα στην κόλαση Αβίτσι υποφέρουν κι αυτά από τέτοιες πληγές. Νικητή, με ποιόν τρόπο μπόρεσε να εισέλθει ο Άρυα Αβαλοκιτεσβάρα, ο μποντισάτβα μαχασάτβα»;


Τότε ο Νικητής είπε στον μποντισάτβα μαχασάτβα που Σβήνει τα Σκοτάδια:
«Ενάρετε άντρα, για παράδειγμα, όπως ένας βασιλιάς άγιος που γυρνά τον τροχό μπορεί να εισέλθει στους ουράνιους κήπους με τους θησαυρούς μάνι – έτσι, όμοια όταν ο Άρυα Αβαλοκιτεσβάρα, ο μποντισάτβα μαχασάτβα, έμπαινε στην μεγάλη κόλαση Αβίτσι, τίποτε δεν μπορούσε να εμποδίσει το σώμα του. Τότε, την ώρα αυτή, όλα τα εργαλεία των βασανιστηρίων δεν μπορούσαν να βλάψουν το σώμα του, η βίαιη φωτιά έσβησε και έγινε μικρές δροσερές και ζωντανές λιμνούλες. Και τότε, οι φύλακες του Γιάμα στην κόλαση έμειναν έκθαμβοι όσο ποτέ πριν και σκέφτηκαν: ‘Γιατί το μέρος εδώ ξάφνου μεταμορφώθηκε σε αυτή την ασυνήθιστη σκηνή’; Και τότε ο Αβαλοκιτεσβάρα έσπασε την κόλαση, κατέστρεψε το τσουκάλι και έσβησε την βίαιη φωτιά. Οι τεράστιες εστίες φωτιάς έγιναν λίμνες ακριβές με λωτούς μεγάλους σαν τροχούς αμαξιών μέσα τους. Καθώς είδαν αυτά τα πράγματα οι φύλακες του Γιάμα μάζεψαν όλα τα εργαλεία των βασανιστηρίων, τα δοκάρια, τα τόξα, τα σπαθιά, τα σφυριά, τα ραβδιά, τα βέλη, τους σιδερένιους τροχούς, τις τρίαινες, και πήγαν εκεί που ήταν ο βασιλιάς Γιάμα. Όταν έφτασαν εκεί του είπαν: ‘Μεγάλε βασιλιά, να ξέρεις ότι η περιοχή της ανταπόδοσης του κάρμα ξαφνικά χάθηκε τελείως’! Ο βασιλιάς Γιάμα είπε: ‘Πώς! Πώς μπορεί η περιοχή της ανταπόδοσης του κάρμα να χαθεί τελείως’; Και οι φύλακες είπαν στον βασιλιά Γιάμα: ‘Η μεγάλη κόλαση Αβίτσι ξαφνικά έγινε δροσερή και ζωντανή και όταν γινότανε αυτό ένας όμορφος και εξαίσιος άνθρωπος, που φορούσε ουράνιους θησαυρούς στα μαλλιά του και πολύτιμα στολίδια στο σώμα του, έμπαινε στην κόλαση, κατέστρεψε το τσουκάλι και έκανε τις εστίες της φωτιάς λίμνες με λωτούς μεγάλους σαν τροχούς αμαξιών’. Ο βασιλιάς Γιάμα άρχισε να σκέφτεται προσεκτικά: ‘Ποιο ουράνιο πλάσμα είναι τόσο δυνατό; Είναι άραγε ο Μαχεσβάρα, είναι ο Ναραγιάνα, ή άλλος; Η μεταμόρφωση που έφερε στην κόλαση είναι πέρα από κάθε φαντασία – να έγινε άρα από την μαγική δύναμη ενός δυνατού δεκακέφαλου ράκσα’; Κι έτσι, ο βασιλιάς Γιάμα χρησιμοποίησε την υπερφυσική δύναμη του ουράνιου ματιού του για να ψάξει στους ουρανούς. Κι αφού έψαξε στους ουρανούς μετά κοίταξε στην κόλαση Αβίτσι και είδε τον μποντισάτβα μαχασάτβα Αβαλοκιτεσβάρα. Κι αφού τον είδε, πήγε γρήγορα εκεί που βρισκόταν αυτός. Αφού έφτασε, γονάτισε στα πόδια του μποντισάτβα και τον δόξασε ειλικρινά με αυτούς τους στίχους:

Τιμή στον βασιλιά του λωτού
τον μεγάλο ελεήμονα Αβαλοκιτεσβάρα
τον μέγα απύθμενο και ευοίωνο
που μπορεί να πραγματώσει τις ευχές των πλασμάτων,
με τις μεγάλες μαγικές πανίερες δυνάμεις του
να δαμάζει και να υποτάσσει και την πιο ακραία φρίκη.
Εσύ είσαι το λαμπρό φως για το σκοτεινό κάρμα
και κάνεις άφοβο όποιον σε δει.
Εκδηλώνεις εκατοντάδες χιλιάδες χέρια,
όσα και τα μάτια σου,
κι έχεις έντεκα τέλεια πρόσωπα.
Η σοφία σου είναι τεράστια, ίσαμε τις τέσσερις πύλες του ωκεανού.
Φυλάς το καθαρό και θαυμάσιο ντάρμα
για να σώζεις όλα τα πλάσματα,
και τις χελώνες ακόμα, τα ψάρια, τα ζώα του νερού, όλα.
Η υπέρτατη σοφία σου είναι σαν το βουνό.
Θησαυρούς δίνεις στα πλάσματα όλα.
Είσαι ο υπέρτατος ευοίωνος εσύ
κι έχεις σοφία και μεγαλοπρέπεια γεμάτες από ευλογίες.
Όταν εισέρχεσαι στην κόλαση Αβίτσι,
αυτή γίνεται μέρος δροσερό και ζωντανό.
Όλα τα ουράνια πλάσματα πρέπει να σου κάνουν εσένα προσφορές
και στα πόδια σου να προσκυνούν,
εσένα που δίνεις την αφοβιά.
Διδάσκεις τις έξι παραμίτα και κρατάς πάντα αναμμένο το δαυλό του ντάρμα
Τα νταρμικά σου μάτια είναι κι απ’ τον ήλιο πιο λαμπρά
η μορφή σου είναι όμορφη, μεγαλειώδης, θαυμαστή
το σώμα σου σαν χρυσαφένιο όρος
και το στομάχι σου το θαυμαστό, σαν τον βαθύ ωκεανό του ντάρμα.
Σύμφωνη με το νου σου η τάτατα
κι οι θαυμαστές οι αρετές φαίνονται στο στόμα σου.
Με αρίθμητες εκατοντάδες χιλιάδες σαμάντι που συσσώρευσες,
και με χαρά άλλη τόση,
είσαι πια όμορφος, μεγαλόπρεπος
ο αθάνατος ο υπέρτατος.
Μέσα από το κάρμα το κακό της φρίκης
τα πλάσματα ελευθερώνεις απ’ τα δεσμά τους
και τους δίνεις βοήθεια χωρίς φόβο.
Οι συγγενείς τριγύρω σου πάντα τις ευχές τους πραγματώνουν
σαν να’χουν πέτρες μάνι πάνω τους.
Την πόλη καθαρίζεις των πεινασμένων φαντασμάτων
κι ανοίγεις τον δρόμο της γαλήνης.
Του κόσμου θεραπεύεις την αρρώστια
σαν κάλυμμα που προστατεύει
Δίπλα στους ώμους σου δυο δράκοι, ο Νάντα κι ο Ουπανάντα.
Στα χέρια σου κρατάς αμογκαπάσα, το λάσο το αλάθητο
αρίθμητα θαύματα και αρετές εκδηλώνεις
και τον φόβο μπορείς να καταστρέψεις των τριών βασιλείων.
Κάτω απ΄τη δύναμη του διαμαντένιου χεριού
οι γιάκσα, οι ράκσα, οι μπούτα, οι βιταναζίνι, οι κουμπάντα κι οι απασμάρα
όλοι φοβούνται.
Με τα μάτια σου που μοιάζουν με άνθια ούτπαλα
είσαι ο κύριος της φώτισης
που χαρίζει αφοβιά κι ελευθερώνει τα πλάσματα από μύριες πληγές.
Στα σαμάντι σαν εισέρχεσαι, σαν άτομα πολλά στο σύμπαν,
αποκαλύπτεις μυριάδες καταστάσεις
για όλα τα πλάσματα με το κακό το κάρμα
όλα για να τα ελευθερώσεις
και να τα κάνεις να επιτύχουν στον δρόμο για την φώτιση.

Κι έχοντας κάνει προσφορές στον μποντισάτβα μαχασάτβα Αβαλοκιτεσβάρα με μυριάδες ύμνους, ο βασιλιάς Γιάμα έκανε γύρους τρεις φορές και γύρισε ξανά στην κατοικία του».

Τότε, ο μποντισάτβα που Σβήνει τα Σκοτάδια ρώτησε ξανά τον Βούδδα:
«Νικητή, ο μποντισάτβα μαχασάτβα Αβαλοκιτεσβάρα ήρθε μαζί μας στην σύναξη αυτή αφού έσωσε τα πλάσματα από τα δεινά τους»;

Ο Βούδδας είπε στον μποντισάτβα που Σβήνει τα Σκοτάδια:
«Ενάρετε άντρα, φεύγοντας από την μεγάλη κόλαση Αβίτσι, ο μποντισάτβα Αβαλοκιτεσβάρα μπήκε στην μεγάλη πόλη των πεινασμένων φαντασμάτων. Μέσα στην πόλη αυτή, υπήρχαν αρίθμητες εκατοντάδες χιλιάδες πεινασμένων φαντασμάτων που έβγαινε φλόγα φωτιάς από τα στόματά τους. Τα πρόσωπά τους ήταν φθαρμένα και τα σώματά τους λιπόσαρκα, τα μαλλιά τους αχτένιστα και οι τρίχες στο σώμα τους κολλημένες – τα στομάχια τους μεγάλα ίσαμε ένα βουνό και οι λαιμοί τους αδύνατοι ίσαμε μια βελόνα. Όταν ο μποντισάτβα μαχασάτβα Αβαλοκιτεσβάρα έφτασε στην μεγάλη πόλη των πεινασμένων φαντασμάτων, όλο το κάρμα της φλόγας της φωτιάς στην πόλη ξάφνου σβήστηκε και η πόλη ζωντάνεψε και δρόσεψε. Τότε, ο στρατηγός των φαντασμάτων που φυλούσε την πύλη της πόλης, με το τεράστιο σώμα και τα δυο βαθειά κόκκινα μάτια και το σιδερένιο ραβδί στο χέρι του, έκανε αυτή την σκέψη με έλεος: ‘Από τώρα και στο εξής δεν μπορώ πια να φυλάω αυτό τον τόπο του κακού κάρμα’. Και τότε, ο μποντισάτβα μαχασάτβα Αβαλοκιτεσβάρα άπλωσε την μεγάλη καρδιά του την γεμάτη έλεος, έβγαλε ποτάμια από τα δέκα του ακροδάχτυλα, ποτάμια από κάθε ένα από τα δάχτυλά των ποδιών του και μεγάλα ποτάμια από κάθε πόρο του σώματός του. Τα πεινασμένα φαντάσματα ήπιαν το νερό των ποταμών.

Κι έχοντας πιεί το νερό, οι λαιμοί τους μεγάλωσαν και τα σώματά τους και οι μορφές τους έγιναν τέλειες. Κι έτσι κέρδισαν πολλά νόστιμα ποτά και φαγητά κι έφαγαν όλοι μέχρι που χόρτασαν.

Κι έχοντας κερδίσει αυτές τις ωφέλειες και ανέσεις, κάθε ένα από τα πεινασμένα φαντάσματα σκέφτηκε με προσοχή: ‘Γιατί οι άνθρωποι στα νότια της Τζαμπουντβίπα μπορούν συχνά να έχουν δροσιά, ειρήνη κι ευτυχία; Είναι γιατί στα μέρη αυτά υπάρχουν άνθρωποι ενάρετοι, που συνέχεια σέβονται, έχουν έλεος και υπακούν στους γονείς τους. Υπάρχουν ενάρετοι άνθρωποι που είναι γενναιόδωροι και με σεβασμό ασκούνται στις διδασκαλίες των καλών και σοφών. Υπάρχουν σοφοί άνθρωποι που χαίρονται συνέχεια στην μαχαγιάνα. Υπάρχουν ενάρετοι άνθρωποι που μπορούν να ασκήσουν τα οκτώ στάδια της άσκησης. Υπάρχουν ενάρετοι άνθρωποι που μπορούν να χτυπήσουν το τύμπανο του ντάρμα. Υπάρχουν ενάρετοι άνθρωποι που μπορούν να φτιάξουν τα κατεστραμμένα μοναστήρια. Υπάρχουν ενάρετοι άνθρωποι που μπορούν να φτιάξουν τους κατεστραμμένους ναούς. Υπάρχουν ενάρετοι άνθρωποι που μπορούν να προσφέρουν, να υπακούν, να σέβονται τους δασκάλους του ντάρμα. Υπάρχουν ενάρετοι άνθρωποι που μπορούν να δουν το μονοπάτι των Νικητών. Υπάρχουν ενάρετοι άνθρωποι που μπορούν να δουν το μονοπάτι των μποντισάτβα. Υπάρχουν ενάρετοι άνθρωποι που μπορούν να δουν το μονοπάτι των πρατυέκα-βούδδα. Υπάρχουν ενάρετοι άνθρωποι που μπορούν να δουν τον δρόμο των αρχάτ’. Και σκέφτηκαν: ‘Στην νότια Τζαμπουντβίπα υπάρχουν τόσα πράγματα να καλλιεργηθούν’.

Και τότε, από αυτό τον μεγάλο Λόγο, τον Βασιλιά των Θησαυρών τον Εξαίσιο της Μαχαγιάνα, ένας όμορφος και θαυμαστός ήχος ακούστηκε αυθόρμητα. Και μετά, αυτά τα πεινασμένα φαντάσματα, αφού άκουσαν αυτό τον ήχο, αν και είχαν την θέαση του σώματός τους και η προσκόλλησή τους ήταν τόσο μεγάλη όσο κι ένα βουνό, είδαν αυτή την θέαση του σώματός τους μαζί με τις μυριάδες πληγές τους να καταστρέφεται τέλεια από τον χτύπο της διαμαντένιας σοφίας. Και έτσι όλοι τους ξαναγεννήθηκαν στον εξαίσιο ευλογημένο κόσμο κι έγιναν μποντισάτβα με το ίδιο όνομα, το Στόμα της Φρόνησης.

Όταν έσωσε τα πλάσματα αυτά από τα δεινά τους ο μποντισάτβα μαχασάτβα Αβαλοκιτεσβάρα, πήγε στους κόσμους άλλων κατευθύνσεων για να σώσει τα πλάσματα και να τα φέρει στην απελευθέρωση».

Τότε, ο μποντισάτβα που Σβήνει τα Σκοτάδια ρώτησε ξανά τον Βούδδα:
«Νικητή, ο μποντισάτβα μαχασάτβα Αβαλοκιτεσβάρα, ήρθε στον κόσμο αυτό για να σώσει και να μεταφέρει τα πλάσματα»;

Ο Νικητής είπε:
«Ενάρετε άντρα, ο μποντισάτβα μαχασάτβα Αβαλοκιτεσβάρα πάντα σώζει και μεταφέρει αρίθμητες εκατοντάδες χιλιάδες ομάδες ομάδων πλάσματα και ποτέ δεν ξεκουράζεται – οι  μεγάλες μαγικές του δυνάμεις υπερβαίνουν αυτές των Νικητών».

Ο μποντισάτβα που Σβήνει τα Σκοτάδια, ρώτησε:
«Νικητή, γιατί ο μποντισάτβα μαχασάτβα Αβαλοκιτεσβάρα έχει τέτοιες μεγάλες μαγικές δυνάμεις»;

Ο Βούδδας είπε:
«Ενάρετε άντρα, σε περασμένα κάλπα, υπήρχε ένας Βούδδας που ήρθε στον κόσμο και τον έλεγαν Βιπάσυν – Αυτός που ήρθε, που αξίζει προσφορές, αυτός με την σωστή διαπεραστική γνώση, αυτός με την τέλεια καθαρότητα και άσκηση, αυτός που πέρασε αντίπερα, ο γνώστης του κόσμου, ο ανυπέρβλητος, ο ήρωας που δάμασε και υπέταξε, ο δάσκαλος των θεών και των ανθρώπων, ο Βούδδας, ο τιμημένος του κόσμου. Τότε εγώ ήμουν ένας γιος πλούσιας οικογένειας και με έλεγαν Στόμα με το Θαυμάσιο Άρωμα. Από αυτό τον Βούδδα είχα ακούσει για τις δυνατές και πανίερες δυνάμεις, τις αρετές και ωφέλειες του μποντισάτβα Αβαλοκιτεσβάρα».


Τότε ο μποντισάτβα που Σβήνει τα Σκοτάδια είπε:
«Νικητή, ποιες ήταν οι δυνατές και πανίερες δυνάμεις, οι αρετές και οι ωφέλειες του μποντισάτβα Αβαλοκιτεσβάρα που άκουσες»;

Ο Νικητής είπε:
«Ο μποντισάτβα Αβαλοκιτεσβάρα γέννησε τον ουρανό και το φεγγάρι από τα μάτια του, γέννησε τον μεγάλο απέραντο θεό, τον Μαχεσβάρα, από το μέτωπό του, γέννησε τον ουράνιο θεό Μπράχμα από τον ώμο του, γέννησε τον Ναραγιάνα από την καρδιά του, γέννησε την μεγάλη θεά με τον όμορφο λόγο, την Σαρασβάτι, από τα δόντια του, γέννησε τον θεό του ανέμου από το στόμα του, γέννησε τη θεά της γης από τον αφαλό του και γέννησε τον θεό του νερού από το στομάχι του. Κι αφού γέννησε αυτούς τους θεούς από το σώμα του, ο μποντισάτβα Αβαλοκιτεσβάρα είπε στον μεγάλο απέραντο θεό: ‘Στο μέλλον που θα φτάσει η εποχή του τέλους του ντάρμα, στα βασίλεια των πλασμάτων, θα υπάρχουν κάποια πλάσματα προσκολλημένα στις λανθασμένες τους αντιλήψεις, και θα λένε ότι εσύ είσαι ο μέγας δεσπότης από την απαρχή του χρόνου και ότι μπορείς να δημιουργήσεις όλα τα πλάσματα. Τότε, τα πλάσματα αυτά που θα έχουν χάσει τον δρόμο της φώτισης, θα είναι μπερδεμένα και ανόητα και θα πουν αυτά τα λόγια:

Το σύμπαν είναι ένα τεράστιο σώμα
και η γη είναι ο θρόνος του
όλα τα βασίλεια και τα πλάσματα
γεννήθηκαν από το σώμα του’.

Ενάρετε άντρα, άκουσα αυτά τα λόγια από τον Νικητή Βιπάσυν και μετά εμφανίστηκε στον κόσμο ένας άλλος Βούδδας που το όνομά του ήταν Σικίν – αυτός που ήρθε, που αξίζει προσφορές, αυτός με την σωστή διαπεραστική γνώση, αυτός με την τέλεια καθαρότητα και άσκηση, αυτός που πέρασε αντίπερα, ο γνώστης του κόσμου, ο ανυπέρβλητος, ο ήρωας που δάμασε και υπέταξε, ο δάσκαλος των θεών και των ανθρώπων, ο Βούδδας, ο τιμημένος του κόσμου. Εσύ που Σβήνεις τα Σκοτάδια, τότε εγώ ήμουν ο μποντισάτβα μαχασάτβα που Χαρίζει την Αφοβιά. Κι από αυτόν τον Βούδδα άκουσα τις δυνατές πανίερες δυνάμεις, τις αρετές και ωφέλειες του μποντισάτβα Αβαλοκιτεσβάρα».

Τότε ο μποντισάτβα που Σβήνει τα Σκοτάδια είπε:
«Νικητή, ποιες ήταν οι δυνατές και πανίερες δυνάμεις, οι αρετές και οι ωφέλειες του μποντισάτβα Αβαλοκιτεσβάρα που άκουσες»;

Ο Βούδδας είπε:
«Τότε, σε μια σύναξη του Νικητή Σικίν, όλοι οι θεοί, οι δράκοι, οι γιάκσα, οι ασούρα, οι γκαρούντα, οι μαχοράγκα, οι άνθρωποι και τα μη ανθρώπινα όντα, είχαν μαζευτεί. Όταν ήταν έτοιμος να μιλήσει ο Νικητής για το ντάρμα στην σύναξη, έβγαλε μυριάδες πολύχρωμα φώτα, πράσινο, κίτρινο, πορτοκαλί, λευκό, κόκκινο, κρυστάλλινο, χρυσό. Και παντού στο σύμπαν το φως φώτισε τους κόσμους των δέκα κατευθύνσεων και μετά επέστρεψε, έκανε τρεις φορές τον γύρο του Βούδδα και μπήκε στο στόμα του. Και τότε ο μποντισάτβα μαχασάτβα στην σύναξη, με το όνομα Ρατναπάνι σηκώθηκε από την θέση του, γύμνωσε τον δεξί του ώμο, γονάτισε με το δεξί του γόνατο στο χώμα, ένωσε τις παλάμες του σεβαστικά και είπε στον Νικητή: ‘Από ποια αιτία και συνθήκη εμφανίστηκε αυτή η σκηνή’; Και ο Βούδδας είπε: ‘Ενάρετε άντρα, στον κόσμο της υπέρτατης ευλογίας υπάρχει ένας μποντισάτβα μαχασάτβα που τον λένε Αβαλοκιτεσβάρα και που θα έρθει εδώ – γι’ αυτό εκδήλωσα αυτή την εικόνα’.

Όταν ήταν να έρθει ο Αβαλοκιτεσβάρα, μυριάδες δέντρα καλπατάρου, ανθισμένα δέντρα, δέντρα με άνθη κουμούντα και καμπάκα εμφανίστηκαν. Και μαζί με αυτά, πολλά λουλούδια, ακριβές λίμνες και δέντρα εμφανίστηκαν κι αυτά. Από τον ουρανό έπεσαν θαυμάσια λουλούδια, πολλά πετράδια, μάνι, πέρλες, σμαράγδια, κοχύλια, νεφρίτες, κοράλια και πολλά άλλα πλούτη. Ουράνια υφάσματα έπεσαν κι αυτά σαν σύννεφα. Και τότε, στο δάσος της Τζέτα, στον κήπο Αναταπιντίκα εμφανίστηκαν και οι επτά θησαυροί που τα ονόματά τους είναι: ο χρυσός τροχός, ο ελέφαντας, το άλογο, το κόσμημα, η θεά, το βάζο της γνώσης, ο στρατηγός. Κι όταν εμφανίστηκαν αυτοί οι επτά θησαυροί, το χώμα έγινε τελείως χρυσαφένιο.

Κι όταν ο μποντισάτβα μαχασάτβα Αβαλοκιτεσβάρα έφευγε από τον κόσμο της μεγάλης ευλογίας, το χώμα σείστηκε με έξι διαφορετικούς τρόπους. Ο Ρατναπάνι τότε ρώτησε ξανά τον Νικητή: ‘Για ποιόν λόγο και από ποια συνθήκη εμφανίστηκε αυτή η σκηνή’; Και ο Βούδδας του είπε: ‘Ενάρετε άντρα, ο μποντισάτβα μαχασάτβα Αβαλοκιτεσβάρα έρχεται εδώ, και γι’ αυτό εμφανίζεται αυτή η εικόνα’. Και τότε ο ουρανός έβρεξε όμορφα λουλούδια και θαυμαστούς λωτούς. Και τότε έφτασε ο Αβαλοκιτεσβάρα, κρατώντας ένα χρυσαφένιο λαμπερό χιλιοπέταλλο λωτό. Γονάτισε στα πόδια του Βούδδα και του πρόσφερε τον λωτό λέγοντας: ‘Ο Βούδδας της απέραντης ζωής, ο Αμιτάγιους, μου είπε να έρθω με αυτό τον λωτό’. Ο Νικητής δέχτηκε τον λωτό και τον έβαλε αριστερά του. Ο Βούδδας είπε τότε στον μποντισάτβα μαχασάτβα Αβαλοκιτεσβάρα: ‘Γιατί εκδηλώνεις τέτοιες πανίερες και δυνατές, εξαίσιες ωφέλειες και αρετές’; Και ο Αβαλοκιτεσβάρα είπε: ‘Το κάνω για να σώζω και να μεταφέρω όλα τα πλάσματα από το κακό κάρμα, ακόμη και από τα βασίλεια των πεινασμένων φαντασμάτων, από την κόλαση Αβίτσι, από την κόλαση του μαύρου σκοινιού, από την κόλαση της επανάληψης του πόνου, την καιγόμενη κόλαση, την κόλαση που ψήνει, την κόλαση του τσουκαλιού, την κόλαση του παγωμένου νερού και αλλού. Όλα τα πλάσματα που βρίσκονται στις κολάσεις αυτές τις μεγάλες, θα τα σώσω όλα και θα τα βγάλω από το κακό τους κάρμα, θα τα κάνω να επιτύχουν το Ανουτάρα Σαμυακσαμπόντι’.

Κι όταν τελείωσε τα λόγια του ο Αβαλοκιτεσβάρα, γονάτισε στα πόδια του Βούδδα και ξαφνικά εξαφανίστηκε, σαν μια φλόγα που χάνεται στο διάστημα.

Και τότε ο μποντισάτβα Ρατναπάνι είπε: ‘Νικητή, έχω μια ερώτηση να ρωτήσω τον Νικητή και παρακαλώ να μου εξηγήσεις. Ποιες είναι οι αρετές και οι ωφέλειες που έχει ο μποντισάτβα Αβαλοκιτεσβάρα ώστε να μπορεί να εκδηλώνει τέτοια ιερή δύναμη’;

Και ο Βούδδας είπε: ‘Αν κάποιος προσφέρει και υπακούει στους Βούδδες που είναι όσοι και η άμμος του Γάγγη, θεϊκά θαυμάσια υφάσματα, ράσα, ποτά, φαγητά, σούπες, φάρμακα, μαξιλάρια, κρεββάτια και άλλα, οι ευλογίες και οι αρετές που θα κερδίσει θα είναι όσες και οι ευλογίες και αρετές μιας μόνο ακρότριχας του μποντισάτβα Αβαλοκιτεσβάρα. Ενάρετε άντρα, για παράδειγμα, φαντάσου ότι βρέχει συνέχεια στα τέσσερα τέταρτα της επικράτειας και η βροχή συνεχίζει για μέρες και νύχτες, για δώδεκα μήνες. Μπορώ να μετρήσω τις σταγόνες του νερού μία προς μία, αλλά δεν θα μπορούσα να σταματήσω να μετράω το μέγεθος όλων των ευλογιών και αρετών του μποντισάτβα Αβαλοκιτεσβάρα.

Ενάρετε άντρα, ένα άλλο παράδειγμα – φαντάσου ότι υπάρχουν τέσσερις μεγάλοι ωκεανοί, και ο καθένας έχει πλάτος ογδόντα τέσσερις χιλιάδες γιοτζάνα, και άλλα τόσα σε βάθος. Μπορώ να μετρήσω τον αριθμό από τις σταγόνες του νερού σε αυτούς τους τέσσερις ωκεανούς έναν προς έναν, αλλά δεν θα μπορούσα να σταματήσω να μετράω το μέγεθος των ευλογιών και αρετών του μποντισάτβα Αβαλοκιτεσβάρα.

Ενάρετε άντρα, άλλο παράδειγμα – σε όλα τα τετράποδα πλάσματα και στις τέσσερις κατευθύνσεις, στα λιοντάρια, ελέφαντες, άλογα, τίγρεις, λύκους, αρκούδες, ελάφια, αγελάδες, πρόβατα και όλα τα άλλα, μπορώ να μετρήσω τον αριθμό των τριχών του σώματός τους μία προς μία, αλλά δεν θα μπορούσα να σταματήσω να μετράω το μέγεθος των ευλογιών και αρετών του μποντισάτβα Αβαλοκιτεσβάρα.

Ενάρετε άντρα, ένα άλλο παράδειγμα – αν ένας άνθρωπος χρησιμοποιήσει ουράνιο χρυσάφι και θησαυρούς για να φτιάξει αγάλματα των Νικητών, τόσα όσα τα άτομα στο σύμπαν, και μετά να τους προσφέρει όλα τα είδη των προσφορών για μια μέρα, τότε θα μπορώ να μετρήσω τον αριθμό των ευλογιών και αρετών που θα κερδίσει. Αλλά δεν θα μπορούσα να σταματήσω να μετράω το μέγεθος των ευλογιών και αρετών του μποντισάτβα Αβαλοκιτεσβάρα.

Ενάρετε άντρα, άλλο παράδειγμα– μπορώ να μετρήσω τον αριθμό των φύλλων σε όλα τα δάση, ένα προς ένα, αλλά δεν θα μπορούσα να σταματήσω να  μετράω το μέγεθος των ευλογιών και αρετών του μποντισάτβα Αβαλοκιτεσβάρα.

Ενάρετε άντρα, κι άλλο παράδειγμα – φαντάσου ότι όλοι οι άντρες, οι γυναίκες, τα αγόρια και τα κορίτσια στα τέσσερα τέταρτα της επικράτειας έχουν φτάσει στην πραγμάτωση Αυτού που μπήκε στην ροή, Αυτού που επέστρεψε μια φορά, Αυτού που δεν επέστρεψε, των αρχάτ, των πρατυέκα βούδδα και των φωτισμένων. Και πάλι οι αρετές και οι ευλογίες τους θα είναι ίσες με τις ευλογίες και τις αρετές μιας ακρότριχας του μποντισάτβα Αβαλοκιτεσβάρα’.

Και τότε ο μποντισάτβα Ρατναπάνι είπε στον Νικητή: ‘Δεν είδα και δεν άκουσα ποτέ κανέναν Βούδδα, κανέναν Νικητή που να έχει τέτοιες αρετές και ευλογίες. Νικητή, σαν μποντισάτβα που είναι ο Αβαλοκιτεσβάρα πώς μπορεί να έχει αρετές κι ευλογίες τέτοιες’;

Και ο Βούδδας του είπε: ‘Ενάρετε άντρα, όχι μόνον εγώ εδώ, σ’ αυτό το βασίλειο, αλλά και αρίθμητοι Νικητές, αρχάτ, σαμυακ-σαμπούντα όλων των κατευθύνσεων αν μαζευτούν σε ένα σημείο, και πάλι δεν θα μπορούσαν να σταματήσουν να μιλούν για τις ευλογίες και τις αρετές του μποντισάτβα Αβαλοκιτεσβάρα. Αν κάποιος σε αυτό τον κόσμο μπορεί να έχει στη μνήμη του το όνομα του μποντισάτβα μαχασάτβα Αβαλοκιτεσβάρα, θα μείνει μακρυά πολύ από τα δεινά της γέννησης, των γηρατειών, της αρρώστιας, του θανάτου και της μετενσάρκωσης. Θα γεννηθεί γρήγορα στον κόσμο της υπέρτατης ευλογίας, σαν βασίλισσα χήνα που ταξιδεύει με τον άνεμο, και θα δει κατά-πρόσωπο τον Νικητή της απέραντης ζωής, τον Αμιτάγιους, και θα ακούσει το θαυμαστό  ντάρμα. Και δεν θα υποφέρει ξανά την μετενσάρκωση, την απληστία, τον θυμό, την άγνοια, το γήρας, την αρρώστια, τον θάνατο ή την πείνα. Με την μαγική δύναμη του ντάρμα, θα ξαναγεννηθεί από έναν λωτό αντί να υποφέρει την γέννηση από την μήτρα. Θα μένει πάντα στον κόσμο αυτό αναμένοντας την στιγμή που ο μποντισάτβα μαχασάτβα Αβαλοκιτεσβάρα θα έχει σώσει και μεταφέρει όλα τα πλάσματα και θα τα έχει απελευθερώσει όλα, ώστε να έχουν εκπληρωθεί οι στέριοι όρκοι του μποντισάτβα’.

Και τότε ο Ρατναπάνι ρώτησε το Νικητή: ‘Πότε θα έχει σώσει και μεταφέρει όλα τα πλάσματα ο Αβαλοκιτεσβάρα, και πότε θα τα απελευθερώσει όλα, ώστε να εκπληρωθούν οι στέριοι όρκοι του μποντισάτβα’;

Και ο Νικητής είπε: ‘Υπάρχουν άπειρα πλάσματα. Συνέχεια υποφέρουν από την γέννηση, το θάνατο και την μετενσάρκωση, χωρίς σταματημό. Για να τα σώσει και να τα μεταφέρει ώστε να επιτύχουν στον δρόμο προς την φώτιση, ο Αβαλοκιτεσβάρα εκδηλώνει διαφορετικές ενσαρκώσεις για να διδάξει το ντάρμα, για το κάθε ένα από τα διαφορετικά αυτά πλάσματα.

Γι’ αυτούς που θα πρέπει να μεταφερθούν στην όχθη της απελευθέρωσης μέσω του σώματος του Βούδδα, εμφανίζεται με το σώμα ενός Βούδδα και τους διδάσκει το ντάρμα.

Γι’ αυτούς που θα πρέπει να μεταφερθούν μέσω του σώματος ενός μποντισάτβα, εμφανίζεται με το σώμα ενός μποντισάτβα και τους διδάσκει το ντάρμα.

Γι’ αυτούς που θα πρέπει να μεταφερθούν μέσω του σώματος ενός πρατυέκα-βούδδα, εμφανίζεται με το σώμα ενός πρατυέκα-βούδδα και τους διδάσκει το ντάρμα.

Γι’ αυτούς που θα πρέπει να μεταφερθούν μέσω του σώματος ενός σράβακα, εμφανίζεται με το σώμα ενός σράβακα και τους διδάσκει το ντάρμα.

Γι’ αυτούς που θα πρέπει να μεταφερθούν μέσω του σώματος του Μαχεσβάρα, εμφανίζεται με το σώμα του Μαχεσβάρα και τους διδάσκει το ντάρμα.

Γι’ αυτούς που θα πρέπει να μεταφερθούν μέσω του σώματος του Ναραγιάνα, εμφανίζεται με το σώμα του Ναραγιάνα και τους διδάσκει το ντάρμα.

Γι’ αυτούς που θα πρέπει να μεταφερθούν μέσω του σώματος του Μπράχμα, εμφανίζεται με το σώμα του Μπράχμα και τους διδάσκει το ντάρμα.

Γι’ αυτούς που θα πρέπει να μεταφερθούν με το σώμα του Σάκρα ντέβαναμ Ίντρα, εμφανίζεται με το σώμα του Σάκρα ντέβαναμ Ίντρα και τους διδάσκει το ντάρμα.

Γι’ αυτούς που θα πρέπει να μεταφερθούν με το σώμα του θεού του ήλιου, εμφανίζεται με το σώμα του θεού του ήλιου και τους διδάσκει το ντάρμα.

Γι’ αυτούς που θα πρέπει να μεταφερθούν με το σώμα του θεού της σελήνης, εμφανίζεται με το σώμα του θεού της σελήνης και τους διδάσκει το ντάρμα.

Γι’ αυτούς που θα πρέπει να μεταφερθούν με το σώμα του θεού της φωτιάς, εμφανίζεται με το σώμα του θεού της φωτιάς και τους διδάσκει το ντάρμα.

Γι’ αυτούς που θα πρέπει να μεταφερθούν με το σώμα του θεού του νερού, εμφανίζεται με το σώμα του θεού του νερού και τους διδάσκει το ντάρμα.

Γι’ αυτούς που θα πρέπει να μεταφερθούν με το σώμα του θεού του ανέμου, εμφανίζεται με το σώμα του θεού του ανέμου και τους διδάσκει το ντάρμα.

Γι’ αυτούς που θα πρέπει να μεταφερθούν με το σώμα του δράκου, εμφανίζεται με το σώμα του δράκου και τους διδάσκει το ντάρμα.

Γι’ αυτούς που θα πρέπει να μεταφερθούν με το σώμα του Βιναγιάκα, εμφανίζεται με το σώμα του Βιναγιάκα και τους διδάσκει το ντάρμα.

Γι’ αυτούς που θα πρέπει να μεταφερθούν με το σώμα του γιάκσα, εμφανίζεται με το σώμα του γιάκσα και τους διδάσκει το ντάρμα.

Γι’ αυτούς που θα πρέπει να μεταφερθούν με το σώμα του Βαϊσράβανα, εμφανίζεται με το σώμα του Βαϊσράβανα και τους διδάσκει το ντάρμα.

Γι’ αυτούς που θα πρέπει να μεταφερθούν με το σώμα βασιλιά των ανθρώπων, εμφανίζεται με το σώμα βασιλιά των ανθρώπων και τους διδάσκει το ντάρμα.

Γι’ αυτούς που θα πρέπει να μεταφερθούν με το σώμα αξιωματούχου, εμφανίζεται με το σώμα αξιωματούχου και τους διδάσκει το ντάρμα.

Γι’ αυτούς που θα πρέπει να μεταφερθούν με το σώμα ενός γονιού, εμφανίζεται με το σώμα ενός γονιού και τους διδάσκει το ντάρμα.

Ενάρετε άντρα, με τέτοιους τρόπους και σύμφωνα με το πώς θα πρέπει να μεταφερθούν τα πλάσματα στην απελευθέρωση, ο μποντισάτβα μαχασάτβα Αβαλοκιτεσβάρα εκδηλώνει διάφορες προβολές και διδάσκει το ντάρμα, για να σώσει όλα τα πλάσματα και να τα οδηγήσει στο να επιτύχουν την νιρβάνα του Νικητή’.

Και τότε ο Ρατναπάνι  είπε στον Νικητή: ‘Δεν είδα ούτε άκουσα ποτέ για τέτοια πράγματα σπάνια που δεν τα φτάνει η φαντασία. Νικητή, οι δυνατότητες του μποντισάτβα μαχασάτβα Αβαλοκιτεσβάρα είναι πραγματικά πέρα από κάθε φαντασία και προηγούμενο’.

Ο Βούδδας απάντησε: ‘Ενάρετε άντρα, σε μια διαμαντένια σπηλιά στα νότια της Τζαμπουντβίπα, υπάρχουν αρίθμητες εκατοντάδες χιλιάδες εκατομμυρίων ομάδες ομάδων από ασούρα. Στο μέρος αυτό, ο μποντισάτβα μαχασάτβα Αβαλοκιτεσβάρα εμφανίστηκε με το σώμα ενός ασούρα και τους μίλησε τον Βασιλιά των Λόγων, τον Εξαίσιο Θησαυρό της Μαχαγιάνα. Όταν οι ασούρα άκουσαν τον Λόγο, ανέπτυξαν έλεος και σήκωσαν στις παλάμες τους τα πόδια του Αβαλοκιτεσβάρα, ακούγοντας το σωστό ντάρμα. Χάρηκαν με το ντάρμα, όλοι.

Αν κάποιος ακούσει αυτό τον βασιλιά των Λόγων, αν μπορεί να τον διαβάσει, να τον απαγγείλει, ακόμα και αν έχει κάνει κάποιο από τα πέντε αποτρόπαια αμαρτήματα, τότε τα αμαρτήματα αυτά θα σβηστούν. Και όταν θα έρθει η ώρα του θανάτου, δώδεκα Νικητές θα έρθουν να τον παραλάβουν λέγοντάς του: ‘Ενάρετε άνθρωπε, δεν πρέπει να φοβάσαι γιατί έχεις ακούσει τον Βασιλιά των Λόγων, τον Εξαίσιο Θησαυρό της Μαχαγιάνα’, και θα του αποκαλύψουν τα πολλά μονοπάτια που οδηγούν στον κόσμο της υπέρτατης ευλογίας, όπου υπάρχουν λεπτά και θαυμάσια καλύμματα, ουράνια στέμματα, κοσμήματα, εξαίσια και θαυμαστά υφάσματα και άλλα. Κι όταν εμφανιστούν αυτά, θα ξαναγεννηθεί στον κόσμο αυτό της υπέρτατης ευλογίας σίγουρα.

Κι έτσι, Ρατναπάνι, ο μποντισάτβα μαχασάτβα Αβαλοκιτεσβάρα, ο μεγαλύτερος και ασύγκριτος αυτός, μπορεί να εμφανιστεί και με σώμα ενός ασούρα και να κάνει τους ασούρα να φτάσουν στην νιρβάνα’.

Και τότε ο μποντισάτβα Ρατναπάνι προσκύνησε στα πόδια του Νικητή αγγίζοντας το χώμα με το κεφάλι του και μετά έφυγε».

Τότε ο Βούδδας μίλησε στον μποντισάτβα που Σβήνει τα Σκοτάδια:
«Μετά από αυτόν τον Βούδδα Σικίν υπήρξε κι άλλος Βούδδας που εμφανίστηκε στον κόσμο, και το όνομά του ήταν Βισβάμπου, αυτός που ήρθε, που αξίζει προσφορές, αυτός με την σωστή διαπεραστική γνώση, αυτός με την τέλεια καθαρότητα και άσκηση, αυτός που πέρασε αντίπερα, ο γνώστης του κόσμου, ο ανυπέρβλητος, ο ήρωας που δάμασε και υπέταξε, ο δάσκαλος των θεών και των ανθρώπων, ο Βούδδας, ο τιμημένος του κόσμου.

Εσύ που Σβήνεις τα Σκοτάδια, τότε εγώ ήμουν μεγάλος ρίσι και έμενα σε ένα απομονωμένο βουνό με βράχια, ψηλό και απότομο. Κανείς δεν μπορούσε να το φτάσει ή να μείνει εκεί για πολύ. Και τότε άκουσα για τις δυνατές και πανίερες δυνάμεις, τις αρετές και ωφέλειες του μποντισάτβα Αβαλοκιτεσβάρα.

Ο Αβαλοκιτεσβάρα είχε εισέλθει σε μια χρυσή γη και εκδήλωσε την μορφή του για τα πλάσματα που είχαν καλυμμένα τα πρόσωπά τους, τους δίδαξε το θαυμάσιο ντάρμα και αποκάλυψε το οκταπλό μονοπάτι, κάνοντάς τους όλους να επιτύχουν το στάδιο της νιρβάνα.

Αφού έφυγε από την χρυσή γη, εισήλθε σε μια ασημένια γη όπου κάθε πλάσμα είχε τέσσερα πόδια και στεκόταν ακίνητο. Ο μποντισάτβα μαχασάτβα Αβαλοκιτεσβάρα έσωσε τα πλάσματα αυτά μιλώντας τους για το ντάρμα: ‘Πρέπει να ακούσετε προσεκτικά αυτό το σωστό ντάρμα και να βάλετε το νου σας να το σκεφτεί προσεκτικά. Εγώ τώρα θα σας δείξω την πηγή και τα εφόδια που χρειάζεστε για να φτάσετε στη νιρβάνα’. Τα πλάσματα αυτά στάθηκαν μπροστά στον Αβαλοκιτεσβάρα και του είπαν:

Τα πλάσματα εκείνα που δεν έχουν μάτια
τα σώζεις φέρνοντάς τους φως για να δουν τον δρόμο
Αυτά που δεν έχουν στήριγμα
σαν γονιός τους τα στηρίζεις
Αυτά που περπατούν στα σκοτεινά μονοπάτια
τα φωτίζεις με τον λαμπερό δαυλό σου
και τον σωστό τον δρόμο προς την ελευθερία τους δείχνεις
Αν  κάποιο πλάσμα του μποντισάτβα το όνομα θυμηθεί
ειρήνη κι ευτυχία θα κερδίσει
Γι’ αυτό παρακαλούμε, σώσε μας
γιατί συνέχεια υποφέρουμε δεινά και πληγές τέτοιες’.

Τότε, όλα τα πλάσματα άκουσαν τον Βασιλιά των Λόγων, τον Εξαίσιο Θησαυρό της Μαχαγιάνα, και αφού άκουσαν όλα βρήκαν ειρήνη και ησυχία και έφτασαν στον δρόμο που δεν έχει γυρισμό.

Και αφού έφυγε από το μέρος αυτό, ο μποντισάτβα μαχασάτβα Αβαλοκιτεσβάρα εισήλθε σε μια σιδερένια γη, όπου διοικούσε ένας μεγάλος δυνατός βασιλιάς ασούρα. Όταν έφτασε εκεί, ο μποντισάτβα εμφανίστηκε με το σώμα ενός Βούδδα. Και τότε, ο μεγάλος δυνατός βασιλιάς ασούρα ταξίδεψε από  μακρυά για να τον παραλάβει. Στο παλάτι του βασιλιά ασούρα υπήρχαν αρίθμητοι ακόλουθοι, οι περισσότεροι καμπουριασμένοι, κοντοί και άσχημοι. Αυτοί πήγαν επίσης στο παλάτι. Παρουσιάστηκαν μπροστά στον Αβαλοκιτεσβάρα, γονάτισαν στα πόδια του και τότε ο βασιλιάς είπε αυτά τα λόγια:

‘Έφτασα στην πραγμάτωση σ’ αυτή τη ζωή
γιατί η ευχή μου εκπληρώθηκε
όπως επιθυμούσα
και ο λόγος γι’ αυτό είναι η σωστή μου η αντίληψη
Τώρα που συναντήσαμε τον Μποντισάτβα
εγώ και ο λαός μου θα βρούμε την ειρήνη και την ευτυχία’.

Κι έτσι ο βασιλιάς έδωσε τον ακριβό του θρόνο στον Αβαλοκιτεσβάρα, ένωσε με σεβασμό τις παλάμες του και του είπε: «Από παλιά, εγώ και οι ακόλουθοί μου έχουμε λάθος ερωτική συμπεριφορά, έχουμε συνέχεια θυμό, και μας αρέσει να σκοτώνουμε πλάσματα. Έχοντας αυτό το εγκληματικό κάρμα, η καρδιά μου είναι ανήσυχη και φοβάται. Φοβόμαστε τα γηρατειά, τον θάνατο, την μετενσάρκωση, ότι θα υποφέρουμε από πολλά δεινά και ότι δεν θα έχουμε στήριγμα. Σε παρακαλούμε δείξε έλεος, σώσε μας και πες μας με ποιόν τρόπο θα  ξεκλειδώσουμε αυτή τη σκλαβιά’.

Και ο Αβαλοκιτεσβάρα του είπε: ‘Άντρα με αρετή, οι Νικητές, οι Αρχάτ, οι Σαμυακσαμπούντα, πάντα ασκούν την επαιτεία. Αν μπορείς να τους δώσεις φαγητό, τότε οι ευλογίες και οι αρετές που θα κερδίσεις θα είναι τόσες που δεν θα μπορούν να ειπωθούν με λόγια. Όχι μόνον εγώ μέσα στην σπηλιά αυτή των ασούρα, αλλά ακόμα και οι Νικητές, οι Αρχάτ, οι Σαμυακσαμπούντα που είναι τόσοι όσο αν μαζέψεις δώδεκα φορές την άμμο όλη του Γάγγη σ’ ένα μέρος, δεν μπορούν να σταματήσουν να μιλούν για το μέγεθος της ευλογίας και της αρετής.

Ενάρετε άντρα, μπορώ να μετρήσω τα άτομα όλα στο σύμπαν, αλλά δεν μπορώ να σταματήσω να μετρώ το μέγεθος της ευλογίας και αρετής που κερδίζεται όταν δίνεις φαγητό στους Νικητές.

Ενάρετε άντρα, με άλλο παράδειγμα, μπορώ να μετρήσω τις σταγόνες του νερού ενός μεγάλου ωκεανού, μία προς μία, αλλά δεν μπορώ να σταματήσω να μετρώ το μέγεθος της ευλογίας και αρετής που κερδίζεται όταν δίνεις φαγητό στους Νικητές.

Ενάρετε άντρα, ένα άλλο παράδειγμα – σκέψου ότι όλοι οι άντρες, οι γυναίκες, τα αγόρια και τα κορίτσια φυτεύουν παντού στις τέσσερις κατευθύνσεις, τίποτα άλλο παρά μόνον σιναπόσπορο. Οι δράκοι φέρνουν βροχές μες στις εποχές και οι σιναπόσποροι ωριμάζουν. Και το ένα τέταρτο της επικράτειας το χρησιμοποιούν σαν αποθήκη, κάνουν ό,τι πρέπει και έτσι έχουν μια μεγάλη σοδειά. Μπορώ και πάλι να μετρήσω κάθε κόκκο από αυτή τη σοδειά έναν προς έναν, αλλά δεν μπορώ να σταματήσω να μετρώ το μέγεθος της ευλογίας και αρετής που κερδίζεται όταν δίνεις φαγητό στους Νικητές.

Ενάρετε άντρα, ένα άλλο παράδειγμα – φαντάσου ότι υπάρχει ένα τεράστιο βουνό Σουμερού. Το υποθαλάσσιο τμήμα του έχει βάθος ογδόντα τέσσερις χιλιάδες γιοτζάνα κα το τμήμα του πάνω από το νερό άλλα τόσα σε ύψος. Μετά χρησιμοποίησε το βουνό για να φτιάξεις χαρτιά και όλο το νερό των μεγάλων ωκεανών για μελάνι. Με αυτό τον τρόπο όλοι οι άντρες, οι γυναίκες, τα αγόρια και τα κορίτσια στα τέσσερα τέταρτα της επικράτειας αν γράφουν ταυτόχρονα για να φτιάξουν βιβλία τόσα ώστε να φτάσουν στο ύψος του Σουμερού, και πάλι μία προς μία μπορώ να μετρήσω τις λέξεις που θα γράψουν. Αλλά δεν θα μπορώ να σταματήσω να μετράω το μέγεθος της ευλογίας και αρετής που κερδίζεται όταν δίνεις φαγητό στους Νικητές.

Και, ενάρετε άντρα, φαντάσου ότι όλοι αυτοί που θα γράφουν έχουν επιτύχει το δέκατο στάδιο του μποντισάτβα. Τότε μόνο το σύνολο της ευλογίας και αρετής όλων των μποντισάτβα θα είναι ίσο με την ποσότητα της ευλογίας και αρετής που κερδίζεται όταν δίνεις φαγητό στους Νικητές.

Ενάρετε άνθρωπε, άλλο ένα παράδειγμα είναι ότι μπορώ να μετρήσω τους κόκκους της άμμου έναν προς έναν, από όλους τους μεγάλους ωκεανούς που είναι τόσοι όση και η άμμος του Γάγγη, αλλά και πάλι δεν μπορώ να μιλήσω για το μέγεθος της ευλογίας και αρετής που κερδίζεται όταν δίνεις φαγητό στους Νικητές’.

Ακούγοντας αυτά τα λόγια ο μεγάλος δυνατός βασιλιάς ασούρα δάκρυσε με θλίψη και τα δάκρυα έτρεξαν στο πρόσωπό του. Είχε μετανιώσει και πνιγμένος από λυγμούς αναστέναξε και είπε στον μποντισάτβα μαχασάτβα Αβαλοκιτεσβάρα:

‘Είχα ασκήσει την γενναιοδωρία στο παρελθόν αλλά η συνθήκη της άσκησής μου ήταν σκιώδης, μαύρη και όχι σύμφωνη με το σωστό ντάρμα. Και λόγω αυτών των ασκήσεων που ήταν ενάντιες, εγώ και οι ακόλουθοί μου βρισκόμαστε σε αυτό το κακό κάρμα κλεισμένοι και υποφέρουμε από την ανταπόδοσή του. Δεν ξέραμε ότι λίγο μονάχα φαγητό σε έναν Νικητή θα μπορούσε να μας ζωντανέψει και να μας δροσίσει. Από παλιά είχα άγνοια και μου έλειπε η σοφία, ασκούσα τον δρόμο εξωτερικά, το ντάρμα των βραχμάνων. Κάποτε ήρθε ένας άσχημος κοντός άνθρωπος στο σπίτι μου και ζητιάνευε. Τότε είχα φτιάξει πολλά πολύτιμα κοσμήματα, χρυσάφι και ασημένια σκουλαρίκια, ρούχα θαυμάσια, πολύτιμα στολίδια και δοχεία με καθαρό αρωματισμένο νερό και είχα φτιάξει και εκατοντάδες χιλιάδες πολύτιμες κάρτες ελεφάντων και αλόγων στολισμένες με πέρλες, περιδέραια και μπλεγμένα πετράδια, στολίδια με θαυμάσια κρόσσια που κρεμόντουσαν και καλυμμένα με ακριβές ομπρέλες, δίχτυα ακριβά και τούλια μεταξένια από πάνω και με πολλές ακριβές καμπανούλες που χτυπούσαν πάνω τους. Και είχα φτιάξει και εκατό κίτρινα βόδια με όμορφα χρώματα στο τρίχωμά τους, με τις μουσούδες τους στολισμένες με ασήμια, τα κέρατά τους με χρυσάφι και το σώμα τους ολόκληρο στολισμένο με πέρλες και πολλούς ακόμα θησαυρούς.

Και είχα και χίλια κορίτσια με όμορφη όψη και με πρόσωπα λεπτά και όμορφα, σαν θεές. Στα κεφάλια τους φορούσαν ουράνια στέμματα και στα σώματά τους στολίδια ακριβά, χρυσά πολύτιμα σκουλαρίκια, πολλά θαυμαστά ρούχα, ακριβές ζώνες, δαχτυλίδια, ακριβά βραχιόλια, πολύτιμα περιδέραια, όμορφα και εξαίσια λουλούδια και άλλα τέτοια.

Και είχα και αρίθμητες εκατοντάδες χιλιάδες πολύτιμους θρόνους και αρίθμητο χρυσάφι, ασήμι και πολλούς θησαυρούς. Και είχα και εκατοντάδες χιλιάδες από δεκάκις χιλιάδες κοπάδια από βόδια και βοσκούς, πολλά ποτά και φαγητά που μύριζαν και είχαν την γεύση ουράνιων φαγητών, πάμπολλες ακριβές καμπάνες, χρυσούς και ασημένιους θρόνους λιονταριών, θαυμάσιες κουρτίνες για τον άνεμο με χρυσές λαβές, πάμπολλες ακριβές ομπρέλες στολισμένες με τα επτά πετράδια.

Όταν είχα ετοιμάσει αυτά τα πράγματα για μια μεγάλη προσφορά, εκατοντάδες χιλιάδες μικροί βασιλιάδες ήρθαν μαζί, εκατοντάδες χιλιάδες βραχμάνοι ήρθαν κι αυτοί, και αρίθμητοι κσατρίγια.

Τότε άρχισα να υποψιάζομαι και να σκέφτομαι. Ήμουν στο υψηλότερο σημείο, είχα μεγάλη επιρροή και διοικούσα την γη. Ήθελα να ακολουθήσω την μέθοδο των βραχμάνων για να καθαρίσω το κάρμα από προηγούμενες ζωές, κι έτσι ήθελα να σκοτώσω τους κσατρίγια και τις γυναίκες τους, τους γιους και τους συγγενείς τους, να τους κομματιάσω και να κάνω προσφορές τις καρδιές και τα συκώτια τους στον ουρανό, για να καθαρίσω τα αμαρτήματα.

Κι έτσι έπιασα αυτούς τους εκατοντάδες χιλιάδες δεκάκις χιλιάδων κσατρίγια και μικρούς βασιλιάδες, τους φυλάκισα σε μια χάλκινη σπηλιά, όπου πάμπολλες εκατοντάδες χιλιάδων ξένοι ήταν κι αυτοί φυλακισμένοι. Έβαλα χοντρούς σιδερένιους γάντζους δεμένους με αλυσσίδες σιδερένιες για να τους δέσω τους κσατρίγια από τους καρπούς και τα πόδια τους και έφτιαξα πόρτες στην σπηλιά. Η πρώτη πόρτα ήταν από ξύλο, η δεύτερη από ξύλο ακακίας, η τρίτη από σίδερο, η τέταρτη από χτυπημένο χαλκό, η πέμπτη από χοντρό χαλκό, η έκτη πόρτα από ασήμι και η έβδομη πόρτα από χρυσό. Και έβαλα και πεντακόσιες κλειδαριές σε κάθε μια από τις επτά πόρτες για να τους απομονώσω και έβαλα κι ένα βουνό μπροστά από κάθε μια πόρτα.

Και μια μέρα, ο Ναραγιάνα ξάφνου μεταμορφώθηκε σε μύγα και ήρθε για να δει τί γίνεται. Και μια άλλη μέρα μεταμορφώθηκε σε μέλισσα και ήρθε πάλι. Και μια άλλη μέρα μεταμορφώθηκε σε γουρούνι και ήρθε. Και μια άλλη μέρα μεταμορφώθηκε σε πλάσμα μη ανθρώπινο. Με τέτοιο τρόπο ερχόταν για επίσκεψη μέρα-παρά-μέρα με διαφορετικές μορφές. Τότε σκεφτόμουν να πράξω την μέθοδο των βραχμάνων. Όταν το είδε αυτό ο Ναραγιάνα, ήρθε στην χάλκινη σπηλιά για να την καταστρέψει. Έβγαλε τα επτά βουνά μπροστά από τις πόρτες και τα έριξε σε άλλα μέρη, φωνάζοντας δυνατά στους φυλακισμένους: ‘Μεγάλοι βασιλιάδες, τί βάσανα υποφέρετε! Είστε ζωντανοί ή νεκροί’; Ακούγοντας την φωνή να τους ρωτάει, απάντησαν: ‘Ζωντανοί είμαστε ακόμα, Ναργιάνα τιμημένε στον κόσμο, με την μεγάλη επιμέλεια – παρακαλούμε σώσε μας από τα βάσανα’!

Τότε ο Ναραγιάνα κατέστρεψε τις επτά πόρτες στην χάλκινη σπηλιά και οι βασιλιάδες ελευθερώθηκαν από τα δεσμά τους και τον είδαν. Και σκέφτηκαν: ‘Είναι νεκρός ο μεγάλος δυνατός βασιλιάς ασούρα, ή πεθαίνει τώρα’; Ο κσατρίγια είπε: ‘Καλύτερα να πεθάνουμε κάνοντας πόλεμο μαζί του παρά στην φυλακή. Τώρα πρέπει να ακολουθήσουμε το νόμο των κσατρίγια και να κάνουμε πόλεμο μαζί του, κι αν πεθάνουμε στην περιοχή του, θα ξαναγεννηθούμε στον ουρανό’. Και αυτοί οι βασιλιάδες ανέβηκαν στα αμάξια και σέλωσαν τα άλογά τους μακρυά από τα σπίτια τους, κρατώντας όπλα, έτοιμοι για πόλεμο.

Τότε ο Ναραγιάνα μεταμορφώθηκε σε βραχμάνο, άσχημο και κοντό, με ένα δέρμα ελαφιού να κρέμεται από τους ώμους του και ένα τρίκοπο ραβδί στο χέρι. Ήρθε στην πόρτα του σπιτιού μου. Τότε, ο φύλακας του είπε: ‘Μην μπαίνεις εκεί, κοντέ κι άσχημε γέρο, σταμάτα εκεί’! Κι ο βραχμάνος του είπε: ‘Έρχομαι από μακρυά’. Ο φύλακας ρώτησε τον βραχμάνο: ‘Από πού έρχεσαι’; Ο βραχμάνος του είπε: ‘Είμαι μεγάλος ρίσι κι έρχομαι από το παλάτι του βασιλιά της Κουσάνα’.

Ο φύλακας πήγε και το είπε στον μεγάλο δυνατό βασιλιά ασούρα. ‘Ήρθε ένας βραχμάνος κοντός και άσχημος’. Και ο μεγάλος δυνατός βασιλιάς ασούρα είπε: ‘Τί θέλει αυτός ο άνθρωπος; Τί ζητά’; Ο φύλακας του είπε: ‘Δεν ξέρω τί θέλει’. Ο ασούρα του είπε: ‘Πες στον βραχμάνο να έρθει μέσα’. Με την διαταγή αυτή, ο φύλακας φώναξε μέσα τον βραχμάνο. Βλέποντάς τον ο μεγάλος δυνατός βασιλιάς ασούρα έφτιαξε τον θρόνο και τον έβαλε να καθίσει.

Πριν από αυτό, ο δάσκαλος του μεγάλου βασιλιά ασούρα με το όνομα Χρυσό Άστρο που δεχόταν τις προσφορές και την υπακοή του βασιλιά, του είχε ήδη πει: ‘Αυτός ο βραχμάνος είναι κακός άνθρωπος και έρχεται να καταστρέψει τα σχέδιά σου’. ‘Δάσκαλε πώς το ξέρεις αυτό’; ‘Το ξέρω με σιγουριά. Ξέρεις ποιός είναι στ’ αλήθεια; Είναι ο Ναραγιάνα’. Έχοντας ακούσει αυτά τα λόγια, ο βασιλιάς άρχισε να σκέφτεται: ‘Ασκούμαι στην γενναιοδωρία χωρίς σταματημό, γιατί ήρθε να μου βάλει εμπόδια και να μου καταστρέψει τα σχέδια; Θά’πρεπε να τον ρωτήσω’.

Και ο μεγάλος δυνατός βασιλιάς ασούρα ρώτησε τον βραχμάνο: ‘Γιατί ήρθες στο σπίτι μου; Τί θέλεις’; Ο βραχμάνος του είπε: ‘Θέλω να σου ζητήσω δυο βήματα γη’. Ο ασούρα είπε στον βραχμάνο: ‘Θέλεις γη και ζήτησες δύο βήματα – λοιπόν θα σου χαρίσω τρία βήματα γη’. Και πήρε ένα χρυσό μπουκάλι για να δώσει καθαρό νερό στον βραχμάνο, λέγοντας: ‘Αν θέλεις γη, πάρ’την’. Ο βραχμάνος δέχτηκε και είπε: ‘Μακάρι να έχεις ειρήνη και μακροζωΐα’. Και το κοντό και άσχημο σώμα του βραχμάνου ξάφνου εξαφανίστηκε. Ο δάσκαλος Χρυσό Άστρο είπε τότε στον ασούρα: ‘Θα δεχτείς την ανταμοιβή του  κακού σου κάρμα τώρα’.

Ο Ναραγιάνα ξάφνου εκδήλωσε το σώμα του, με τον ήλιο και την σελήνη στους ώμους του και ένα κοφτερό σπαθί, τροχό, βέλος, τόξο και άλλα όπλα στα χέρια του. Όταν το είδε αυτό ο δυνατός μεγάλος βασιλιάς ασούρα, φοβήθηκε και άρχισε να τρέμει και μετά λιποθύμησε.

Πολλή ώρα μετά ξύπνησε και είπε: ‘Τί πρέπει να κάνω τώρα; Να πάρω δηλητήριο για να δώσω τέλος στη ζωή μου’; Ο Ναραγιάνα άρχισε να μετρά την γη με τα βήματά του. Έκανε δύο βήματα και μετά δεν υπήρχε άλλη γη να βαδίσει. ‘Αν δεν μπορώ να κάνω τρία βήματα, τότε δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί η υπόσχεσή σου’. Ο βασιλιάς είπε: ‘Τί πρέπει να κάνω’; Ο Ναραγιάνα είπε στον βασιλιά: ‘Θα πρέπει να ακολουθήσεις την διδασκαλία μου’. Ο βασιλιάς είπε: ‘Ναι, θα την ακολουθήσω’. Και ο Ναραγιάνα ρώτησε: ‘Θα το κάνεις αυτό στ’ αλήθεια’; ‘Ναι, θα το κάνω. Μιλάω με ειλικρίνεια και ούτε μετανιώνω ούτε τσιγγουνεύομαι’.

Κι έτσι, ακολουθώ την διδασκαλία του, κατέστρεψα όλα τα μέρη που έγιναν για να πράττω την μέθοδο των βραχμάνων και έδωσα όλο το χρυσάφι, το ασήμι, τους θησαυρούς, τα κορίτσια, τα ρούχα, τις ακριβές καμπάνες, τις ομπρέλες, τις κουρτίνες, τους λιονταρίσιους θρόνους, τα κίτρινα κοπάδια τα στολισμένα με θησαυρούς και όλα τα άλλα στολίδια και τα πλούτη σε αυτούς τους μικρούς βασιλιάδες και τους άφησα να φύγουν από το μέρος όπου έπραττα την μέθοδο των βραχμάνων’».

Ο μεγάλος δυνατός βασιλιάς ασούρα είπε στον μποντισάτβα  μαχασάτβα Αβαλοκιτεσβάρα:
‘Τώρα καταλαβαίνω ότι λόγω του ότι ακολουθούσα την μέθοδο των βραχμάνων στο παρελθόν για να μαζέψω μια μεγάλη προσφορά, σκιάστηκε η άσκηση της γενναιοδωρίας μου, έγινε μαύρη και ακάθαρτη κι έτσι εγώ και οι ακόλουθοί μου είμαστε κλεισμένοι σε μια σιδερένια σπηλιά και υποφέρουμε από μεγάλες πληγές. Τώρα, Αβαλοκιτεσβάρα, σε προσκυνώ και σε παρακαλώ να  μας λυπηθείς και να μας ελευθερώσεις από αυτά τα βάσανα’.
Και τον ύμνησε με αυτά τα λόγια:

‘Τιμή στο μέγιστο ελεήμον χέρι που κρατάει τον λωτό
στον μεγάλο βασιλιά του λωτού, στον μεγάλο ευοίωνο
που το θαυμάσιο σώμα του στολίζουν πλούτια διάφορα
που τα μαλλιά του τα στολίζει στέμμα ουράνιο στολισμένο με πετράδια
που φορά την παγκόσμια σοφία του Αμιτάμπα στο κεφάλι
και σώζει τα αρίθμητα τα πλάσματα.
Όπου ψάχνουν για ειρήνη κι ευτυχία οι άνθρωποι που υποφέρουν
εκδηλώνει ο μποντισάτβα το σώμα του σαν βασιλιά θεραπευτή
Τα υπέρτατα αγνά, όμορφα και θαυμάσια μάτια του
είναι λαμπρότερα κι από τον ήλιο
και φωτίζουνε τα πλάσματα για να τα σώσουν
Και τότε αυτά, φτάνοντας στην ελευθερία
σύμφωνα με το θαυμάσιο ντάρμα,
θά’ναι σαν τα πετράδια μάνι που τις ευχές εκπληρώνουν
έτοιμα να προστατεύσουν όλο το ντάρμα το θαυμάσιο
και πάντα θα μιλούνε για τις έξι παραμίτα
υμνώντας την μεγάλη τους σοφία.
Με ειλικρίνεια σε προσκυνώ
και δοξάζω τον μεγάλο ελεήμονα Αβαλοκιτεσβάρα
Κάθε πλάσμα που θυμάται το όνομα του Μποντισάτβα
θα μακραίνει πολύ απ’ τα δεινά και θα κερδίζει ειρήνη
Αυτοί που έπεσαν μέσα στην κόλαση του μαύρου του σκοινιού
μέσα στην κόλαση Αβίτσι
λόγω του κακού τους κάρμα
για όλες τις υπάρξεις τους,
όλα τα φαντάσματα τα πεινασμένα
όλα αυτά που υποφέρουν στην ζωή
μόλις πουν του Μποντισάτβα το όνομα
θα ελευθερωθούν από τους φόβους
και όσα πλάσματα είναι στους δρόμους τους κακούς
θα φύγουν από τα δεινά και θα κερδίσουνε ειρήνη κι ευτυχία.
Αν κάποιος στη μνήμη του πάντα κρατά το όνομα του μεγάλου μαχασάτβα
θα γεννηθεί στον κόσμο της υπέρτατης ευλογίας
και θα δει κατά πρόσωπο τον Νικητή της απέραντης ζωής, τον Αμιτάγιους
θα ακούσει το εξαίσιο ντάρμα και θα φτάσει στην κατάσταση του αγέννητου’.

Τότε ο Αβαλοκιτεσβάρα χάρισε τον χρησμό στον μεγάλο δυνατό βασιλιά ασούρα:
‘Στο μέλλον θα γίνεις Βούδδας και το όνομά σου θα είναι Ο Ευοίωνος που ήρθε, αυτός που ήρθε, που αξίζει προσφορές, αυτός με την σωστή διαπεραστική γνώση, αυτός με την τέλεια καθαρότητα και άσκηση, αυτός που πέρασε αντίπερα, ο γνώστης του κόσμου, ο ανυπέρβλητος, ο ήρωας που δάμασε και υπέταξε, ο δάσκαλος των θεών και των ανθρώπων, ο Βούδδας, ο τιμημένος του κόσμου. Τότε θα φτάσεις στην πόρτα της απόλυτης συγκέντρωσης  της μεγάλης φώτισης των έξι λέξεων. Και όλα τα πλάσματα που είναι τώρα εδώ, βασιλιά ασούρα, θα τα σώσεις και θα τα μεταφέρεις όλα, ώστε όλα τα πλάσματα στα βουδδικά σου πεδία να μην ακούσουν ξανά ποτέ ήχο απληστίας, θυμού ή άγνοιας’.

Ακούγοντας την πρόβλεψη αυτή, ο μεγάλος δυνατός βασιλιάς ασούρα  πήρε ένα περιδέραιο από πέρλες που άξιζε όσο εκατοντάδες χιλιάδες χρυσού και εκατοντάδες χιλιάδες από δεκάκις χιλιάδες ουράνια στέμματα και σκουλαρίκια, στολισμένο με πολλούς θαυμάσιους θησαυρούς και το πρόσφερε στον μποντισάτβα, λέγοντας: ‘Σε παρακαλώ δείξε το έλεός σου και δέξου αυτό’.

Και ο μποντισάτβα μαχασάτβα Αβαλοκιτεσβάρα είπε στον μεγάλο δυνατό βασιλιά ασούρα:
‘Τώρα θα σου διδάξω το ντάρμα και εσύ θα πρέπει να το ακούσεις προσεκτικά και να σκεφτείς. Ένα πλάσμα ζωντανό είναι παροδικό, είναι μια φανταστική εκδήλωση και είναι δύσκολο γι’ αυτό να κρατήσει την ζωή του για πολύ καιρό. Εσείς οι άνθρωποι σκέφτεστε συνέχεια με επιθυμία να βρείτε καλή τύχη, θέλετε να έχετε σκλάβους κι υπηρέτες, σοδειές, σιτάρι, αποθήκες, αποθέματα πολλά και άλλα. Και έχετε προσκόλληση στους γονείς σας, στις συζύγους σας, στα παιδιά, τους συγγενείς και άλλους. Και αν και είστε προσκολλημένοι σε αυτά όλα, είναι όλα αυτά σαν οράματα, σαν όνειρο – όταν έρθει η ώρα του θανάτου δεν μπορεί κανείς τους να σας σώσει και να σας κάνει να αποφύγετε τον θάνατο συνεχίζοντας τη ζωή σας στα νότια της Τζαμπουντβίπα.

Λόγω της λοξοδρόμησης αυτής, μετά τον θάνατο του ανθρώπου, αυτοί θα δουν τον ποταμό Νάϊ να ρέει γεμάτος με πύον και αίμα, και τεράστια δέντρα με μεγάλη φωτιά να καίνε μανιασμένα. Και θα φοβηθούν βλέποντάς τα. Και τότε οι φύλακες του Γιάμα θα τους τραβήξουν απ’ τα σκοινιά και θα τους σύρουν βίαια σε έναν μεγάλο δρόμο με λεπίδες. Σηκώνοντας και πατώντας το πόδι κάτω, θα κόβονται, θα πληγιάζονται και θα σκίζονται, και αρίθμητοι μαύροι αετοί κουράρα και άγρια σκυλιά θα τρώνε τις σάρκες τους. Και θα υποφέρουν από αβάσταχτες πληγές στις μεγάλες κολάσεις.

Στον μεγάλο δρόμο με τις λεπίδες υπάρχουν και πολλά αγκάθια, ίσαμε δεκαέξι δάχτυλα σε ύψος. Σε κάθε βήμα πεντακόσια αγκάθια θα τρυπούν το πόδι και θα κάνουν το πλάσμα να κλάψει με λυγμούς λέγοντας ‘εμείς τα πλάσματα έχουμε κακό κάρμα από την αγάπη και την επιθυμία μας και τώρα υποφέρουμε για τις μεγάλες μας πληγές – τί να κάνουμε’ ; Και οι φύλακες του Γιάμα θα τους πουν: ‘Στο παρελθόν σας δεν δώσατε φαγητό σε μοναχούς, δεν ακούσατε ποτέ τον ήχο του τυμπάνου του ντάρμα και ποτέ δεν τιμήσατε τους πύργους και τα αγάλματα’. Και οι άνθρωποι θα πουν: ‘Από τα εμπόδια και τα αμαρτήματά μας, δεν καταλάβαμε, δεν πιστέψαμε και δεν σεβαστήκαμε τους βούδδες, το ντάρμα και την σάνγκα, και πάντα κρατούσαμε απόσταση απ’ αυτά’. Οι φύλακες θα πουν: ‘Εξ αιτίας του κακού κάρμα που μαζέψατε, τώρα θα πρέπει να λάβετε την ανταμοιβή των δεινών’.

Και οι φύλακες θα οδηγήσουν τους ανθρώπους εκεί που βρίσκεται ο βασιλιάς Γιάμα. Φτάνοντας εκεί, ο βασιλιάς Γιάμα θα πει: ‘Φέρτε τους στο μέρος της ανταπόδοσης του κάρμα’. Και οι φύλακες του Γιάμα θα τους οδηγήσουν στην μεγάλη κόλαση του μαύρου σκοινιού και θα τους πετάξουν έναν-έναν εκεί. Και εκεί στην κόλαση, το σώμα του καθενός από αυτούς θα κομματιάζεται από εκατοντάδες δόρατα αλλά δεν θα πεθαίνει. Και μετά διακόσια μεγάλα δόρατα θα κόβουν το σώμα του καθενός αλλά και πάλι θα είναι ζωντανό. Και μετά τριακόσια τεράστια δόρατα μαζί θα κόβουν το σώμα του καθενός και πάλι δεν θα πεθαίνει.

Και όταν θα συνέλθουν, θα πεταχτούν μέσα σε μια μεγάλη φωτιά και πάλι δεν θα πεθάνουν. Και μετά οι φύλακες θα τους βάλουν καυτές σιδερένιες μπάλες στο στόμα τους και θα τους αναγκάσουν να τις φάνε, και αυτό θα κάψει τελείως τα χείλη, τα δόντια, τα ούλα, τα σαγόνια και τους λαιμούς τους, θα βράσουν από φωτιά η καρδιά, τα έντερα, τα στομάχια τους και τα σώματά τους θα καούν κι αυτά. Κι όταν θα υποφέρουν από αυτές τις πληγές κανείς δεν θα μπορεί να τους σώσει, κι αυτό θα πρέπει να το γνωρίζεις.

Τώρα, σου μίλησα με αυτό το ντάρμα και οι άνθρωποί σου θα πρέπει με επιμέλεια να καλλιεργήσουν την ευλογία του’.

Και συνέχισε ο Αβαλοκιτεσβάρα ο μποντισάτβα στον μεγάλο δυνατό βασιλιά ασούρα:
‘Τώρα θέλω να πάω στον κήπο του δάσους της Τζέτα, που σήμερα έχει μια μεγάλη σύναξη».

Και τότε ο μποντισάτβα Αβαλοκιτεσβάρα έβγαλε αρίθμητα φώτα διαφόρων χρωμάτων, πράσινο, κίτρινο, κόκκινο, λευκό, κρυστάλλινο, χρυσαφένιο και άλλα. Τα φώτα αυτά πήγαν μπροστά στον Νικητή Βισβάμπου. Και θεοί, δράκοι, γιάκσα, ράκσα, κινάρα, μαχοράγκα και άλλοι είχαν βρεθεί στη σύναξη, αρίθμητοι μποντισάτβα μαχασάτβα είχαν κι αυτοί βρεθεί εκεί. Στην μέση της σύναξης ήταν ένας μποντισάτβα με το όνομα Ακασαγκάρμπα. Σηκώθηκε από την θέση του, έφτιαξε τα ρούχα του, γύμνωσε τον δεξιό του ώμο, γονάτισε με το δεξί του πόδι και σεβαστικά ένωσε τις παλάμες του κοιτάζοντας προς τον Βούδδα. Και είπε: ‘Νικητή, από πού έρχονται τα φώτα’;

Και ο Βούδδας του είπε: ‘Ενάρετε άντρα, ο Μποντισάτβα θα έρθει σε λίγο εδώ’.

Κι όταν ο μποντισάτβα Αβαλοκιτεσβάρα έφευγε από το παλάτι του μεγάλου δυνατού βασιλιά ασούρα, εμφανίστηκαν ξαφνικά στον κήπο του δάσους Τζέτα ανθισμένα θαυμάσια δέντρα ουράνια και καλπατάρου στολισμένα με αρίθμητα ουράνια πλούτη με πολλά ζωντανά χρώματα. Στα δέντρα κρέμονταν εκατοντάδες διαφορετικά περιδέραια με πέρλες, υφάσματα θεϊκά και άλλα ρούχα. Οι κορμοί ήταν κόκκινοι και τα φύλλα τους ήταν από χρυσό και ασήμι. Και ήταν και άλλα όμορφα θαυμάσια αρωματικά δέντρα, δέντρα με λουλούδια και πολλές λίμνες με εκατοντάδες χιλιάδες από δεκάκις χιλιάδες πολύχρωμα λουλούδια μέσα τους.

Όταν εμφανίστηκαν αυτά, ο μποντισάτβα Ακασαγκάρμπα ρώτησε ξανά τον Νικητή: ‘Γιατί δεν ήρθε ακόμα ο μποντισάτβα Αβαλοκιτεσβάρα’;

Και ο Βούδδας είπε:
‘Ενάρετε άνθρωπε, ο μποντισάτβα Αβαλοκιτεσβάρα έφυγε από το παλάτι του μεγάλου βασιλιά ασούρα. Και υπάρχει ακόμα ένα μέρος που κανείς δεν μπορεί να το φτάσει, και λέγεται Σκοτάδι. Και το φως του ήλιου και το φως του φεγγαριού δεν μπορούν να φτάσουν σ’ αυτό το σκοτεινό μέρος – αλλά εκεί υπάρχει ένας θησαυρός που εκπληρώνει τις ευχές και λέγεται Εκπλήρωση Ευχών που ακτινοβολεί πάντα φως και λάμπει. Μέσα εκεί υπάρχουν αρίθμητες εκατοντάδες χιλιάδων δεκάκις χιλιάδων γιάσκα. Όταν οι γιάκσα είδαν τον Αβαλοκιτεσβάρα να μπαίνει εκεί μέσα, χάρηκαν πολύ. Με ενθουσιασμό έτρεξαν να τον παραλάβουν, γονάτισαν στα πόδια του και τον χαιρέτησαν: ‘Μποντισάτβα είσαι ξεκούραστος τώρα; Είχες πολύ καιρό να έρθεις σ’ αυτό το σκοτεινό μέρος’. Και ο Αβαλοκιτεσβάρα είπε: ‘Είναι επειδή πρέπει να σώσω και να μεταφέρω τα πλάσματα’. Και οι γιάκσα και ράκσα τότε του πρόσφεραν ουράνιους χρυσούς θησαυρούς, θρόνους με λιοντάρια και του ζήτησαν να καθίσει.

Ο μποντισάτβα τους δίδαξε το ντάρμα:
‘Θα πρέπει να ακούσετε προσεκτικά. Υπάρχει ένας Λόγος της Μαχαγιάνα που λέγεται Βασιλιάς των Λόγων, Εξαίσιος Θησαυρός. Αν ακούσει κάποιος έστω και τέσσερις γραμμές, τον δεχτεί, τον φυλάξει, τον διαβάσει, τον απαγγείλει και εξηγήσει το νόημά τους και μπορεί να το σκέφτεται πάντα, οι ευλογίες και αρετές που θα κερδίζει θα είναι απεριόριστες. Ενάρετε άνθρωπε, μπορώ να μετρήσω τα άτομα αλλά αν κάποιος δεχτεί και μνημονεύσει τέσσερις στίχους από αυτό τον Βασιλιά των Λόγων, τον Εξαίσιο Θησαυρό, τότε δεν μπορώ να μετρήσω το μέγεθος της ευλογίας και της αρετής.

Από όλο το νερό των μεγάλων ωκεανών μπορώ να μετρήσω τις σταγόνες μία προς μία, αλλά αν κάποιος δεχτεί και μνημονεύσει τέσσερις στίχους από αυτό τον Λόγο, δεν μπορώ να μετρήσω την ευλογία και αρετή που θα κερδίσει. Και όχι μόνον εγώ, μέσα σε αυτό το σκοτεινό μέρος, αλλά ακόμη και οι Νικητές, οι αρχάτ, οι σαμυακσαμπούντα που είναι τόσοι όση και η άμμος του Γάγγη δώδεκα φορές αν μαζευτεί μαζί για δώδεκα κάλπα, και κάποιος συνέχεια προσφέρει και υπακούει σ’ αυτούς τους Βούδδες ρούχα, ποτά, φαγητά, καθίσματα, κρεββάτια, σούπες, φάρμακα και άλλα, και πάλι δεν θα μπορέσουν να μετρήσουν το μέγεθος της αρετής και της ευλογίας.

Ενάρετε άντρα, ένα ακόμα παράδειγμα – φαντάσου ότι όλοι οι άνθρωποι στις τέσσερις κατευθύνσεις ξαναχτίζουν τα σπίτια τους και τα κάνουν μοναστήρια και φτιάχνουν και χίλιες στούπες με ουράνιους χρυσούς θησαυρούς μέσα τους και τα κάνουν όλα αυτά σε μια μέρα και μετά κάνουν και προσφορές πολλές. Και πάλι, οι ευλογίες και οι αρετές που θα κερδίσουν από αυτό θα είναι λιγότερες από αυτές που θα κερδίσει κάποιος αν δεχτεί και μνημονεύσει τέσσερις στίχους από αυτό τον Λόγο.

Ενάρετε άνθρωπε, ακόμη ένα παράδειγμα – οι πέντε μεγάλοι ποταμοί ρέουν στους μεγάλους ωκεανούς και η ροή δεν θα στερέψει ποτέ. Κι όμοια, αν κάποιος μνημονεύει τέσσερις στίχους από τον Λόγο αυτό της Μαχαγιάνα, θα κερδίσει ευλογίες και αρετές που θα είναι σαν τους ποταμούς, δεν θα στερέψουν ποτέ’.

Και τότε οι ράκσα και οι γιάκσα ρώτησαν τον Αβαλοκιτεσβάρα: ‘Αν κάποιος γράψει αυτό τον Λόγο της Μαχαγιάνα, πόσες ευλογίες και αρετές θα κερδίσει’;

Και είπε ο Αβαλοκιτεσβάρα:
‘Ενάρετε άνθρωπε, οι ευλογίες και οι αρετές που θα κερδίσει θα είναι αμέτρητες. Αν κάποιος γράψει αυτό τον Λόγο είναι σαν  να γράφει ογδόντα τέσσερις χιλιάδες τόμους του ντάρμα, και θα γίνει άγιος βασιλιάς που θα στρέφει τον τροχό του ντάρμα, θα διοικεί τις τέσσερις κατευθύνσεις και θα έχει απεριόριστη δύναμη και αρετή. Το πρόσωπό του θα είναι όμορφο κι ευγενικό, θα περιτριγυρίζεται από χίλιους γιους και όλοι οι εχθροί του στις άλλες κατευθύνσεις αυθόρμητα θα δηλώνουν υποταγή σ’ αυτόν.

Αν κάποιος μνημονεύσει έστω και μόνο το όνομα αυτού του Λόγου, γρήγορα θα ελευθερωθεί από τα δεινά της μετενσάρκωσης και γρήγορα θα μακρύνει από την ανησυχία και τα βάσανα των γηρατειών και του θανάτου. Και μετά την επαναγέννησή του θα μπορεί να θυμάται τις προηγούμενες ζωές του, το σώμα του θα έχει συχνά το άρωμα του σανταλόξυλου, το στόμα του θα βγάζει το άρωμα του πράσινου λωτού και η όψη του θα είναι τέλεια και δυνατή’.

Κι όταν τελείωσε να διδάσκει το ντάρμα, κάποιοι γιάκσα και ράκσα έφτασαν στην πραγμάτωση αυτού που μπαίνει στο ρεύμα και κάποιοι έφτασαν στην πραγμάτωση αυτού που θα επιστρέψει μία φορά.

Και είπαν: ‘Μποντισάτβα σε παρακαλούμε μείνε εδώ και μην πας αλλού. Στο σκοτεινό μέρος αυτό φτιάχνουμε μια στούπα με ουράνιους χρυσούς θησαυρούς και φτιάχνουμε και τον δρόμο με χρυσό και πλούτη’.

Και ο μποντισάτβα μαχασάτβα Αβαλοκιτεσβάρα απάντησε: ‘Θέλω να πάω και σε άλλα μέρη για να σώσω και να μεταφέρω πάμπολλα πλάσματα και να τους κάνω να φτάσουν στην φώτιση’.

Και τότε οι γιάκσα και οι ράκσα κατέβασαν τα κεφάλια τους και τα χέρια τους στο στήθος σκέφτηκαν ξανά και ξανά και μετά είπαν: ‘Τώρα, ο μποντισάτβα μαχασάτβα Αβαλοκιτεσβάρα θα φύγει. Μετά ποιός θα μας μιλά όμορφα για το θαυμαστό ντάρμα’;

Ο Αβαλοκιτεσβάρα ξεκίνησε να φεύγει και οι γιάκσα και οι ράκσα τον ακολούθησαν. Ο Αβαλοκιτεσβάρα τους είπε: ‘Είστε ήδη μακρυά από τα σπίτια σας, πρέπει να γυρίσετε πίσω’. Κι έτσι οι γιάκσα και οι ράκσα γονάτισαν στα πόδια του με τα κεφάλια τους στο χώμα και επέστρεψαν στα σπίτια τους.

Και τότε, ο Αβαλοκιτεσβάρα πέταξε στον ουρανό σαν φλόγα και πήγε στα ουράνια παλάτια. Φτάνοντας εκεί μεταμορφώθηκε σε βραχμάνο. Ανάμεσα στους ουράνιους ήταν κι ένας θεός που τον έλεγαν Αυτί Όμορφα Στολισμένο. Αυτός υπέφερε συνέχεια από την ανταπόδοση της φτώχειας. Τότε ο βραχμάνος που ήταν ο μεταμορφωμένος Αβαλοκιτεσβάρα πήγε εκεί που ήταν ο θεός και του είπε: ‘Υποφέρω από πείνα, κούραση και δίψα’. Ο θεός έκλαψε και του είπε: ‘Είμαι τόσο φτωχός που δεν έχω τίποτα να σου δώσω’, και ο βραχμάνος είπε: ‘Για να κάνω την δουλειά μου, θα πρέπει να μου δώσεις κάτι, όσο μικρό κι αν είναι’. Και ο θεός πήγε στο παλάτι του, έψαξε πάνω-κάτω για να βρει κάτι και ξάφνου βρήκε μερικά τεράστια πολύτιμα δοχεία που είχαν μέσα τους σπάνιους θησαυρούς και άλλα δοχεία ακριβά γεμάτα με νόστιμα φαγητά και ποτά – κι ακόμα, πολλά θαυμάσια ρούχα εμφανίστηκαν κι αυτά στο παλάτι.

Τότε ο θεός σκέφτηκε: ‘Ο βραχμάνος έξω απ’ την πόρτα θα πρέπει να είναι κάποιος που δεν πάει η φαντασία μου να σκεφτώ, και γι’ αυτό μπορεί να με κάνει να κερδίζω τέτοια έξοχη ευλογία’. Ο θεός κάλεσε τον βραχμάνο στο παλάτι του και του πρόσφερε τους ουράνιους θησαυρούς και τα νόστιμα φαγητά και ποτά. Αφού τα δέχτηκε, ο βραχμάνος ευχήθηκε: ‘Μακάρι να έχεις ειρήνη, ησυχία και μακροζωΐα’.

Ο θεός ρώτησε τον βραχμάνο: ‘Άγιε από πού έρχεσαι’; και ο βραχμάνος είπε ‘Έρχομαι από το μεγάλο και εξαίσιο δάσος της Τζέτα’. Ο θεός τον ρώτησε ‘Πώς είναι εκεί’; Και ο βραχμάνος απάντησε: ‘Στο μεγάλο και εξαίσιο δάσος της Τζέτα το χώμα είναι καθαρό, πολλά δέντρα καλπατάρου στολισμένα με ουράνιους θησαυρούς μάνι εμφανίζονται, πολλά πετράδια μάνι που εκπληρώνουν τις ευχές, πολλές όμορφες λίμνες, πάμπολλοι άνθρωποι μεγάλοι που έχουν μεγαλειώδεις αρετές από την μεγάλη σοφία και τις υποσχέσεις που κρατούν, και εκεί είναι κι ένας Βούδδας που τον λένε Νικητή Βισβάμπου. Σε αυτό το μέρος μένουνε άνθρωποι ουράνιοι και άγιοι, εκδηλώσεις θαυμαστές’. Και είπε ο θεός: ‘Άγιε, μεγάλε βραχμάνε, ποιός είσαι; Πες μου παρακαλώ ειλικρινά, είσαι θεός ή άνθρωπος; Άγιε, γιατί εκδηλώνεται αυτή η ιερή εικόνα μπροστά μου’;

Και ο βραχμάνος του είπε: ‘Δεν είμαι ούτε θεός, ούτε άνθρωπος. Είμαι μποντισάτβα και θέλω να σώσω και να μεταφέρω όλα τα πλάσματα και να τα κάνω να δουν τον δρόμο προς την μεγάλη φώτιση’.

Ακούγοντας αυτά τα λόγια ο θεός πήρε τα ουράνια ακριβά στέμματα και τα όμορφα στολίδια για να κάνει προσφορά και είπε αυτά τα λόγια:

‘Είδα την βάση της αρετής και της ωφέλειας
ελεύθερη από αμαρτήματα και ψεγάδια
και τώρα φύτεψα τον σπόρο στον αγρό της ανωτερότητας
και κέρδισα σε μια στιγμή τον καρπό της ανταπόδοσης’.

Όταν τέλειωσε ο θεός, η αποστολή του βραχμάνου της φώτισης και μεταφοράς, είχε εκπληρωθεί κι έτσι άφησε το ουράνιο παλάτι και πήγε σε ένα μέρος που λέγεται Λιοντάρι. Φτάνοντας εκεί, στάθηκε μπροστά σε πολλά κορίτσια ράκσα καθώς το σώμα και η όψη του ήταν πολύ όμορφη, εξαίσια και σπάνια. Όταν τα κορίτσια ράκσα είδαν αυτή την μορφή, είχαν επιθυμία. Με χαρά και αγάπη ήρθαν κοντά του και του είπαν: ‘Μπορείς να γίνεις ο άντρας μου, είμαι παρθένα και ποτέ δεν αρραβωνιάστηκα. Γίνε σε παρακαλώ ο άντρας μου. Τώρα που είσαι εδώ, να μην πας αλλού πουθενά. Αν δεχτείς θα είναι σαν να παίρνεις εσύ αποφάσεις γι’ αυτούς που δεν μπορούν να αποφασίσουν, και θα είναι σαν να ανάβεις έναν δαυλό αναμμένο σε ένα σκοτεινό δωμάτιο. Το σπίτι μου έχει ποτά, φαγητά, ρούχα και πολλά δώρα, αλλά και κήπους όμορφους και χαρούμενες λίμνες’.

Ο μποντισάτβα είπε στα κορίτσια ράκσα: ‘Τώρα ακούστε με εσείς’. Και τα κορίτσια είπαν: ‘Ναι, θα χαρούμε να σε ακούσουμε, τι θα μας πεις’; Ο μποντισάτβα τότε μίλησε για το σωστό οκταπλό μονοπάτι και για τις τέσσερις ευγενείς αλήθειες. Κι έχοντας ακούσει το ντάρμα, τα κορίτσια ράκσα έφτασαν στιγμιαία σε διαφορετική πραγμάτωση η κάθε μία. Μερικές έφτασαν στην πραγμάτωση αυτού που εισέρχεται στην ροή, και  κάποιες έφτασαν στην πραγμάτωση αυτού που επιστρέφει μια φορά. Ελευθερώθηκαν από τα δεινά της απληστίας, του θυμού και της άγνοιας και δεν είχαν πια κακές σκέψεις στο νου τους, δεν ήθελαν πια να σκοτώνουν και οι καρδιές τους αγάπησαν το ντάρμα και τις υποσχέσεις που έπρεπε να κρατήσουν.

Και είπαν: ‘Από τώρα και στο εξής δεν θα ξανασκοτώσουμε κανένα πλάσμα, όπως και αυτοί που κρατούν τις υποσχέσεις στα νότια της Τζαμπουντβίπα που ζουν με αγνότητα, και με αγνό ποτό και φαγητό. Και από εδώ και πέρα θα ζούμε όπως  κι αυτοί’.

Αφού έκανε τα κορίτσια ράκσα να μην γεννούν πια κακό κάρμα και να δεχτούν να κρατήσουν το ενάρετο ντάρμα, ο μποντισάτβα μαχασάτβα Αβαλοκιτεσβάρα έφυγε από το μέρος που λέγεται Λιοντάρι και πήγε σε ένα βρώμικο και αηδιαστικό μέρος στην μεγάλη πόλη του Βαρανάσι. Μένοντας εκεί είδε πάμπολλες εκατοντάδες χιλιάδες δεκάκις χιλιάδων πλάσματα με την μορφή σκουληκιού και κάμπιας. Για να σώσει και να μεταφέρει αυτά τα πλάσματα ο Αβαλοκιτεσβάρα μεταμορφώθηκε σε μέλισσα και πήγε εκεί, κάνοντας τον ήχο ‘νάμο μπούνταγια’. Τα σκουλήκια και οι κάμπιες όλα ακολούθησαν αυτόν τον ήχο που άκουγαν. Και με την δύναμη αυτή η αντίληψη του σώματός τους που ήταν τόσο μεγάλη όσο και οι κορφές των βουνών, μαζί με τις διάφορες ψευδαισθήσεις τους, όλες καταστράφηκαν τελείως από την διαμαντένια σοφία. Κι έτσι όλα γεννήθηκαν στην χώρα της υπέρτατης ευλογίας και έγιναν μποντισάτβα με το όνομα Στόμα με το Θαυμάσιο Άρωμα.

Έχοντας σώσει και μεταφέρει αυτά τα πλάσματα, ο μποντισάτβα έφυγε για το Βαρανάσι και πήγε στο πεδίο Μαγκάντα. Τότε, εκεί υπήρχε μια σοβαρή ξηρασία που κρατούσε για είκοσι χρόνια και οι άνθρωποι και τα άλλα πλάσματα εκεί, οδηγημένα από την πείνα και την ανησυχία, έτρωγαν ο ένας την σάρκα του άλλου. Βλέποντας την κατάσταση αυτή, ο Αβαλοκιτεσβάρα σκέφτηκε: ‘Με ποια επιδέξια μέσα μπορούν να σωθούν αυτά τα πλάσματα’; Και τότε έφτιαξε πολλές βροχές. Πρώτα έβρεξε νερό για να απαλύνει την αγριότητα της ξηρασίας και μετά έβρεξε διάφορα συστατικά, όπου κάθε βροχή περιείχε εξαίσια νόστιμα ποτά και φαγητά. Κι έτσι όλοι αυτοί οι άνθρωποι είχαν ποτό και φαγητό και έφαγαν ώσπου χόρτασαν. Μετά, ο μποντισάτβα έβρεξε διάφορα υλικά, ρύζι, σπόρους, όσπρια και άλλα, ώστε όλες οι ανάγκες τους εκπληρώθηκαν όπως επιθυμούσαν.

Κι έτσι όλοι οι άνθρωποι στην Μαγκάντα έμειναν έκπληκτοι και μαζεύτηκαν μαζί σ’ ένα σημείο λέγοντας: ‘Τι προκάλεσε αυτό το θαύμα; Έγινε με την δύναμη του ουρανού’;

Μέσα στο πλήθος ήταν κι ένας ηλικιωμένος καμπούρης που κρατούσε ένα ραβδί και ήταν ανυπολόγιστων εκατοντάδων χιλιάδων χρόνων. Και είπε στους ανθρώπους: ‘Δεν είναι η δύναμη του ουρανού, τα πράγματα που έγιναν εδώ πρέπει να έγιναν από την δύναμη την μαγική του μποντισάτβα Αβαλοκιτεσβάρα’. Και οι άνθρωποι ρώτησαν: ‘Γιατί εκδήλωσε ο Αβαλοκιτεσβάρα τέτοια πράγματα’; Και ο γέρος είπε: ‘Οι αρετές και οι ωφέλειες και η πανίερη δύναμη του Άρυα Αβαλοκιτεσβάρα, μπορούν να γίνουν το λαμπρό φως για τους τυφλούς, μπορούν να γίνουν το καταφύγιο για την φωτιά, μπορούν να γίνουν ποτάμια για τους διψασμένους, μπορούν σε φρικιαστικές συνθήκες να κάνουν τα πλάσματα άφοβα, μπορούν να γίνουν το φάρμακο γι’ αυτούς που υποφέρουν από αρρώστιες, μπορούν να γίνουν ο γονιός για τα πλάσματα που βασανίζονται, μπορούν να κάνουν τα πλάσματα στην κόλαση Αβίτσι να δουν τον δρόμο για τη νιρβάνα, μπορούν να κάνουν τα πλάσματα όλα στους κόσμους να κερδίζουν αρετές, ωφέλειες, ειρήνη και ευτυχία. Αν κάποιος έχει επίγνωση του ονόματος του Αβαλοκιτεσβάρα γρήγορα θα μακρύνει από τα δεινά της μετενσάρκωσης’.

Ακούγοντας αυτά τα λόγια οι άνθρωποι είπαν: ‘Πόσο όμορφα’! Και ο γέρος συνέχισε: ‘Αν κάποιος φτιάξει ένα τετράγωνο μάνταλα μπροστά σε ένα άγαλμα του μποντισάτβα Αβαλοκιτεσβάρα και κάνει συνέχεια προσφορές σε αυτόν  με αρώματα και λουλούδια, θα γίνει ένας άγιος βασιλιάς που στρέφει τον τροχό με όλους τους επτά θησαυρούς, δηλαδή τον χρυσό τροχό, τον ελέφαντα, το άλογο, το κόσμημα, την θεά, το δοχείο και τον στρατηγό. Κι ακόμα αν κάποιος κάνει προσφορά στον μποντισάτβα Αβαλοκιτεσβάρα ένα μόνο λουλούδι, θα αποκτήσει ένα σώμα που θα βγάζει όμορφο άρωμα και όπου κι αν ξαναγεννηθεί το σώμα του και η μορφή του θα είναι τέλεια’.

Κι αφού ο γέρος μίλησε για τις αρετές και ωφέλειες και την πανίερη δύναμη του μποντισάτβα Αβαλοκιτεσβάρα, οι άνθρωποι επέστρεψαν στα σπίτια τους. Κι ο γέρος γύρισε στο δικό του.

Μετά ο μποντισάτβα Αβαλοκιτεσβάρα πέταξε στον ουρανό και σκέφτηκε: ‘Για πολύ καιρό δεν έχω δει τον Νικητή Βισβάμπου και τώρα θέλω να πάω στον εξαίσιο κήπο του δάσους της Τζέτα για να δω τον Νικητή’.

Και έτσι ο Αβαλοκιτεσβάρα πήγε σε αυτό το εξαίσιο μέρος και είδε ότι αρίθμητες εκατοντάδες χιλιάδες δεκάκις χιλιάδων θεοί, δράκοι, γιάκσα, γκαντάρβα, ασούρα, γκαρούντα, κινάρα, μαχοράγκα, άνθρωποι και μη ανθρώπινα πλάσματα αλλά και αρίθμητες άλλες εκατοντάδες χιλιάδες δεκάκις χιλιάδων μποντισάτβα ήταν στην σύναξη.

Τότε ο μποντισάτβα Ακασαγκάρμπα είπε στον Βούδδα: ‘Νικητή, ποιος είναι ο μποντισάτβα που μόλις ήρθε’; Και ο Βούδδας είπε: ‘Ενάρετε άντρα, είναι ο μποντισάτβα μαχασάτβα Αβαλοκιτεσβάρα’. Και ο μποντισάτβα Ακασαγκάρμπα έμεινε σιωπηλός.

Τότε ο μποντισάτβα Αβαλοκιτεσβάρα γύρισε τρεις φορές γύρω από τον Βούδδα και κάθισε αριστερά του. Ο Νικητής τότε τον ρώτησε: ‘Είσαι ξεκούραστος; Ενάρετε άνθρωπε, πες μας για την Φώτιση που έδωσες στα μέρη που πήγες’. Και ο Αβαλοκιτεσβάρα μίλησε για τα γεγονότα και για το πώς έδωσε την φώτιση στα πλάσματα: ‘Έσωσα και μετέφερα τόσα και τόσα πλάσματα…’. Ακούγοντάς τον ο Ακασαγκάρμπα έμεινε πιο έκπληκτος από πριν. ‘Τώρα βλέπω τον Αβαλοκιτεσβάρα που όντας μποντισάτβα μπορεί να σώζει και να μεταφέρει τόσους κόσμους και πλάσματα και να τους κάνει να βλέπουν τους Νικητές - και να κάνει όλα τα πλάσματα σε τόσους κόσμους να γίνονται μποντισάτβα’. Και στάθηκε μπροστά του και τον ρώτησε: ‘Δίνοντας σε τόσους την φώτιση, τώρα είσαι ξεκούραστος’; Και ο Αβαλοκιτεσβάρα είπε: ‘Δεν είμαι κουρασμένος’. Κι έχοντας ρωτήσει, ο μποντισάτβα Ακασαγκάρμπα έμεινε σιωπηλός.

Τότε ο Νικητής είπε: ‘Ενάρετε άντρα, πρέπει να ακούσεις προσεκτικά, θα σου μιλήσω για το ντάρμα των έξι παραμίτα. Για να γίνει κάποιος μποντισάτβα θα πρέπει πρώτα να ασκήσει την παραμίτα της γενναιοδωρίας και μετά να κρατήσει τους όρκους, την αυτοσυγκράτηση, την επιμέλεια, την ντυάνα και την Πράζνα παραμίτα – με τέτοιο τρόπο που όλες να εκπληρωθούν τέλεια’. Μιλώντας έτσι για το ντάρμα, ο Βούδδας σιώπησε. Όσοι ήταν στην σύναξη επέστρεψαν στα σπίτια τους και οι μποντισάτβα γύρισαν κι αυτοί στα βουδδικά τους πεδία».

Τότε, ο μποντισάτβα που Σβήνει τα Σκοτάδια είπε στον Νικητή:
«Ακούσαμε ήδη από τον Βούδδα για τις περασμένες πράξεις του μποντισάτβα Αβαλοκιτεσβάρα. Ποιες είναι οι πύλες του σαμάντι που έχει αυτός ο μποντισάτβα; Νικητή, σε παρακαλώ να μας εξηγήσεις».


Και ο Βούδδας είπε:
«Ενάρετε άντρα, οι πύλες του σαμάντι που έχει, λέγονται: σαμάντι με μορφές, σαμάντι χωρίς μορφές, σαμάντι της διαμαντένιας δημιουργίας, σαμάντι του ηλιόφωτος, σαμάντι της απεραντοσύνης, εξαίσιο σαμάντι, σαμάντι με σημαίες και λάβαρα, σαμάντι που παράγει μεγαλειότητα, βασιλικό εξαίσιο σαμάντι, σαμάντι που φωτίζει τις δέκα κατευθύνσεις, σαμάντι με τα θαυμάσια μάτια που εκπληρώνει τις ευχές, σαμάντι που φυλά το ντάρμα, σαμάντι θαυμάσιο και υπέρτατο, σαμάντι που δίνει αγάπη, σαμάντι διαμαντένια σημαία, σαμάντι που διαπερνά όλους τους κόσμους, σαμάντι του χαρούμενου που πέρασε στην ευλογημένη αντίπερα όχθη, σαμάντι κάρμα της υπερφυσικής δύναμης, σαμάντι του τροχού της σύναξης των φωτισμένων, σαμάντι του φεγγαριού με τα θαυμάσια μάτια, σαμάντι που κατανοεί πολλούς συγγενείς, σαμάντι ουράνιο μάτι, σαμάντι  που αστράφτει και λάμπει στα κάλπα, σαμάντι που μεταμορφώνει και εκδηλώνει τα φαινόμενα, σαμάντι υπέρτατος λωτός, σαμάντι ανώτερος βασιλιάς, σαμάντι που καθαρίζει την Αβίτσι, σαμάντι δίκαιων χαρακτήρων, σαμάντι ουράνιου τροχού, σαμάντι της δροσερής πηγής που αναβλύζει, σαμάντι του τροχού του φωτός, σαμάντι του ωκεάνειου βάθους, σαμάντι των πολλών παλατιών, σαμάντι του ήχου της καλαβίνκα, σαμάντι του αρώματος του πράσινου λωτού, σαμάντι που μεταβιβάζει, το σαμάντι της διαμαντένιας αρματωσιάς, το σαμάντι που σβήνει τις ανησυχίες, το σαμάντι ίχνος του λιονταριού, το αξεπέραστο σαμάντι, το σαμάντι που υποτάσσει, το σαμάντι του θαυμάσιου φεγγαριού, το σαμάντι του λαμπερού φωτός, σαμάντι των εκατοντάδων φώτων, σαμάντι του φωτός που φλογίζει, σαμάντι του λαμπερού κάρμα, σαμάντι των έξοχων χαρακτηριστικών, σαμάντι που πείθει τους ασούρα, σαμάντι των παλατιών, σαμάντι που εκδηλώνει την νιρβάνα, σαμάντι της μεγάλης φωτεινής λάμπας, σαμάντι της βασιλικής λάμπας, σαμάντι που σώζει από την μετενσάρκωση, σαμάντι που χρησιμοποιεί την κυριολεξία, σαμάντι που εμφανίζει τους θεούς, σαμάντι της συμφωνίας του κάρμα, σαμάντι της εμπειρίας του τάτατα, σαμάντι του ηλεκτρισμένου φωτός, σαμάντι του εξαίσιου δράκου, σαμάντι του λιονταριού που σηκώνεται, σαμάντι του σαντιμίν, σαμάντι από και προς, σαμάντι που αφυπνίζει την μεταμόρφωση, σαμάντι που μεγαλώνει την ρίζα της επίγνωσης, σαμάντι που απελευθερώνει την μη-μορφή, σαμάντι υπέρτατο, σαμάντι της φώτισης.
Ενάρετε άντρα, ο μποντισάτβα μαχασάτβα Αβαλοκιτεσβάρα δεν έχει μόνον αυτά τα σαμάντι. Σε κάθε έναν από τους πόρους του σώματός του υπάρχουν εκατοντάδες χιλιάδες δεκάκις χιλιάδων σαμάντι. Ο μποντισάτβα μαχασάτβα Αβαλοκιτεσβάρα έχει τέτοιες αρετές και ωφέλειες που ακόμη και οι Βούδδες, οι Νικητές, τις επαινούν καθώς είναι χωρίς προηγούμενο.

Ενάρετε άντρα, κάποτε στο παρελθόν όταν ήμουν μποντισάτβα εγώ και πεντακόσιοι έμποροι θέλαμε να πάμε στο μέρος που λέγεται Λιοντάρι για να πουλήσουμε τα αμάξια μας, φορτώνοντας άλογα, καμήλες, βόδια και άλλα, με πλούτη. Ετοιμάσαμε τα πράγματα και περάσαμε χωριά, συνοικίες, πόλεις, επαρχίες και απομακρυσμένα χωριά, και μετά φτάσαμε στην όχθη που έπρεπε να πάρουμε το πλοίο. Παίρνοντας ένα πλοίο, ρώτησα τον ιδιοκτήτη του: ‘Μπορείς να δεις την κατεύθυνση του ανέμου; από πού ήρθε; Πού πάει; Φυσάει προς την επαρχία του Θησαυρού, την Τζβα ή την χώρα των ράκσα’; Ο ιδιοκτήτης του πλοίου κοίταξε την κατεύθυνση του ανέμου και είπε: ‘Τώρα με αυτό τον άνεμο μπορούμε να πάμε προς την περιοχή Λιοντάρι’. Κι έτσι πήγαμε με τον άνεμο προς την περιοχή Λιοντάρι.

Στην περιοχή αυτή υπήρχαν πεντακόσιες γυναίκες ράκσα που ξάφνου δημιούργησαν έναν βίαιο ανεμοστρόβιλο. Ο ανεμοστρόβιλος σήκωσε μεγάλα κύματα και κατέστρεψε το πλοίο, έτσι που οι έμποροι έπεσαν μέσα στο νερό. Κολυμπώντας οι έμποροι τελικά έφτασαν στην ακτή και βγήκαν στην στεριά. Βλέποντάς τους οι πεντακόσιες γυναίκες ράκσα κουνήθηκαν πολλές φορές βγάζοντας φρικιαστικούς ήχους. Μεταμορφώθηκαν σε κορίτσια και ήρθαν εκεί που ήταν οι έμποροι και τους έδωσαν ρούχα. Οι έμποροι φόρεσαν τα ρούχα, μάζεψαν τα βρεγμένα τους και τα έβαλαν στον ήλιο να στεγνώσουν. Έφυγαν από εκεί και πήγαν σε ένα δέντρο καμπάκα για να ξεκουραστούν. Όταν ξεκουράστηκαν, είπαν ο ένας στον άλλο: ‘Τώρα τι κάνουμε; Κοντεύουμε να τρελλαθούμε’. Και έμειναν σιωπηλοί.

Τότε οι γυναίκες ράκσα ήρθαν μπροστά τους και τους είπαν: ‘Δεν έχουμε άντρα, μπορείτε να γίνετε άντρες μας; Στα σπίτια μας έχουμε ποτά, φαγητά, ρούχα, δώρα, κήπους και λίμνες’. Και κάθε μια από αυτές έφερε κι από έναν έμπορο στο σπίτι της.

Ανάμεσά τους ήταν και μια γυναίκα που την έλεγαν Τίγκαλαμ, που ήταν μεγάλη δασκάλα. Αυτή έφερε εμένα στο σπίτι της και μου πρόσφερε όμορφα φαγητά και ποτά. Έφαγα ώσπου χόρτασα και χάρηκα, αισθάνθηκα τόσο χαρούμενος όσο και τότε που ήμουν στους ανθρώπινους κόσμους. Έμεινα εκεί σαράντα δύο ημέρες και ξάφνου είδα ότι η ράκσα Τίγκαλαμ χαμογέλασε με μορφασμό. Άρχισα να υποψιάζομαι καθώς δεν είχα ξαναδεί κάτι τέτοιο. Κι έτσι όταν αυτή χαμογελούσε την ρώτησα: ‘Γιατί χαμογελάς έτσι’; Και αυτή είπε: ‘Η περιοχή Λιοντάρι είναι γη των γυναικών ράκσα και φοβάμαι ότι θα πρέπει να σκοτωθείς’. Την ρώτησα: ‘Γιατί το φοβάσαι αυτό’; Και η γυναίκα ράκσα είπε: ‘Μην πας προς τον νότο γιατί εκεί υπάρχει ένα σιδερένιο κάστρο που δεν έχει πουθενά πόρτα. Μέσα του είναι πολλοί έμποροι, και πολλοί από αυτούς έχουν ήδη φαγωθεί, μόνο τα κόκκαλά τους έχουν μείνει. Τώρα βλέπεις τους ζωντανούς και δεν με πιστεύεις – αν πας εκεί, τότε θα με πιστέψεις’.
Περίμενα μέχρι που η γυναίκα κοιμήθηκε και τα μεσάνυχτα πήγα προς τον νότο, με ένα σπαθί του φεγγαρόφωτος στο χέρι μου. Όταν έφτασα στο σιδερένιο κάστρο περπάτησα γύρω του  και το κοίταξα, αλλά δεν βρήκα πουθενά καμμιά πόρτα ή παράθυρο. Δίπλα του ήταν ένα δέντρο καμπάκα. Το σκαρφάλωσα και φώναξα με δύναμη. Οι έμποροι στο σιδερένιο κάστρο μου απάντησαν: ‘Άξιε μεγάλε δάσκαλε, έμπορε, ξέρεις ότι είμαστε φυλακισμένοι στο κάστρο από τις γυναίκες ράκσα; τρώνε εκατό από εμάς κάθε μέρα!’ και άρχισαν να μου περιγράφουν τα πράγματα με λεπτομέρειες. Ακούγοντας τα λόγια τους κατέβηκα από το δέντρο καμπάκα, πήρα πάλι τον δρόμο και γύρισα στο σπίτι της γυναίκας. Και αυτή με ρώτησε: ‘Άξιε μεγάλε δάσκαλε, έμπορε, είδες το σιδερένιο κάστρο που σου είπα; Πές μου ειλικρινά τώρα’ και της είπα: ‘Ναι το είδα’ και την ρώτησα: ‘Πώς μπορώ να φύγω από αυτό το μέρος’; Η γυναίκα ράκσα τότε μου είπε: ‘Υπάρχει ένας μεγαλειώδης τρόπος που μπορεί να σε κάνει να κερδίσεις ειρήνη και γαλήνη και να σε βγάλει από την περιοχή του Λιονταριού και να γυρίσεις στα νότια της Τζαμπουντβίπα’. Ακούγοντάς την, την ρώτησα ξανά: ‘Πώς μπορώ να φύγω απ’ αυτό το μέρος’; Και η ράκσα Τίγκαλαμ μου είπε: ‘Υπάρχει ένας άρυα Βασιλιάς Άλογο που μπορεί να σώσει και να μεταφέρει όλα τα πλάσματα’.

Μετά βρήκα μια ευκαιρία και πήγα εκεί που ήταν ο άγιος Βασιλιάς Άλογο. Εκείνη την ώρα έτρωγε άσπρα βότανα θεραπευτικά. Αφού έφαγε, κύλησε στην χρυσή άμμο και μετά στάθηκε, τίναξε την χαίτη του και είπε: ‘Ποιος θέλει να περάσει στην αντίπερα όχθη’; Ρώτησε τρεις φορές και μετά είπε: ‘Αυτός που θέλει, θα πρέπει να το πει ο ίδιος’. Και τότε είπα στον άγιο Βασιλιά Άλογο: ‘Εγώ θέλω να περάσω’. Αφού το είπα αυτό, επέστρεψα στο σπίτι της γυναίκας ράκσα και έπεσα για ύπνο. Κι όταν η γυναίκα ξύπνησε, μετανιωμένη με ρώτησε: ‘Έμπορε, δάσκαλε, γιατί είναι το σώμα σου τόσο κρύο’; Ήξερα ότι δεν ήθελε να με αφήσει να φύγω κι έτσι της είπα: ‘Ήμουν για λίγο έξω από την πόλη και μετά γύρισα, έτσι πάγωσε το σώμα μου’. Και η γυναίκα μου είπε: ‘τότε κοιμήσου’.

Κοιμήθηκα μέχρι που σηκώθηκε ο ήλιος  και μετά φώναξα στους εμπόρους: ‘Τώρα είναι η ώρα να φύγουμε από την πόλη’. Οι έμποροι βγήκαν όλοι απ’ την πόλη, μαζεύτηκαν σε ένα μέρος να ξεκουραστούν και είπαν μεταξύ τους: ‘Μεταξύ μας, ποιος είναι αυτός που τον αγαπά πιο πολύ η γυναίκα του; Πώς βλέπετε να πάνε τα πράγματα’; Και είπε κάποιος: ‘Εμένα μου ετοιμάζει όμορφα ποτά και φαγητά’. Άλλος είπε: ‘Εμένα μου δίνει ρούχα’. Και ένας άλλος είπε: ‘Εμένα μου δίνει στέμματα ουράνια, σκουλαρίκια, ρούχα’. Και άλλος είπε: ‘Εγώ μόνο δυσαρέσκεια βρήκα’. Ενώ άλλοι είπαν: ‘Εμένα μου δίνει αρώματα δράκου, μύρο και σανταλόξυλο’. Και αφού μίλησαν οι έμποροι, τους είπα: ‘Είστε σε κίνδυνο και θα έπρεπε να νοιάζεστε για την ελευθερία σας, πώς μπορείτε να έχετε προσκόλληση στις ράκσα’; Ακούγοντάς με οι έμποροι φοβήθηκαν. Με ρώτησαν: ‘Μεγάλε δάσκαλε, έμπορε, είναι αλήθεια’; Και τους είπα: ‘Η γη του Λιονταριού είναι γη γυναικών ράκσα. Δεν είναι άνθρωποι, αλλά ράκσα’. Και ορκίστηκα: ‘Οι Βούδδες, το ντάρμα και οι σάνγκα γνωρίζουν ότι είναι ράκσα’. Οι έμποροι μου είπαν τότε: ‘Με ποιόν τρόπο μπορούμε να βγούμε από αυτή την δυστυχία’; Και τους είπα: ‘Σε αυτή την γη του Λιονταριού υπάρχει ένας άγιος Βασιλιάς Άλογο που μπορεί να σώσει όλα τα πλάσματα. Αφού έφαγε τα άσπρα θεραπευτικά βότανα, κυλίστηκε στην χρυσή άμμο και μετά στάθηκε, τίναξε την χαίτη του και είπε τρεις φορές: Ποιος επιθυμεί να περάσει στην αντίπερα όχθη; Και τότε είπα εγώ στο Βασιλιά Άλογο ότι εγώ επιθυμώ να περάσω’. Οι έμποροι με ρώτησαν πάλι: ‘Άρα, ποια μέρα πρέπει να πάμε εκεί’; Και τους είπα: ‘Σε τρεις μέρες πρέπει να πάμε. Πρέπει να ετοιμάσουμε πράγματα και φαγητά’. Μετά την συζήτηση γυρίσαμε στην πόλη και στα σπίτια των ράκσα γυναικών.

Όταν η γυναίκα με είδε που επέστρεψα, με ρώτησε: ‘Είσαι κουρασμένος’; Εγώ την ρώτησα: ‘Δεν είδα ποτέ αυτούς τους όμορφους κήπους και τις λίμνες, υπάρχουν στ’ αλήθεια’; Η γυναίκα μου είπε: ‘Μεγάλε δάσκαλε, έμπορε, υπάρχουν πολλοί χαρούμενοι κήποι και λίμνες σε αυτή την γη’. Και της είπα: ‘Τότε σε παρακαλώ ετοίμασέ μου πράγματα και φαγητά γιατί θέλω να πάω ταξίδι σε αυτούς τους κήπους, τις λίμνες και τους βάλτους, για να δω τα όμορφα λουλούδια – κι όταν επιστρέψω σπίτι θα φέρω πολλά λουλούδια’. Η γυναίκα μου είπε: ‘Μεγάλε δάσκαλε, έμπορε, θα σου ετοιμάσω πράγματα και φαγητά’. Και σκεφτόμουν ‘αν η ράκσα ήξερε τι σχεδιάζω, σίγουρα θα με σκότωνε’. Και έμεινα σιωπηλός.

Η γυναίκα μου ετοίμασε όμορφα φαγητά και ποτά και μου έδωσε να φάω. Αφού έφαγα, αναστέναξα. Και με ρώτησε: ‘Μεγάλε δάσκαλε, έμπορε, γιατί αναστενάζεις έτσι’; Και είπα στην γυναίκα: ‘Ήμουν στην αρχή ένας άνθρωπος της νότιας Τζαμπουντβίπα. Μου λείπει η πατρίδα μου’. Η γυναίκα μου είπε: ‘Μεγάλε δάσκαλε, έμπορε, να  μην σου λείπει. Εδώ, στην γη του Λιονταριού υπάρχουν πολλά ποτά, φαγητά, ρούχα, δώρα, πολλοί όμορφοι κήποι και λίμνες και μπορείς να χαρείς μυριάδες χαρές εδώ – πώς γίνεται να σου λείπει η νότια Τζαμπουντβίπα’; Και δεν μίλησα.

Την δεύτερη μέρα, η γυναίκα μου ετοίμασε ποτά, φαγητά και πράγματα. Και οι άλλοι έμποροι ετοίμασαν κι αυτοί πράγματα και φαγητά και περίμεναν για την τρίτη μέρα.

Και την τρίτη μέρα όταν σηκώθηκε ο ήλιος, όλοι μαζί φύγαμε από την πόλη. Έξω από την πόλη, μιλήσαμε: ‘Πρέπει να φύγουμε γρήγορα και να μην γυρίσουμε πίσω στην γη του Λιονταριού’.

Με αυτά τα λόγια, οι έμποροι κι εγώ τρέξαμε γρήγορα προς τον άγιο Βασιλιά Άλογο. Φτάνοντας εκεί, είδαμε τον Βασιλιά Άλογο που έτρωγε χόρτα. Αφού έφαγε, σηκώθηκε και τίναξε την χαίτη του. Τότε όλη η γη του Λιονταριού σείστηκε. Και ρώτησε τρεις φορές: ‘Ποιος θέλει να περάσει στην αντίπερα όχθη’; Οι έμποροι είπαν: ‘Εμείς θέλουμε να περάσουμε’. Ο άγιος Βασιλιάς Άλογο τίναξε το σώμα του και είπε: ‘Όλοι σας θα πρέπει να περάσετε και να μην κοιτάξετε πίσω στην γη του Λιονταριού’. Και αφού είπε έτσι, ανέβηκα στην πλάτη του και μετά πίσω και οι πεντακόσιοι έμποροι.

Τότε οι γυναίκες στην γη του Λιονταριού ξάφνου άκουσαν ότι έφυγαν οι έμποροι και έβγαλαν ήχους που σπάραζαν την καρδιά, τρέχοντας να προλάβουν. Κλαίγοντας θλιβερά έτρεχαν πίσω από τους εμπόρους. Ακούγοντας τον ήχο τους, οι έμποροι γύρισαν να κοιτάξουν αλλά έτσι έπεσαν χάνοντας τις αισθήσεις τους. Έπεσαν στο νερό και τότε οι ράκσα τους πρόλαβαν και έφαγαν τις σάρκες τους. Κι έτσι μόνο ένας – εγώ – έφυγε προς τα νότια της Τζαμπουντβίπα.

Όταν έφτασε στην όχθη ο άγιος Βασιλιάς Άλογο, κατέβηκα από την πλάτη του, γύρισα τρεις φορές γύρω του και έφυγα. Και βρήκα τον δρόμο για το σπίτι μου. Περπάτησα και τελικά έφτασα σπίτι μου. Όταν με είδαν οι γονείς, με αγκάλιασαν με χαρά και έκλαψαν. Και απ’ αυτό, τα μάτια των γονιών μου που είχαν γίνει θολά επειδή έκλαιγαν συνέχεια για μένα, θεραπεύτηκαν και έγιναν λαμπερά όπως πριν. Τότε, όταν ενώθηκαν ξανά ο γιος και οι γονείς, τους είπα με λεπτομέρειες τα δύσκολα πράγματα που μου συνέβησαν από τότε που έφυγα. Αφού με άκουσαν, οι γονείς μου είπαν: ‘Μπορείς να σώσεις τη ζωή σου και να γυρίσεις με ασφάλεια, αυτό μας ησυχάζει και δεν ανησυχούμε άλλο. Δεν τους χρειαζόμαστε τους θησαυρούς που μας έφερες. Αφού ξέρουμε ότι δεν είσαι γέρος και αδύναμος, θα πρέπει να μας υποστηρίξεις και να μας βοηθήσεις. Εμείς θα πεθάνουμε και εσύ θα πρέπει να μας φροντίσεις και να μας θάψεις’. Οι γονείς μου αυτής της ζωής μου είπαν τα λόγια αυτά για να με ησυχάσουν. Εσύ που Σβήνεις τα Σκοτάδια, τότε που ήμουν μεγάλος έμπορος είχα ασχοληθεί με πράγματα επικίνδυνα και όλο ανησυχίες».

Τότε ο Βούδδας είπε στον μποντισάτβα που Σβήνει τα Σκοτάδια:
«Ο άγιος Βασιλιάς Άλογο τότε ήταν ο μποντισάτβα Αβαλοκιτεσβάρα ο ίδιος που με είχε σώσει από τον κίνδυνο και τον φόβο του θανάτου. Εσύ που Σβήνεις τα Σκοτάδια, τώρα δεν μπορώ να πω με λεπτομέρειες για τις αρετές και τις ωφέλειες του μποντισάτβα μαχασάτβα Αβαλοκιτεσβάρα, γι’ αυτό θα μιλήσω με λίγα λόγια για τις ωφέλειες και τις αρετές που έχουν οι πόροι του σώματός του.

Στο σώμα του μποντισάτβα Αβαλοκιτεσβάρα υπάρχει ένας πόρος μιας χρυσής τρίχας, μέσα στον οποίο υπάρχουν πάμπολλες εκατοντάδες χιλιάδων δεκάκις χιλιάδων γκαντάρβα. Αυτοί δεν υποφέρουν από την μετενσάρκωση και αντίθετα χαίρονται την υπέρτατη ευλογία. Τα ουράνια χαρακτηριστικά που έχουν αυτοί είναι απεριόριστα. Είναι ελεύθεροι στο νου τους από κακό, μίσος και ζήλεια, δεν έχουν απληστία, θυμό και άγνοια. Συνέχεια ασκούνται στο ευγενές οκταπλό μονοπάτι και πάντα χαίρονται με την χαρά του ντάρμα. Εσύ που Σβήνεις τα Σκοτάδια, σε αυτό τον πόρο της χρυσής τρίχας υπάρχει κι ένα φωτεινό πολύτιμο πετράδι που εκπληρώνει τις ευχές, και αυτό εκπληρώνει όλες τις ανάγκες των γκαντάρβα, ό,τι επιθυμήσουν. Έτσι είναι τα πράγματα μέσα στον πόρο του της χρυσής τρίχας.

Και μετά υπάρχει ένας πόρος μιας μαύρης τρίχας μέσα στην οποία υπάρχουν πάμπολλες εκατοντάδες χιλιάδες δεκάκις χιλιάδων ομάδες ομάδων αθάνατων με υπερφυσικές δυνάμεις. Μερικοί από αυτούς έχουν μία υπερφυσική δύναμη, κάποιοι έχουν δύο, άλλοι τρεις, τέσσερις ή πέντε υπερφυσικές δυνάμεις και μερικοί έχουν και τις έξι. Μέσα σε αυτό τον πόρο υπάρχει ένα ασημένιο έδαφος με ένα χρυσό βουνό πάνω του. Η κορυφή του βουνού είναι από ασήμι, ενώ το στολίζουν τριάντα επτά θησαυροί των λωτών της αγάπης. Μέσα στο βουνό βρίσκονται ογδόντα τέσσερις χιλιάδες αθάνατοι. Εκτός από το μέρος με αυτούς τους αθάνατους, υπάρχουν και μερικά δέντρα καλπατάρου με κόκκινους σκούρους κορμούς και χρυσά ή ασημένια κλαδιά και φύλλα. Τα δέντρα βγάζουν πολύτιμο φως.

Σε κάθε πλευρά του πόρου αυτού υπάρχουν λίμνες με τέσσερις θησαυρούς, γεμάτες με το νερό των οκτώ αρετών και ωφελειών. Μέσα στις λίμνες υπάρχουν όμορφα λουλούδια. Δίπλα στις όχθες της λίμνης υπάρχουν ουράνια όμορφα αρωματικά δέντρα και άλλα από σανταλόξυλο. Κι ακόμα είναι κι άλλα εξαίσια δέντρα καλπατάρου με υπέροχα ουράνια στέμματα και κοσμήματα πάνω τους, στολισμένα με εξαιρετικά όμορφα και ακριβά περιδέραια. Καμπάνες ακριβές, όμορφα στολίδια και ρούχα θεϊκά κρέμονται από πάνω τους. Και κάτω από τα δέντρα καλπατάρου βρίσκονται εκατό βασιλιάδες γκαντάρβα που παίζουν διάφορες μουσικές. Και κοπάδια από ελάφια και όμορφα πουλιά που μόλις ακούνε την μουσική σκέφτονται: ‘Τα πιο πολλά πλάσματα υποφέρουν από την  μετενσάρκωση – γιατί οι άνθρωποι στην νότια Τζαμπουντβίπα υποφέρουν από πληγές όπως η γέννηση, τα γηρατειά, ο θάνατος, ο χωρισμός από τα πρόσωπα και τα πράγματα που αγαπούν και όλα αυτά;’. Και τα πουλιά και τα ελάφια τότε σκέφτονται το όνομα του Βασιλικού Λόγου, του Εξαίσιου Θησαυρού της Μαχαγιάνα  και έτσι πολλά εξαίρετα νόστιμα φαγητά και ποτά, ουράνια θαυμάσια αρώματα, ρούχα και άλλα, εμφανίζονται και τα κάνουν να χαίρονται με ό,τι επιθυμούν».

Τότε ο μποντισάτβα που Σβήνει τα Σκοτάδια είπε στον Νικητή: «Αυτά που άκουσα είναι πραγματικά σπάνια, Νικητή».

Και ο Βούδδας είπε: «Τί σκέφτεσαι λοιπόν»;

Και ο μποντισάτβα είπε:
«Μόνο με την επίγνωση στο όνομα αυτού του Λόγου, τα πλάσματα αυτά μπορούν να έχουν τόσες ωφέλειες, ειρήνη και ευτυχία – Αν κάποιος μπορούσε να ακούσει αυτό τον Λόγο, να τον γράψει, να τον φυλάξει, να τον διαβάσει, να τον απαγγείλει, να του κάνει προσφορές και να τον τιμήσει, τότε αυτός θα ήταν πάντα σε ειρήνη και ευτυχία. Κι αν κάποιος έγραφε έστω και μια λέξη από αυτό τον Λόγο, τότε θα ελευθερωνόταν από τα δεινά της μετενσάρκωσης, δεν θα ξαναγεννιόταν ποτέ σε οικογένειες χαμηλής τάξης, όπως είναι οι χασάπηδες, οι σφαγείς και οι άλλοι. Το σώμα του εκεί που θα ξαναγγενιόταν δεν θα είχε πια αρρώστιες ή δυσχέρειες όπως η καμπούρα, τα στραβά πόδια ή χέρια, δεν θα ήταν κουτσός, δεν θα είχε άσχημο πρόσωπο ή όψη, ψώρα, λέπρα και άλλα τέτοια. Τα σώματα που θα είχε θα είχαν τέλεια όψη, με όλες τις δυνατότητες και με μεγάλη δύναμη. Και πόσες ακόμα αρετές και ωφέλειες δεν θα κερδίσουν αυτοί που φυλάνε, αυτοί που διαβάζουν ή απαγγέλουν, γράφουν, κάνουν προσφορές και τιμάνε αυτό τον Λόγο»!

Ο Νικητής τον επαίνεσε:
«Έξοχα, πράγματι έξοχα, εσύ που  Σβήνεις τα Σκοτάδια. Είσαι τόσο ενάρετος και γι’ αυτό μιλάς έτσι για το ντάρμα. Τώρα, σε αυτή τη σύναξη, οι πάμπολλες εκατοντάδες χιλιάδων δεκάκις χιλιάδων θεοί, δράκοι, γιάκσα, γκαντάρβα, ασούρα, γκαρούντα, κινάρα, μαχοράγκα, άνθρωποι και τα μη ανθρώπινα πλάσματα, οι ασκητές και οι ασκήτριες και όλοι οι άλλοι, άκουσαν το ντάρμα που είπες. Και είδαν και όλη αυτή την πύλη του ντάρμα, από τις ερωτήσεις που έκανες».

Τότε ο μποντισάτβα που Σβήνει τα Σκοτάδια είπε στον Νικητή:
«Νικητή, σε παρακαλώ συνέχισε να μας μιλάς για το θαυμάσιο ντάρμα και κάνε μας όλους σε αυτή τη σύναξη, θεούς, ανθρώπους και όλους, να βρούμε την απερίσπαστη πίστη».

Και τότε επαίνεσε ο Νικητής:
«Πράγματι έξοχα, έξοχα, ενάρετε άνθρωπε. Μπορείς να συνεχίσεις να ρωτάς έτσι, για τις αρετές και τις ωφέλειες που εκδηλώνονται μέσα στους πόρους του σώματος του Αβαλοκιτεσβάρα.

Εσύ που Σβήνεις τα Σκοτάδια, υπάρχει και ένας πόρος μιας τρίχας του εξαίσιου θησαυρού, που μέσα της υπάρχουν αρίθμητες εκατοντάδες χιλιάδες δεκάκις χιλιάδων ομάδες ομάδων από γυναίκες γκαντάρβα, με όμορφα πρόσωπα και όμορφη όψη, στολισμένες με πολλά στολίδια. Μοιάζουνε με ουράνιες θεές και απέχουν από τις πληγές της απληστίας, του θυμού και της άγνοιας και τα σώματά τους δεν υποφέρουν ούτε από την παραμικρή ανησυχία του ανθρώπινου κόσμου. Αυτές οι γκαντάρβα απαγγέλουν το όνομα του μποντισάτβα μαχασάτβα Αβαλοκιτεσβάρα στις τρεις περιόδους της μέρας και έτσι έχουν ό,τι χρειάζονται και επιθυμούν».

Ο μποντισάτβα που Σβήνει τα Σκοτάδια τότε είπε στον Βούδδα:
«Νικητή, εύχομαι να μπορώ να μπω στους πόρους των τριχών του, για να δω τα πράγματα εκεί μέσα».

Και ο Βούδδας είπε:
«Ενάρετε άντρα, οι πόροι του δεν έχουν σύνορα και δεν έχουν ούτε εμπόδια ούτε προβλήματα. Αν ο μποντισάτβα μαχασάτβα Σαμανταπάντρα μπει εκεί και περιπλανηθεί στους πόρους για δώδεκα χρόνια, και πάλι δεν θα μπορεί να φτάσει στο σύνορό τους. Μέσα σε κάθε έναν από αυτούς τους πόρους, βλέπει ότι υπάρχουν βούδδες που κατοικούν και δεν μπορεί να δει τα σύνορα και τις διαστάσεις των πόρων. Κι έτσι, πώς θα μπορούσαν οι άλλοι μποντισάτβα να δουν τα όριά τους»;

Ο μποντισάτβα που Σβήνει τα Σκοτάδια είπε στον Βούδδα:
«Νικητή, αν ο μποντισάτβα μαχασάτβα Σαμανταπάντρα περιπλανιέται μέσα σε έναν πόρο για δώδεκα χρόνια και ακόμα δεν μπορεί να βρει τα όριά του, και υπάρχουν και εκατό βούδδες μέσα σε κάθε έναν πόρο, τότε πώς θα μπορούσα εγώ να τα δω»;

Και ο Βούδδας είπε:
«Ενάρετε άντρα, δεν υπάρχει αλλού τόση ευαισθησία, τόσα θαύματα και γαλήνη. Ο μποντισάτβα που στ’ αλήθεια δεν έχει μορφή, εκδηλώνει το απέραντο σώμα με τα έντεκα πρόσωπα και τα εκατοντάδες χιλιάδες τέλεια και όμορφα μάτια. Έχει φτάσει στο στάδιο της σύμπτωσης που είναι κρυστάλλινο και ήρεμο. Είναι πραγματικά σοφός, ελεύθερος από την μετενσάρκωση και την επιβεβαίωση. Δεν βλέπει τα πλάσματα που σώζει με τρόπο που να διακρίνει το είδος τους. Είναι ελεύθερος από σοφία και ομιλία. Όλα τα φαινόμενα είναι σαν σκιές και ηχώ.

Ενάρετε άντρα, ο μποντισάτβα μαχασάτβα Αβαλοκιτεσβάρα είναι ελεύθερος από την όραση, την ακοή και από την προσωπική φύση, που ακόμη και οι Νικητές δεν μπορούν να διαβάσουν το νου του. Ο Σαμανταπάντρα και οι άλλοι μποντισάτβα που έχουν ικανότητες πέρα από κάθε φαντασία, κι αυτοί δεν γνωρίζουν όλες τις εκδηλώσεις και τις ενσαρκώσεις του Αβαλοκιτεσβάρα. Ο μποντισάτβα μαχασάτβα Αβαλοκιτεσβάρα εκδηλώνει μυριάδες πράγματα για να σώσει και να μεταφέρει τα πάμπολλες εκατοντάδες χιλιάδες ομάδες ομάδων πλάσματα, και να τα κάνει να γεννηθούν στην γη της υπέρτατης ευλογίας, να δουν τον Νικητή της Απέραντης ζωής, να ακούσουν την ουσία του ντάρμα και να φτάσουν στην φώτιση».

Ο μποντισάτβα που Σβήνει τα Σκοτάδια είπε τότε στον Νικητή:
«Αναρωτιέμαι, με ποιόν τρόπο θα μπορούσα να δω τον μποντισάτβα μαχασάτβα Αβαλοκιτεσβάρα»;

Και ο Βούδδας είπε:
«Ενάρετε άντρα, ο μποντισάτβα θα έρθει στον κόσμο του Σάχα σίγουρα για να με δει, να με τιμήσει και να μου φέρει προσφορές».

Και ο μποντισάτβα που Σβήνει τα Σκοτάδια είπε τότε:
«Νικητή, ξέρεις πότε θα έρθει ο μποντισάτβα μαχασάτβα Αβαλοκιτεσβάρα»;

Είπε ο Βούδδας:
«Ενάρετε άντρα, όταν ωριμάσουν οι ρίζες των πλασμάτων στον κόσμο αυτό, τότε θα έρθει εδώ».

Και τότε ο μποντισάτβα που Σβήνει τα Σκοτάδια έβαλε το χέρι του στο στήθος και σκέφτηκε: «Έχω τόσα αμαρτήματα και εμπόδια που, παρ’ όλο που η ζωή μου είναι μεγάλη, δεν έχω την αρετή να δω τον μποντισάτβα Αβαλοκιτεσβάρα και να τον τιμήσω με σεβασμό; Είμαι σαν τυφλός που περπατάει στον δρόμο».
Και ρώτησε ξανά τον Βούδδα: «Νικητή, πότε ακριβώς θα έρθει ο μποντισάτβα μαχασάτβα Αβαλοκιτεσβάρα»;

Και ο Βούδδας χαμογέλασε και είπε:
«Ενάρετε άντρα, είναι ατέλειωτος ο χρόνος του ερχομού του.
Στο σώμα του μποντισάτβα υπάρχει κι ένας πόρος μιας τρίχας που λέγεται πηγή της γλυκειάς δροσιάς. Εκεί ζουν πολλές εκατοντάδες χιλιάδες δεκάκις χιλιάδων ομάδες ομάδων από ουράνιους που έχουν φτάσει στο πρώτο μπούμι, στο δεύτερο και είναι μέχρι και στο στάδιο των μποντισάτβα μαχασάτβα του δέκατου μπούμι. Εσύ που Σβήνεις τα Σκοτάδια, μέσα στον πόρο Πηγή της γλυκειάς δροσιάς υπάρχουν εξήντα πολύτιμα βουνά από χρυσό κι ασήμι. Το κάθε ένα από αυτά είναι 60 χιλιάδες γιοτζάνα ύψος και έχει ενενήντα εννέα κορυφές, είναι στολισμένα με όμορφο ουράνιο χρυσάφι και θησαυρούς τριγύρω. Και εκεί μένουν πολλοί μποντισάτβα που θα γίνουν σε επόμενες ζωές τους Βούδδες.

Κι ακόμα, πολλές εκατοντάδες χιλιάδες δεκάκις χιλιάδων ομάδες ομάδων γκαντάρβα που συνέχεια παίζουν μουσική μέσα σ’ αυτό τον πόρο.

Εσύ που Σβήνεις τα Σκοτάδια, μέσα στον πόρο Πηγή της γλυκειάς δροσιάς, είναι και εκατοντάδες χιλιάδες δεκάκις χιλιάδων ομάδες ομάδων παλάτια, στολισμένα με ουράνιους θαυμάσιους θησαυρους από μάνι και στολισμένα με μυριάδες πέρλες και περιδέραια. Όποιοι τα βλέπουν αυτά αισθάνονται γαλήνη. Μέσα στα παλάτια ζουν μποντισάτβα που μιλούν γλυκά για το θαυμάσιο ντάρμα και μετά βγαίνουν από τα παλάτια και περπατούν τριγύρω. Στα μονοπάτια υπάρχουν εβδομήντα επτά λίμνες με το νερό των οκτώ αρετών και ωφελειών. Μέσα τους υπάρχουν πολλά λουλούδια, όπως ούτπαλα, λωτοί, κουμούντα, πουνταρίκα, τσογκαντάκα, μαντάρα και μαχαμαντάρα. Και στους δρόμους υπάρχουν και δέντρα καλπατάρου με χρυσά κι ασημένια φύλλα, στολισμένα με ουράνια στέμματα, κοσμήματα, σπάνια πετράδια, περιδέραια και άλλους πολλούς θησαυρούς που κρέμονται πάνω τους. Κι αφού περπατούν τριγύρω, αυτοί οι μποντισάτβα το βράδυ απαγγέλουν ντάρμα της μαχαγιάνα, στοχάζονται στο στάδιο του ακίνητου διαλογισμού και στις χαμηλές επαναγεννήσεις στις κολάσεις, στα πεινασμένα φαντάσματα και όλα αυτά. Κι έχοντας στοχαστεί, μετά εισέρχονται στο σαμάντι που ελεεί την καρδιά. Εσύ που Σβήνεις τα Σκοτάδια, τέτοιοι μποντισάτβα ζουν μέσα σ’ αυτό τον πόρο.

Κι ακόμα υπάρχει ένας πόρος μιας τρίχας που λέγεται Διαμαντένιο πρόσωπο και μέσα εκεί υπάρχουν εκατοντάδες χιλιάδες δεκάκις χιλιάδων κινάρας. Αυτοί στολίζονται με πολλές γιρλάντες λουλουδιών παντού στο σώμα τους και φορούν όμορφα αρώματα κι όποιος τους δει αισθάνεται χαρά. Έχουν συνέχεια επίγνωση όλων των Φωτισμένων, του ντάρμα και της σάνγκα, έχουν φτάσει στην αδιάσειστη πίστη και μένουν ακλόνητοι στο ντάρμα, στην αυτοσυγκράτηση και στο έλεος. Στοχάζονται με διαλογισμό και απέχουν από την μετενσάρκωση. Και  με τέτοιο τρόπο, αυτοί οι κινάρα αισθάνονται χαρά στην καρδιά τους. Μέσα σε αυτό τον πόρο υπάρχουν και άπειρα βουνά που μέσα τους υπάρχουν διαμαντένιες σπηλιές, χρυσές, ασημένιες, κρυστάλλινες, σπηλιές στο χρώμα των λωτών και πράσινες σπηλιές. Και υπάρχουν και άλλες σπηλιές που έχουν τους επτά θησαυρούς. Τέτοιες εκδηλώσεις υπάρχουν ενάρετε άντρα μέσα σ’ αυτό τον πόρο της τρίχας αυτής.

Και υπάρχουν μέσα εκεί και αρίθμητα δέντρα καλπατάρου, άλλα μεγάλα δέντρα σανταλόξυλου και όμορφα αρωματικά. Μέσα εκεί υπάρχουν και άπειρες λίμνες, εκατοντάδες χιλιάδες δεκάκις χιλιάδων ουράνια ακριβά παλάτια και τα αγνά και καθαρά κι ευχάριστα παλάτια που στολίζονται με κρύσταλλο. Αυτά είναι τα παλάτια που μένουν και ξεκουράζονται οι κινάρα. Κι αφού ξεκουραστούν, μιλούν γλυκά για το θαυμάσιο ντάρμα, όπως είναι το ντάρμα της παραμίτα της γενναιοδωρίας, των όρκων, της αυτοσυγκράτησης, της επιμέλειας, της ντυάνα και της Πράζνα παραμίτα. Κι αφού μιλήσουν για τις έξι παραμίτα, περπατούν τριγύρω. Εκεί υπάρχουν δρόμοι χρυσοί και ασημένιοι και τριγύρω δέντρα καλπατάρου με φύλλα χρυσά κι ασημένια, στολισμένα με διάφορα ουράνια στολίδια, πολύτιμα στέμματα, κοσμήματα, ακριβές καμπάνες και περιδέραια που κρέμονται πάνω τους.

Στους δρόμους υπάρχουν και τα μονοπάτια που περπατούν οι κινάρα και στοχάζονται στα δεινά των πλασμάτων που υποτάσσονται στην επανάληψη της γέννησης, των γηρατειών, της αρρώστιας και του θανάτου, στα δεινά της φτώχειας, του χωρισμού από τα πρόσωπα και πράγματα που αγαπούν, τα δεινά της συναναστροφής με πρόσωπα και πράγματα που δεν αγαπούν, τα δεινά του  να μην μπορούν να αποκτήσουν αυτά που επιθυμούν, τα δεινά της πτώσης στην κόλαση με τις βελόνες που τρυπούν, την κόλαση με τα μαύρα σκοινιά, την μεγάλη κόλαση που καταπίνουν δηλητήριο, την εξαιρετικά καυτή κόλαση, την κόλαση  με τις φωτιές, και τα δεινά της πτώσης στην γέννηση των πεινασμένων φαντασμάτων και όλα τα άλλα. Αυτοί οι κινάρα στοχάζονται στις μεγάλες πληγές που υποφέρουν τα πλάσματα. Κι ακόμα, ενάρετε άντρα, οι κινάρα αυτοί χαίρονται το εξαίρετο βαθύ ντάρμα, στοχάζονται πάνω στο αληθινό βασίλειο της τέλειας γαλήνης – της παρινιρβάνα, και έχουν συνέχεια επίγνωση του ονόματος του μποντισάτβα μαχασάτβα Αβαλοκιτεσβάρα. Και από την επίγνωση αυτή απαγγέλουν το όνομά του συνέχεια και κερδίζουν αμέσως ό,τι επιθυμούν.

Ενάρετε άντρα, ακόμα και το όνομα του μποντισάτβα μαχασάτβα Αβαλοκιτεσβάρα είναι δύσκολο να υπολογιστεί. Και γιατί; Είναι γιατί σαν καλός γονιός ευεργετεί όλα τα πλάσματα – δίνει αφοβιά στα φοβισμένα πλάσματα και γίνεται καλός φίλος για όλα για να τα φωτίσει και να τα οδηγήσει.

Ενάρετε άντρα, ο μποντισάτβα μαχασάτβα Αβαλοκιτεσβάρα έχει ένα νταράνι της μεγάλης φώτισης, με έξι λέξεις, που είναι δύσκολο κι αυτό να το υπολογίσεις. Αν κάποιος μπορεί να το απαγγείλει και να έχει επίγνωση του ονόματός του, τότε θα γεννηθεί σε έναν από τους πόρους του σώματος του μποντισάτβα αντί να ξαναπέσει στις επαναγεννήσεις και όταν θα φύγει από τον πόρο αυτό και πάλι θα μεταφερθεί σε άλλον πόρο και θα ζήσει εκεί. Και θα ζει έτσι μέχρι να φτάσει στην τέλεια γαλήνη».

Τότε ο μποντισάτβα που Σβήνει τα Σκοτάδια ρώτησε τον Νικητή:
«Νικητή, πώς κερδίζεται αυτό το νταράνι της μεγάλης φώτισης με τις έξι λέξεις»;

Και ο Βούδδας είπε:
«Ενάρετε άντρα, αυτό το νταράνι της μεγάλης φώτισης με τις έξι λέξεις είναι δύσκολο να το μετρήσεις – ακόμη κι οι Νικητές δεν ξέρουν πώς κερδίζεται. Πώς θα μπορούσαν να ξέρουν λοιπόν οι μποντισάτβα που είναι ακόμα στο στάδιο της Αιτίας»;

Ο μποντισάτβα που Σβήνει τα Σκοτάδια, είπε:
«Και πώς δεν μπορούν να ξέρουν για ένα τέτοιο νταράνι οι Βούδδες, οι Νικητές, οι Αρχάτ, οι Σαμυακσαμπούντα»;

Και ο Βούδδας είπε:
«Ενάρετε άντρα, το νταράνι της μεγάλης φώτισης με τις έξι λέξεις είναι η γλυκειά και θαυμάσια ουσία της καρδιάς του μποντισάτβα μαχασάτβα Αβαλοκιτεσβάρα – αν κάποιος γνωρίζει αυτή την γλυκειά και θαυμάσια ουσία της καρδιάς, είναι σαν να γνωρίζει την απελευθέρωση».

Τότε ο μποντισάτβα που Σβήνει τα Σκοτάδια ρώτησε τον Βούδδα:
«Νικητή, υπάρχουν πλάσματα που μπορούν να μάθουν αυτό το νταράνι»;

Και ο Βούδδας είπε:
«Κανείς δεν μπορεί να το ξέρει. Ενάρετε άντρα, ακόμη και οι αρίθμητοι Νικητές πολύ λίγο το ξέρουν – πώς θα μπορούσαν λοιπόν να ξέρουν οι μποντισάτβα αυτή την γλυκειά και θαυμάσια ουσία της καρδιάς του μποντισάτβα μαχασάτβα Αβαλοκιτεσβάρα; Βρέθηκα σε πολλούς κόσμους σε όλες τις κατευθύνσεις και κανείς δεν γνώριζε το νταράνι της μεγάλης φώτισης με τις έξι λέξεις.
Αν κάποιος το δεχτεί και το φυλάξει, όποτε θα το απαγγέλει, Νικητές όσοι και η άμμος του Γάγγη επί ενενήντα εννέα φορές συνάζονται και μποντισάτβα τόσοι όσα και τα άτομα στο σύμπαν συνάζονται κι αυτοί και τριάντα δύο θεοί έρχονται κι αυτοί, και οι τέσσερις ουράνιοι φύλακες βασιλιάδες από τις τέσσερις κατευθύνσεις έρχονται γι’ αυτόν που απαγγέλει. Αρίθμητες εκατοντάδες χιλιάδες δεκάκις χιλιάδων ομάδες ομάδων βασιλιάδων δράκων όπως ο Σάγκαρα, αυτός που Απέχει από την φωτιά, ο Τετσάγκα, ο Βασούκι και οι άλλοι, έρχονται κι αυτοί και προστατεύουν αυτόν που απαγγέλει. Και οι γιάκσα μέσα στην γη, οι θεότητες του διαστήματος και οι άλλοι, κι αυτοί τον προστατεύουν.

Ενάρετε άντρα, οι ομάδες όλες των Νικητών που κατοικούν στους πόρους του σώματος του μποντισάτβα Αβαλοκιτεσβάρα θα επαινέσουν αυτόν τον άνθρωπο έτσι: ‘Πράγματι εξαίρετα, εξαίρετα, ενάρετε άνθρωπε που μπορείς να κερδίσεις αυτόν τον θησαυρό μάνι που εκπληρώνει τις ευχές, και οι επτά γενιές απογόνων σου θα φτάσουν στην απελευθέρωση’. Για τον άνθρωπο που θα κρατά αυτό το νταράνι, ακόμη και τα ζωύφια όλα μέσα στο στομάχι θα φτάσουν στο στάδιο των μποντισάτβα χωρίς επιστροφή. Αν κάποιος φορέσει αυτό το νταράνι της μεγάλης φώτισης με τις έξι λέξεις στο σώμα ή στον λαιμό του, ενάρετε άντρα, τότε για αυτούς που θα τον βλέπουν θα είναι σαν να βλέπουν το διαμαντένιο σώμα, σαν να βλέπουν την σαρίρα και την στούπα, και σαν να βλέπουν τον Νικητή, σαν να βλέπουν τον άνθρωπο που έχει τις απειράριθμες σοφίες. Αν κάποιος άνθρωπος άντρας ή γυναίκα μπορεί να έχει επίγνωση αυτού του νταράνι της μεγάλης φώτισης με τις έξι λέξεις σύμφωνα με το ντάρμα, τότε αυτός ο άνθρωπος θα φτάσει στην απεριόριστη δυνατότητα του λόγου, θα κερδίσει καθαρή σοφία και μεγάλο έλεος και συμπάθεια. Αυτός ο άνθρωπος κάθε μέρα θα μπορεί να εκπληρώνει τέλεια τις ωφέλειες και τις αρετές των έξι παραμίτα. Αυτός ο άνθρωπος θα κερδίσει την τέλεια έγχυση από τον ουράνιο τροχό – την αμπισέκα. Όταν η εκπνοή του θα βγαίνει από το στόμα του και θα αγγίζει το σώμα άλλου ανθρώπου, αυτός ο δεύτερος θα γεννά έλεος και θα ελευθερώνεται από το δηλητήριο του θυμού, θα γίνεται μποντισάτβα χωρίς γυρισμό, και θα φτάνει στο Ανουτάρα σαμυακσαμπόντι γρήγορα. Αν ο άνθρωπος που φορά και κρατά αυτό το νταράνι αγγίξει τα σώματα άλλων με το χέρι του, τότε αυτοί που θα αγγίζει θα φτάνουν γρήγορα στο στάδιο του μποντισάτβα. Αν ο άνθρωπος που φορά και κρατά αυτό το νταράνι κοιτάξει άλλους άντρες, γυναίκες, αγόρια, κορίτσια  και άλλα πλάσματα άλλων μορφών, αυτοί θα φτάσουν γρήγορα στο στάδιο του μποντισάτβα. Αυτός ο άνθρωπος δεν θα υποφέρει ποτέ από τις πληγές της γέννησης, των γηρατειών, της ασθένειας, του θανάτου ή του χωρισμού από τα πρόσωπα και πράγματα που αγαπά, και θα κερδίσει με την επίγνωση και την απαγγελία του κι άλλα πράγματα πέρα από κάθε φαντασία. Αυτά είναι τα χαρακτηριστικά του νταράνι της μεγάλης φώτισης με τις έξι λέξεις».

Τότε ο μποντισάτβα που Σβήνει τα Σκοτάδια είπε στον Βούδδα:
«Νικητή, πώς μπορώ να βρω αυτό το νταράνι της μεγάλης φώτισης με τις έξι λέξεις; Ο κάθε ένας που το έχει θα βρει πάμπολλα ντυάνα και σαμάντι. Έχοντας το νταράνι αυτό είναι σαν να έχεις επιτύχει το Ανουτάρα σαμυακσαμπόντι. Σε οδηγεί στην πόρτα της ελευθερίας και αποκαλύπτει το στάδιο της νιρβάνα. Εξαφανίζει την απληστία, τον θυμό και την άγνοια για πάντα και τελειοποιεί του καθενός το ντάρμα. Σταματά τις μετενσαρκώσεις στα πέντε κάρμα και καθαρίζει τις κολάσεις. Σταματά τις πληγές όλες και σώζει όλα τα ζώα. Η τέλεια ουσία του ντάρμα δεν μπορεί να εξηγηθεί καθαρά ακόμη και με την παγκόσμια σοφία. Νικητή, το χρειάζομαι αυτό το νταράνι της μεγάλης φώτισης με τις έξι λέξεις. Για να αποκτήσω το νταράνι αυτό μπορώ να γεμίσω τα τέσσερα τέταρτα της επικράτειας με θησαυρούς και να τα προσφέρω όλα, μόνο για να μπορώ να το γράψω. Νικητή, αν δεν υπάρχει αρκετό μελάνι, χαρτί ή πένα, θα τρυπήσω το σώμα μου για να μπορώ να γράψω με το αίμα μου για μελάνι - μπορώ να γδάρω το δέρμα μου για να να το έχω για χαρτί και να σπάσω το κόκκαλό μου για να το έχω για πένα. Νικητή, δεν θα τσιγκουνευτώ και δεν θα μετανιώσω ποτέ γι’ αυτό – σέβομαι το νταράνι αυτό σαν να είναι ο γονιός μου ο ίδιος».

Τότε ο Βούδδας είπε στον μποντισάτβα που Σβήνει τα Σκοτάδια:
«Ενάρετε άντρα, θυμάμαι παλιά ότι για αυτό το νταράνι της μεγάλης φώτισης με τις έξι λέξεις πήγα σε πολλούς κόσμους, όσα και τα άτομα στο σύμπαν και ότι είχα προσφέρει αμέτρητες εκατοντάδες χιλιάδες εκατομμύρια ομάδες ομάδων πράγματα στους Νικητές. Αλλά ποτέ δεν είχα καταφέρει να ακούσω αυτό το νταράνι σε κανέναν κόσμο αυτών των Νικητών. Και μετά, ήταν ένας Βούδδας που λεγόταν Ρατνοτάμα – ο Υπέρτατος Θησαυρός, αυτός που ήρθε, που αξίζει προσφορές, αυτός με την σωστή διαπεραστική γνώση, αυτός με την τέλεια καθαρότητα και άσκηση, αυτός που πέρασε αντίπερα, ο γνώστης του κόσμου, ο ανυπέρβλητος, ο ήρωας που δάμασε και υπέταξε, ο δάσκαλος των θεών και των ανθρώπων, ο Βούδδας, ο τιμημένος του κόσμου.

Τότε, έκλαψα με θλίψη μπροστά σ’ αυτόν τον Βούδδα. Αυτός ο Νικητής, ο Αρχάτ, ο Σαμυακσαμπούντα μου είπε: ‘Ενάρετε άντρα, μην κλαις με τόση θλίψη. Πρέπει να πας εκεί, να πας στον κόσμο του Νικητή του Υπέρτατου Λωτού, του Αρχάτ, του Σαμυακσαμπούντα. Αυτός ο Βούδδας γνωρίζει το νταράνι της μεγάλης φώτισης με τις έξι λέξεις’.

Ενάρετε άντρα, τότε χαιρέτησα τον Νικητή Υπέρτατο Θησαυρό, έφυγα από τον κόσμο του και πήγα στο βουδδικό πεδίο του Παντμοτάμα – του Υπέρτατου Λωτού, του Νικητή. Φτάνοντας εκεί, γονάτισα στα πόδια του Βούδδα με τις παλάμες ενωμένες και είπα: ‘Νικητή, δώσε μου σε παρακαλώ το νταράνι της μεγάλης φώτισης με τις έξι λέξεις, που είναι ο βασιλιάς των αληθινών λόγων, και που μόνο έχοντας επίγνωση του ονόματός του κάποιος μπορεί να σβήσει τα αμαρτήματα και την φθορά και να φτάσει γρήγορα στην φώτιση. Κουράστηκα γιατί πέρασα κόσμους πολλούς, αλλά δεν μπόρεσα να το βρω, και τελικά ήρθα εδώ’.

Τότε ο Νικητής Υπέρτατος Λωτός μου είπε για τις αρετές και τις ωφέλειες αυτού του νταράνι της μεγάλης φώτισης με τις έξι λέξεις: ‘Ενάρετε άντρα, μπορώ να μετρήσω τον αριθμό όλων των ατόμων στο σύμπαν, αλλά αν κάποιος τραγουδήσει αυτό το νταράνι της μεγάλης φώτισης με τις έξι λέξεις έστω και μόνο μια φορά, δεν θα μπορώ να μετρήσω το μέγεθος της αρετής και της ωφέλειας που θα κερδίσει.

Και με ένα άλλο παράδειγμα, μπορώ να μετρήσω την άμμο των μεγάλων ωκεανών κόκκο προς κόκκο, αλλά αν κάποιος τραγουδήσει το νταράνι της μεγάλης φώτισης με τις έξι λέξεις μία φορά, δεν θα μπορώ να μετρήσω το μέγεθος της αρετής και της ωφέλειας που θα κερδίσει.

Και ένα άλλο παράδειγμα. Φαντάσου μια αποθήκη φτιαγμένη από ουράνια πλάσματα, που φτάνει σε πλάτος, βάθος και ύψος ίσαμε χίλια γιοτζάνα, γεμάτη με σιναπόσπορο, τόσο που να μην έχει χώρο ούτε για μια βελόνα. Ο φύλακας της αποθήκης δεν θα γεράσει και δεν θα πεθάνει ποτέ, και πετά έναν σιναπόσπορο απ’ έξω, κάθε εκατό κάλπα. Με τον τρόπο αυτό πετάει όλους τους σπόρους από την αποθήκη. Μπορώ να μετρήσω πόσο θα χρειαστεί για να τους πετάξει όλους, αλλά αν κάποιος τραγουδήσει το νταράνι της μεγάλης φώτισης με τις έξι λέξεις μία φορά, δεν θα μπορώ να μετρήσω την αρετή και την ωφέλεια που θα κερδίσει.

Και ένα άλλο παράδειγμα, ενάρετε άντρα, υπάρχουν πολλές σοδειές, σιτάρι και άλλα τέτοια φυτεμένα στις τέσσερις κατευθύνσεις και ένας δράκος φέρνει βροχή και όλα τα φυτά ωριμάζουν. Οι άνθρωποι θερίζουν την σοδειά και παίρνουν τους καρπούς και τους σκορπίζουν στην νότια Τζαμπουντβίπα. Μπορώ να μετρήσω τους καρπούς έναν προς έναν, αλλά αν κάποιος τραγουδήσει το νταράνι της μεγάλης φώτισης με τις έξι λέξεις δεν θα μπορώ να μετρήσω το μέγεθος της αρετής και της ωφέλειας που θα κερδίσει. Ενάρετε άντρα, στην νότια Τζαμπουντβίπα όλοι οι μεγάλοι ποταμοί που κυλούν μέρα και νύχτα είναι οι Σίντο, Κίγκα, Γιαμούνα, Βάτσου, Σιανταρούνρα, Καντάναμπάγκα, Αχραβάντι, Σουμαγκάτα, Σιμαχαγκαρασουνάλι και άλλοι. Τα ποτάμια αυτά μαζί με τους πεντακόσιους παραπόταμούς τους κυλούν στους ωκεανούς μέρα και νύχτα. Μπορώ να μετρήσω τις σταγόνες του νερού όλων αυτών των ποταμών μία προς μία, αλλά αν κάποιος τραγουδήσει το νταράνι της μεγάλης φώτισης με τις έξι λέξεις μία φορά, δεν θα μπορώ να μετρήσω το μέγεθος της αρετής και της ωφέλειας που θα κερδίσει.

Και ένα άλλο παράδειγμα: Από όλα τα τετράποδα πλάσματα στα τέσσερα τέταρτα της επικράτειας, λιοντάρια, ελέφαντες, άλογα, γιακ, βούβαλους, τίγρεις, λύκους, πιθήκους, ελάφια, κατσίκια, πρόβατα, τσακάλια, λαγούς και όλα τα άλλα, μπορώ να μετρήσω τις τρίχες από το σώμα τους μία προς μία, αλλά αν κάποιος τραγουδήσει το νταράνι της μεγάλης φώτισης με τις έξι λέξεις μία φορά, δεν θα μπορώ να μετρήσω το μέγεθος της αρετής και της ωφέλειας που θα κερδίσει.

Και ένα άλλο παράδειγμα: Φαντάσου ότι υπάρχει ένα βουνό τεράστιο, το Βατζρανγκούσα, που έχει ύψος ενενήντα εννέα γιοτζάνα, βάθος ογδόντα τέσσερις χιλιάδες γιοτζάνα, μήκος ογδόντα τέσσερις χιλιάδες γιοτζάνα και άλλα ογδόντα τέσσερις χιλιάδες γιοτζάνα στο ανάμεσο. Και ένας άνθρωπος που δεν θα πεθάνει και δεν θα γεράσει ποτέ πρέπει να ξοδέψει ένα κάλπα για να κάνει έναν γύρο, γύρω από το βουνό. Για το βουνό αυτό μπορώ να χρησιμοποιήσω ένα ρούχο καυσίκα –εξαιρετικά λεπτό ουράνιο ρούχο -  για να το σκουπίσω, αλλά και πάλι δεν θα μπορέσω να πώ ποιό θα είναι το μέγεθος των αρετών και ωφελειών που θα κερδίσει αυτός που θα τραγουδήσει μία φορά το νταράνι της μεγάλης φώτισης με τις έξι λέξεις.

Και με ένα άλλο παράδειγμα: Φαντάσου ότι υπάρχει ένας τεράστιος ωκεανός βάθους ογδόντα τεσσάρων χιλιάδων γιοτζάνα και με επιφάνεια απέραντη. Μπορώ να βυθίζω μια τρίχα σε αυτό τον ωκεανό συνέχεια για να σηκώσω όλο το νερό, αλλά και πάλι ενάρετε άντρα δεν θα μπορώ να πω πόσες αρετές και ωφέλειες θα κερδίσει αυτός που θα τραγουδήσει μία φορά το νταράνι της μεγάλης φώτισης με τις έξι λέξεις.

Και άλλο ένα παράδειγμα: Μπορώ να μετρήσω όλα τα φύλλα του μεγάλου δάσους Σρίσα ένα προς ένα, αλλά αν κάποιος τραγουδήσει το νταράνι της μεγάλης φώτισης μία φορά δεν μπορώ να πω πόσες ωφέλειες και αρετές θα κερδίσει.

Ενάρετε άντρα, κι άλλο ένα παράδειγμα θα σου πω: Αν όλοι οι άντρες, οι γυναίκες και τα παιδιά στα τέσσερα τέταρτα γίνουν μποντισάτβα και φτάσουν στο έβδομο στάδιο, τότε το σύνολο της αρετής τους θα είναι όμοιο με αυτό που θα κερδίσει αυτός που θα τραγουδήσει μία φορά το νταράνι της μεγάλης φώτισης με τις έξι λέξεις.

Και ένα άλλο παράδειγμα: Αν βρέχει για μέρες και νύχτες, για ένα κάλπα συνέχεια, μπορώ να μετρήσω τις σταγόνες της βροχής μία προς μία, αλλά αν κάποιος τραγουδήσει μία φορά το νταράνι της μεγάλης φώτισης με τις έξι λέξεις, ο αριθμός των αρετών και ωφελειών που θα κερδίσει θα είναι πολύ μεγαλύτερος.

Και ένα άλλο παράδειγμα: Αν ένα δισεκατομμύριο Νικητές μείνουν στο ίδιο σημείο και κάθε άνθρωπος τους προσφέρει ρούχα, ποτά, φαγητά, καθίσματα, κρεββάτια, σούπες, φάρμακα και όλα τα καλά, με τον τρόπο αυτό οι Νικητές θα μετρήσουν την αρετή και την ωφέλεια από το νταράνι της μεγάλης φώτισης με τις έξι λέξεις, όλοι μαζί, για ένα ουράνιο κάλπα, αλλά και πάλι το σύνολο δεν θα το βρουν.

Και επίσης δεν είναι μόνο τώρα που είμαι σε αυτό τον κόσμο που δεν μπορώ να το βρω, αλλά ούτε και όταν εισέρχομαι στο σαμάντι. Ενάρετε άντρα, το ντάρμα αυτό είναι γλυκό και θαυμαστό, και αντιστοιχεί σε όλες τις πρωταρχικές ασκήσεις, στους αναλυτικούς διαλογισμούς και στην σοφία. Θα κερδίσεις αυτό το γλυκό και θαυμαστό ντάρμα της καρδιάς στο μέλλον. Ο μποντισάτβα Αβαλοκιτεσβάρα είναι ο κύριος αυτού του νταράνι.

Ενάρετε άντρα, στο παρελθόν, μετά τις πρωταρχικές ασκήσεις, βρέθηκα σε αμέτρητες εκατοντάδες χιλιάδες εκατομμύρια ομάδες ομάδων κόσμους και τελικά έφτασα στον κόσμο του Νικητή της Απέραντης Ζωής, του Αμιτάγιους του Νικητή. Και για το ντάρμα αυτό ένωσα τις παλάμες μου και δάκρυσα και έκλαψα μπροστά του.

Και τότε, επειδή ο Νικητής της Απέραντης ζωής γνωρίζει το παρελθόν μου και το μέλλον μου, μου είπε: ‘Ενάρετε άντρα, χρειάζεσαι την γιόγκα της άσκησης και του διαλογισμού του βασιλιά της φώτισης με τις έξι λέξεις’; Και του απάντησα: ‘Ναι, το χρειάζομαι αυτό το ντάρμα, Νικητή. Χρειάζομαι αυτό το ντάρμα, Ευλογημένε. Το χρειάζομαι όπως ο διψασμένος το νερό. Νικητή, για να ακούσω αυτό το νταράνι βρέθηκα σε αμέτρητους κόσμους, πρόσφερα αρίθμητες εκατοντάδες χιλιάδες εκατομμύρια ομάδες ομάδων πράγματα στους Νικητές και πάλι δεν το κέρδισα. Νικητή, παρακαλώ γιάτρεψε την ανοησία μου, και σαν να κάνεις πλούσιο έναν φτωχό άνθρωπο παρακαλώ δείξε μου τον σωστό δρόμο, σαν σε άνθρωπο που χάθηκε, σαν να φυτεύεις δέντρα σάλα δίπλα στην λεωφόρο για να γίνουν καταφύγιο απ’ τον ήλιο. Νικητή, διψάω για αυτό το ντάρμα, σε παρακαλώ να με διδάξεις και να με αφήσεις να μπω στην απόλυτη φώτιση και να φορέσω την αρματωσιά του βάτζρα’.

Και τότε ο Νικητής της Απέραντης Ζωής, ο Αρχάτ, ο Σαμυακσαμπούντα είπε στον μποντισάτβα Αβαλοκιτεσβάρα με την φωνή αηδονιού: ‘Ενάρετε άνθρωπε, βλέπεις ότι για αυτό το νταράνι της μεγάλης φώτισης με τις έξι λέξεις, αυτός ο Νικητής Υπέρτατος Λωτός, ο Αρχάτ, ο Σαμυακσαμπούντα ταξίδεψε σε αρίθμητες εκατοντάδες χιλιάδες εκατομμύρια ομάδες ομάδων κόσμους. Ενάρετε άνθρωπε, πες του το νταράνι, γιατί ήρθε γι’ αυτό τον λόγο αυτός ο Νικητής’.

Και ο μποντισάτβα Αβαλοκιτεσβάρα είπε στον Νικητή: ‘Όποιος δεν είδε το μάνταλα δεν μπορεί να έχει αυτό το ντάρμα, και πόσο μάλλον ακόμα να μάθει και την μούντρα του λωτού, την μούντρα που κρατά το μάνι, την μούντρα την βασιλική του σύμπαντος και το μάνταλα της αγνής φύσης. Η μορφή του μάνταλα είναι αυτή: Το μάνταλα έχει ύψος πέντε οργιές και πλάτος πέντε οργιές. Υπάρχει μια μορφή του Βούδδα Αμιτάμπα στο κέντρο του μάνταλα. Είναι ραντισμένο με αρωματική σκόνη από ζαφείρι, σμαράγδι, μπλε σμαράγδι, κρύσταλλο και ασημόχρυσο. Στα δεξιά του Νικητή Αμιτάμπα υπάρχει η μορφή του Μαχαμανιντάρα – του Μεγάλου που κρατά το μάνι. Στα αριστερά του Νικητή Αμιτάμπα είναι η εικόνα του μποντισάτβα Αβαλοκιτεσβάρα με τέσσερα χέρια, δηλαδή της Μεγάλης Φώτισης με τις έξι λέξεις. Στην εικόνα των τεσσάρων χεριών, το δέρμα είναι λευκό σαν την σελήνη και το σώμα είναι στολισμένο με πολλά πετράδια. Το αριστερό του χέρι κρατά έναν λωτό. Στον λωτό υπάρχει ένα πετράδι μάνι. Το δεξί του χέρι κρατά ένα μάλα. Τα χαμηλότερα δύο χέρια του κάνουν την βασιλική μούντρα του σύμπαντος. Κάτω από τα πόδα της μεγάλης φώτισης με τις έξι λέξεις υπάρχουν ουράνια πλάσματα στολισμένα με πολλά πετράδια. Κάθε ένα από αυτά κρατά λιβάνι στο δεξί χέρι και ένα δοχείο γεμάτο με θησαυρούς στο αριστερό.



Στις τέσσερις γωνίες του μάνταλα είναι οι τέσσερις φύλακες θεοί, που κρατούν διάφορα όπλα και ραβδιά. Στις τέσσερις εξωτερικές γωνίες του μάνταλα υπάρχουν τέσσερα βάζα αρετής γεμάτα με διάφορα πετράδια μάνι. Αν κάποιος ενάρετος άντρας ή γυναίκα είναι έτοιμος να μπει σε αυτό το μάνταλα, μπορεί να γράψει τα ονόματα όλων των συγγενών του σε ένα χαρτί και να το πετάξει μέσα στο μάνταλα, και τότε όλοι οι συγγενείς του θα φτάσουν στην κατάσταση του μποντισάτβα, θα απέχουν από τα δεινά και θα φτάσουν γρήγορα στο Ανουτάρα σαμυακσαμπόντι. Οι δάσκαλοι δεν πρέπει να διδάσκουν την μέθοδο αυτή χωρίς διάκριση. Αν κάποιοι μπορούν να διδαχθούν με επιδέξια μέσα και αποτελεσματικότητα, αν έχουν πίστη στην μαχαγιάνα, επιμέλεια στις πρωταρχικές ασκήσεις και θέλουν να βρουν την απελευθέρωση, τότε αυτούς οι δάσκαλοι μπορούν να τους διδάξουν αυτό το ντάρμα και όχι άλλα εξωτερικά μονοπάτια’.

Τότε ο Νικητής Αμιτάμπα, ο Αρχάτ, ο Σαμυακσαμπούντα είπε στον μποντισάτβα Αβαλοκιτεσβάρα: ‘Ενάρετε άνθρωπε, αν οι άντρες ή γυναίκες έχουν αυτά τα πέντε είδη αρωματικής σκόνης, μπορούν να στήσουν αυτό το μάνταλα, αλλά αν είναι φτωχοί και δεν μπορούν να τα βρούν, τί πρέπει να κάνουν’;

Και ο μποντισάτβα Αβαλοκιτεσβάρα απάντησε: ‘Νικητή, αποτελεσματικά είναι και τα χρωματιστά υλικά, και οι προσφορές με αρωματικά λουλούδια. Αν δεν μπορούν ούτε αυτό, είτε βρίσκονται σε ταξίδια ή φιλοξενούνται, είτε περπατούν, οι δάσκαλοι μπορούν να φτιάξουν το μάνταλα με το νου τους και να κάνουν την ατσάρυα μούντρα’.

Τότε ο Νικητής Υπέρτατος Λωτός, ο Αρχάτ, ο Σαμυακσαμπούντα είπε στον μποντισάτβα Αβαλοκιτεσβάρα: ‘Ενάρετε άνθρωπε, παρακαλώ πές μου το νταράνι της μεγάλης φώτισης με τις έξι λέξεις. Σου το ζητώ για το όφελος όλων των αρίθμητων εκατοντάδων χιλιάδων εκατομμυρίων ομάδων πλασμάτων, για να ξεφύγουν από τα δεινά της μετενσάρκωσης και να φτάσουν γρήγορα στο Ανουτάρα σαμυακσαμπόντι’.

Κι έτσι ο μποντισάτβα Αβαλοκιτεσβάρα είπε το νταράνι της μεγάλης φώτισης με τις έξι λέξεις στον Νικητή Υπέρτατο Λωτό:

Ωμ Μά Νι Παντ Με Χουνγκ



Καθώς έλεγε το νταράνι, τα τέσσερα τέταρτα και όλα τα ουράνια παλάτια σείστηκαν σαν μπανανόφυλλα, οι τέσσερις μεγάλοι ωκεανοί σκίστηκαν και άνοιξαν, όλα τα πλάσματα που δημιουργούν εμπόδια όπως ο Βιναγιάκα, οι γιάκσα, οι ράκσα, οι κουμπάντα που τρώνε την ενέργεια, οι Μαχακάλα και όλοι οι άλλοι με τους ακόλουθους και τα δαιμόνια τα άλλα όλοι φοβήθηκαν και χωρίστηκαν και έφυγαν τρομαγμένα.

Και τότε, ο Νικητής Υπέρτατος Λωτός, ο Αρχάτ, ο Σαμυακσαμπούντα άπλωσε το χέρι του που ήταν σαν του ελέφαντα την προβοσκίδα και έδωσε στον μποντισάτβα Αβαλοκιτεσβάρα ένα περιδέραιο με πετράδια που άξιζε όσο εκατομμύρια πέρλες, για προσφορά. Ο μποντισάτβα Αβαλοκιτεσβάρα το δέχτηκε και το έδωσε στον Νικητή Αμιτάγιους, τον Αρχάτ, τον Σαμυακσαμπούντα. Ο Βούδδας της Απέραντης Ζωής το δέχτηκε και το έδωσε πίσω στον Νικητή Υπέρτατο Λωτό. Κι έχοντας κερδίσει το νταράνι της μεγάλης φώτισης με τις έξι λέξεις, ο Υπέρτατος Λωτός επέστρεψε στο βουδδικό του πεδίο.

Για τον λόγο αυτό ενάρετε άνθρωπε, άκουσα το νταράνι στον κόσμο του Νικητή Υπέρτατου Λωτού, του Αρχάτ, του Σαμυακσαμπούντα, τότε στο παρελθόν».

Τότε ο μποντισάτβα που Σβήνει τα Σκοτάδια είπε στον Βούδδα:
«Νικητή, πώς μπορώ να κερδίσω κι εγώ το νταράνι; Νικητή, αυτό το νταράνι είναι η άμριτα γεμάτη με τις γεύσεις της αρετής. Νικητή, αν ακούσω το νταράνι αυτό θα το επαναλαμβάνω στο μυαλό μου, θα το κρατήσω χωρίς τεμπελιά και θα κάνω όλα τα πλάσματα να το ακούσουν και θα κερδίσω αρετές και ωφέλειες πολλές. Σε παρακαλώ Νικητή, πές μου το».

Και ο Βούδδας είπε:
«Ενάρετε άνθρωπε, αν κάποιος γράψει το νταράνι της μεγάλης φώτισης με τις έξι λέξεις, αυτό ισοδυναμεί με ογδόντα τέσσερις χιλιάδες ντάρμα. Αν κάποιος χρησιμοποιήσει ουράνιο χρυσό και πετράδια για να φτιάξει τόσα αγάλματα για τους Βούδδες όση και η λεπτή άμμος στον κόσμο και μετά τα δοξάζει και τους κάνει προσφορές για μια μέρα ολόκληρη, το αποτέλεσμα που θα κερδίσει και πάλι θα είναι μικρότερο από το αν γράψει μια από τις λέξεις του νταράνι αυτού. Οι αρετές και οι ωφέλειες είναι πέρα από κάθε φαντασία, μπορούν να οδηγήσουν στην απόλυτη ελευθερία. Αν κάποιος ενάρετος άντρας ή γυναίκα το διαβάσει μία φορά με σωστό τρόπο, θα φτάσει στα εκατόν οκτώ σαμάντι, και κάποια από αυτά θα είναι το σαμάντι που κρατά τα πετράδια μάνι, το απέραντο σαμάντι, το σαμάντι που καθαρίζει το βασίλειο της κόλασης και των ζώων, το σαμάντι της διαμαντένιας αρματωσιάς, το σαμάντι του θαυμαστού μεγάλου ποδιού, το σαμάντι που εισέρχεται σε όλα τα επιδέξια μέσα, το σαμάντι που εισέρχεται σε όλα τα ντάρμα, το σαμάντι της εξαίσιας εκπλήρωσης, το σαμάντι του ήχου του οχήματος του ντάρμα, το σαμάντι της αποχής από απληστία-θυμό και άγνοια, το σαμάντι χωρίς όρια, το σαμάντι της πύλης των έξι παραμίτα, το μεγάλο και θαυμαστό υψηλό σαμάντι της γης, το σαμάντι που σώζει όλα τα φοβισμένα πλάσματα, το σαμάντι που αποκαλύπτει όλα τα βουδδικά πεδία, το σαμάντι που παρατηρεί τους Φωτισμένους και άλλα».

Τότε ο μποντισάτβα που Σβήνει τα Σκοτάδια ρώτησε τον Βούδδα:
«Νικητή, πού μπορώ να βρω το νταράνι αυτό; Πες μου παρακαλώ».

Και ο Βούδδας είπε:
«Ενάρετε άντρα, στην πόλη του Βαρανάσι υπάρχει ένας δάσκαλος του ντάρμα που διαλογίζεται συνέχεια, κρατά και απαγγέλει και τραγουδά αυτό το νταράνι».


Και ο μποντισάτβα που Σβήνει τα Σκοτάδια είπε στο Νικητή:
«Τώρα επιθυμώ να πάω στην πόλη Βαρανάσι, να συναντήσω αυτό τον δάσκαλο, να τον τιμήσω και να του κάνω προσφορές».

Και ο Βούδδας είπε: «Ωραία, ωραία λοιπόν ενάρετε άντρα. Αυτός ο δάσκαλος του ντάρμα είναι ασυνήθιστος και γεμάτος τιμή, γιατί μπορεί να φυλά αυτό το νταράνι. Όταν τον δεις θα είναι σα να βλέπεις  τον Νικητή, είναι σα να βλέπεις πολλές αρετές μαζί, σα να βλέπεις έναν θησαυρό, σαν να βλέπεις το πετράδι μάνι που εκπληρώνει τις ευχές, σαν να βλέπεις το ντάρμα, και σαν να βλέπεις τον σωτήρα. Ενάρετε άντρα, όταν δεις αυτόν τον δάσκαλο του ντάρμα, δεν πρέπει να τον αμφισβητήσεις ή να τον δυσαρεστήσεις, γιατί αλλιώς φοβάμαι ότι θα χάσεις την θέση σου σαν μποντισάτβα και θα πέσεις πάλι στα δεινά. Αυτός ο δάσκαλος του ντάρμα δεν κρατά τέλεια τους όρκους του και έχει και γυναίκα, το ράσο του είναι γεμάτο βρωμιά και ούρα και η συμπεριφορά του δεν είναι μεγαλόπρεπη».

Ο μποντισάτβα που Σβήνει τα Σκοτάδια είπε τότε στο Νικητή:
«Θα είμαι όπως δίδαξε ο Βούδδας».

Κι έτσι μαζί με αρίθμητους άλλους μποντισάτβα, μοναχούς, μοναχές, γέρους, αγόρια, κορίτσια και προσκυνητές άρχισε να φτιάχνει προσφορές. Κρατούσαν ουράνιες ομπρέλες, πολλές προσφορές, πολύτιμα στέμματα, κοσμήματα, εξαίσια περιδέραια, δαχτυλίδια, βραχιόλια, ουράνια λεπτά υφάσματα, χρωματιστά μετάξια, μαξιλάρια. Και μαζί είχαν εξαίσια λουλούδια, ούτπαλα, βακούμουνα, βαμπουναλίκα, μαντάρα, μαχαμαντάρα, μαντζουσάκα, μαχαμαντζουσάκα, ουντουμπάρα και πολλά ανθισμένα δέντρα όπως καμπάκα, καλαβέλα, πατάλα, αντιμουκντάκα, βαρίσκα σαβακούντα, σομάνα, μαλίκα. Πάπιες μανταρίνοι, λευκοί γερανοί και σάρι πετούσαν και τους ακολουθούσαν. Και κρατούσαν και πολλά φύλλα πράσινα, κίτρινα, κόκκινα, λευκά, μωβ, κρυστάλλινα και πολλά άλλα χρώματα, και είχαν και σπάνια φρούτα. Και με τόσες προσφορές πήγαν στο Βαρανάσι για να βρουν το σπίτι του δασκάλου του ντάρμα.

Όταν έφτασαν γονάτισαν στα πόδια του δασκάλου αν και είδαν ότι ο δάσκαλος δεν κρατούσε τέλεια τους όρκους και ότι δεν είχε μεγαλόπρεπη συμπεριφορά, και του έκαναν την προσφορά με τις ομπρέλες, τα πράγματα, τα λουλούδια τα αρωματικά, τα ρούχα, τα στολίδια και τα άλλα.

Αφού έκανε την προσφορά ο μποντισάτβα που Σβήνει τα Σκοτάδια ένωσε τα χέρια του μπροστά στον δάσκαλο και του είπε:
«Το μεγάλο ντάρμα είναι η γεύση της άμριτα, ένας πολύ βαθύς ωκεανός του ντάρμα, απέραντος όσο τα σύμπαντα. Κάνει τα πλάσματα όλα να ακούνε την διδασκαλία σου. Όταν διδάσκεις το ντάρμα, οι θεοί, οι δράκοι, οι γιάκσα, οι γκαντάρβα, οι ασούρα, οι γκαρούντα και οι μαχοράγκα, οι άνθρωποι και τα μη ανθρώπινα πλάσματα έρχονται για να ακούσουν. Το κοινό σου κερδίζει τόση αρετή και ωφέλεια και είναι σαν τα μεγάλα βάτζρα που μπορούν να ελευθερώσουν τα πλάσματα από τα δεσμά τους, από τις επαναγεννήσεις και τις ενσαρκώσεις τους. Και επειδή οι άνθρωποι στο Βαρανάσι σε βλέπουν συχνά, τα αμαρτήματά τους όλα καθαρίζουν όπως το δάσος που καίγεται από την φωτιά. Ο Νικητής, ο Αρχάτ, ο Σαμυακσαμπούντα σε κατανοεί τέλεια. Τώρα, αρίθμητες εκατοντάδες χιλιάδες εκατομμύρια ομάδες ομάδων μποντισάτβα ήρθαν και σου κάνουν προσφορές, μεγάλοι θεοί ουράνιοι μπράχμα, θεοί ουράνιοι ναραγιάνα, μαχεσβάρα, θεοί των ήλιων, των φεγγαριών, των ανέμων, των υδάτων, της φωτιάς, ο βασιλιάς των κολάσεων ο γιάμα και οι τέσσερις ουράνιοι βασιλιάδες ήρθαν για να σου κάνουν προσφορές».

Τότε ο δάσκαλος του ντάρμα είπε:
«Ενάρετε άνθρωπε, αστειεύεσαι ή μιλάς σοβαρά; Άγιε, ο σκοπός σου είναι να σβήσεις τα δεινά της επαναγέννησης για όλους τους κόσμους; Αν κάποιος πάρει το νταράνι της μεγάλης φώτισης με τις έξι λέξεις, τότε τα τρία δηλητήρια, η απληστία, ο θυμός και η άγνοια δεν θα τον μολύνουν ξανά. Θα είναι σαν θησαυρός από καθαρό χρυσό και βιολετί χρώμα που δεν θα μπορεί να τον λερώσει ξανά η σκόνη και η βρωμιά. Ενάρετε άντρα, αυτό το νταράνι είναι τόσο ιερό που όποιος το φορά στο σώμα του, το κρατά ή το έχει μαζί του, δεν θα μολύνεται πια από την απληστία, τον θυμό και την άγνοια».

Τότε ο μποντισάτβα που Σβήνει τα Σκοτάδια ακούμπησε τα πόδια του δασκάλου του ντάρμα και είπε:
«Δεν έχω ακόμα τα καθαρά μάτια, και έχω χάσει τον θαυμαστό τον δρόμο, ποιός θα γίνει οδηγός μου; Διψάω για το ντάρμα και θέλω να γευτώ την γεύση του. Δεν έχω φτάσει στην ασύγκριτη σωστή και τέλεια φώτιση. Σε παρακαλώ άσε μας να καλλιεργήσουμε τον σπόρο του ντάρμα της φώτισης, να καθαρίσουμε τα υλικά μας σώματα, κάνε μας όλους να έχουμε αδιάσπαστη αρετή και ας γνωρίσουν το ντάρμα αυτό όλα τα πλάσματα».

Η μεγάλη σύναξη τότε αντήχησε με μια φωνή:
«Μην το κρατάς σε παρακαλούμε για τον εαυτό σου, δάσκαλε του ντάρμα. Δώσε μας το νταράνι της μεγάλης φώτισης με τις έξι λέξεις, το βασιλικό το ντάρμα, που θα μας κάνει να φτάσουμε γρήγορα στο Ανουτάρα σαμυακσαμπόντι, που θα μας κάνει να γυρίσουμε τους δώδεκα τροχούς του ντάρμα, να ελευθερώσουμε απ’ τα δεινά τους όλα τα πλάσματα και από τις επαναγεννήσεις. Δεν έχουμε ακούσει ποτέ ξανά αυτό τον βασιλιά της μεγάλης φώτισης. Σε παρακαλούμε δώσε μας το νταράνι και ας γίνουμε το καταφύγιο για όλους αυτούς που είναι αβοήθητοι και δεν έχουν στήριγμα, ας ανάψουμε τον λαμπρό δαυλό στην μαύρη νύχτα».

Και ο δάσκαλος του ντάρμα είπε:
«Το βασιλικό νταράνι της μεγάλης φώτισης με τις έξι λέξεις είναι δύσκολο να υπολογιστεί, είναι αδιάσπαστο σαν το βάτζρα. Όταν το έχεις, είναι σαν να έχεις δει την υπέρτατη σοφία, την απέραντη σοφία, και την αγνή σοφία των Νικητών. Είναι σαν να εισέρχεσαι στην υπέρτατη απελευθέρωση που είναι μακρυά από την απληστία, τον θυμό και την άγνοια αλλά και τα δεινά της μετενσάρκωσης. Είναι σαν την ντυάνα, την ελευθερία, το σαμάντι και το σαμαπάτι. Είναι σαν να εισέρχεσαι σε όλα τα ντάρμα, τόσο που βρίσκεσαι πάντα στην αρέσκεια των αγίων.

Φαντάσου ότι υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι που είναι ενάρετοι και ότι για να βρουν την απελευθέρωση τιμούν και ασκούνται σε διάφορα ντάρμα μη βουδδιστικά σε πολλά μέρη. Μπορεί να τιμούν τον Σάκρα ντέβαναμ Ίντρα ή να τιμούν λαϊκούς ή να τιμούν αυτούς με τα πράσινα ράσα, ή να τιμούν τον θεό του ήλιου, ή τον Μαχεσβάρα, ή τον Ναραγιάνα και μπορεί  να στέκουν ανάμεσα στους γκαρούντα ή τους νιργκάντα. Αγαπούν τα μέρη αυτά αλλά δεν μπορούν να απελευθερωθούν από την άγνοια και το λάθος. Έχουν μονάχα την φήμη ότι ασκούνται, αλλά πασχίζουν μάταια. Και στην πραγματικότητα, όλα τα ουράνια όντα και μαζί και ο μεγάλος Μπράχμα, και ο Σάκρα ντέβαναμ Ίντρα, και ο Ναραγιάνα, κι ο Μαχεσβάρα, και οι θεοί των ήλιων, των φεγγαριών, του ανέμου, του νερού, της φωτιάς, ο Γιάμα ο βασιλιάς του ντάρμα, οι τέσσερις ουράνιοι φύλακες βασιλιάδες, όλοι συνέχεια ψάχνουν για το βασιλικό νταράνι της φώτισης με τις έξι λέξεις, γιατί αν το βρουν, όλοι θα απελευθερωθούν.

Το νταράνι αυτό εξαφανίζει όλα τα εμπόδια, είναι η μητέρα των Νικητών, η Πράζνα παραμίτα. Όταν λένε αυτό το νταράνι το βασιλικό της μεγάλης φώτισης με τις έξι λέξεις, όλοι οι Νικητές, οι Αρχάτ, οι Σαμυακσαμπουντα και οι μποντισάτβα θα πρέπει σεβαστικά να ενώνουν τα χέρια τους και να το τιμούν. Ενάρετε άντρα, αυτό το ντάρμα είναι το ανώτερο, το πιο ουσιώδες, το πιο αγνό, γλυκό και θαυμάσιο ντάρμα της μαχαγιάνα. Και γιατί; Γιατί έρχεται από όλους τους Λόγους της Μαχαγιάνα, την γκέγια, την γυακαράνα, την γκάτα, την αβαντάνα, την τζατάκα, την βαϊπούλυα, την αντβούτα, τις ουπαντέσα και όλα τα άλλα.

Ενάρετε άντρα, έχοντας αυτή την πρώτη Μητέρα, χρειαζόμαστε περισσότερα για να πετύχουμε την απελευθέρωση; Για παράδειγμα, κάποιος θερίζει τους όμορφους ορυζώνες του, κουβαλάει τη σοδειά στο σπίτι, γεμίζει τα βαρέλια του με τη σοδειά και τα αφήνει να στεγνώσουν, τα χτυπά, τα αερίζει και τα κουνάει για να φύγουν μακρυά τα φλούδια και τελικά παίρνει τον καλό καρπό. Κι όμοια, οι άλλες γιόγκα είναι σαν τα φλούδια, ενώ το βασιλικό νταράνι της  μεγάλης φώτισης με τις έξι λέξεις είναι σαν τον καλό καρπό στην μέση όλων των γιόγκα.

Ενάρετε άντρα, για το καλό ντάρμα, οι μποντισάτβα ασκούνται στην παραμίτα της γενναιοδωρίας, των όρκων, της αυτοσυγκράτησης, της επιμέλειας, της ντυάνα και της Πράζνα παραμίτα. Ενάρετε άντρα, αυτό το νταράνι είναι δύσκολο να το υπολογίσεις, γιατί αν το τραγουδήσεις μόνο μία φορά μπορεί να κάνει όλους τους Νικητές να κάνουν προσφορές στον ασκητή με ρούχα, ποτά, φαγητά, σούπες, φάρμακα, καθίσματα, κρεββάτια και όλα τα άλλα».

Ο μποντισάτβα που Σβήνει τα Σκοτάδια είπε στον δάσκαλο του ντάρμα:
«Σε παρακαλώ δώσε μου το νταράνι της μεγάλης φώτισης με τις έξι λέξεις».

Καθώς ο δάσκαλος του ντάρμα ήταν ακόμη σκεφτικός, μια φωνή ξάφνου ήρθε από τον ουρανό, λέγοντας:
«Άγιε, σε παρακαλώ δώσε το βασιλικό νταράνι της μεγάλης φώτισης με τις έξι λέξεις».

Ο δάσκαλος του ντάρμα σκέφτηκε: «Από πού ήρθε αυτή η φωνή»; Και ξανά ακούστηκε η φωνή από τον ουρανό: «Άγιε, τώρα οι πρωταρχικές ασκήσεις και ευχές αυτού του μποντισάτβα είναι σύμφωνες με το ντάρμα. Σε παρακαλώ δώσε του το βασιλικό νταράνι της μεγάλης φώτισης με τις έξι λέξεις».

Τότε ο δάσκαλος του ντάρμα είδε στον ουρανό τον μποντισάτβα Παντμαπάνι – το Χέρι του Λωτού, και τον μποντισάτβα Τύχη του Λωτού. Είχαν το χρώμα του φθινοπωρινού φεγγαριού στο δέρμα τους, φορούσαν πολύτιμα στέμματα στο κεφάλι τους και με όμορφο δέσιμο στην κορφή του κεφαλιού τους έδειχναν την παγκόσμια σοφία που είναι εξαιρετικά τέλεια, θαυμάσια και εξαίσια.
Βλέποντας αυτή την εικόνα ο δάσκαλος του ντάρμα είπε στον μποντισάτβα που Σβήνει τα Σκοτάδια:
«Ενάρετε άντρα, ο μποντισάτβα μαχασάτβα Αβαλοκιτεσβάρα μου είπε να σου δώσω το βασιλικό νταράνι της μεγάλης φώτισης με τις έξι λέξεις. Άκουσέ με προσεκτικά».

Και ο μποντισάτβα που Σβήνει τα Σκοτάδια ένωσε τα χέρια και πραγματικά άκουσε το νταράνι το βασιλικό της μεγάλης φώτισης με τις έξι λέξεις:

Ωμ Μά Νι Πάντ Με Χουνγκ

Καθώς ακουγόταν το νταράνι, οι γαίες σείστηκαν με έξι τρόπους και μετά ο μοντισάτβα που Σβήνει τα Σκοτάδια κέρδισε το σαμάντι και κέρδισε και το γλυκό και θαυμάσιο σαμάντι, το σαμάντι που γεννά το έλεος και την συμπάθεια, και το σαμάντι των σωστών ασκήσεων. Έχοντας κερδίσει αυτά τα σαμάντι, ο μποντισάτβα έκανε προσφορές στον δάσκαλο του ντάρμα με άφθονους από τους επτά θησαυρούς τόσους που μπορούσαν να γεμίσουν τα τέσσερα τέταρτα της επικράτειας.

Και τότε ο δάσκαλος του ντάρμα είπε:
«Όλα αυτά που προσφέρεις δεν αξίζουν ούτε μία λέξη από το νταράνι – πώς μπορείς να κάνεις προσφορές και για τις έξι λέξεις; Δεν δέχομαι τις προσφορές σου. Ενάρετε άντρα, είσαι μποντισάτβα, άγιος – όχι απλός άνθρωπος».

Ο μποντισάτβα που Σβήνει τα Σκοτάδια τότε έκανε προσφορές στον δάσκαλο ξανά, με πολλά περιδέραια με πετράδια που το κάθε ένα άξιζε εκατομμύρια πέρλες. Και ο δάσκαλος του ντάρμα είπε πάλι:
«Ενάρετε άντρα, άκουσέ με. Με αυτούς τους θησαυρούς κάνε προσφορές στον Νικητή Σακυαμούνι, τον Αρχάτ, τον Σαμυακσαμπούντα».

Κι έτσι, ο μποντισάτβα που Σβήνει τα Σκοτάδια γονάτισε στα πόδια του δασκάλου του ντάρμα, κι έτσι χάρηκε και τον χαιρέτησε. Έφυγε πάλι για τον κήπο του δάσους της Τζέτα, κι όταν έφτασε γονάτισε στα πόδια του Βούδδα.
Τότε ο Νικητής Σακυαμούνι, ο Αρχάτ, ο Σαμυακσαμπούντα είπε:
«Ενάρετε άντρα, ξέρω ότι το κέρδισες».
«Ναι, Νικητή».

Και τότε, εβδομήντα επτά ομάδες από Νικητές, Αρχάτ, Σαμυακσαμπούντα ήρθαν και συνάχτηκαν και με μια φωνή είπαν αυτό το νταράνι:

Νάμα σάπταναμ Σαμυακ-σαμπούντα
κότιναμ τεγυάτα Ωμ Κάλε Κούλε Κούνυε Σώχα




Και ο Βούδδας είπε:
«Όταν αυτοί οι εβδομήντα επτά ομάδες Νικητών, Αρχάτ, Σαμυακσαμπούντα έλεγαν αυτό το νταράνι, σε έναν από τους πόρους του σώματος του μποντισάτβα Αβαλοκιτεσβάρα που λέγεται Ηλιόφως, υπήρχαν αρίθμητες εκατοντάδες χιλιάδες εκατομμύρια ομάδες ομάδων μποντισάτβα. Μέσα σε αυτόν τον πόρο που λέγεται Ηλιόφως υπάρχουν και δώδεκα χιλιάδες χρυσά βουνά. Το κάθε ένα από αυτά έχει χίλιες διακόσιες κορυφές και είναι στολισμένο με λωτούς και χρωματιστά πετράδια γύρω του. Γύρω από αυτά τα βουνά υπάρχουν και ουράνια πετράδια μάνι και όμορφοι κήποι. Μέσα στον πόρο αυτό υπάρχουν αρίθμητες εκατοντάδες χιλιάδες εκατομμύρια χρυσά κτήρια πολύτιμα με εκατοντάδες χιλιάδες ρούχα, πετράδια και κοσμήματα σαν από νεφρίτες που κρέμονται από εκεί. Μέσα στα κτήρια αυτά υπάρχουν πολλά όμορφα θαυμαστά πετράδια που εκπληρώνουν τις επιθυμίες, και που προσφέρουν όλα τα επιθυμητά πράγματα για τους μποντισάτβα αυτούς.

Τη στιγμή εκείνη αυτοί οι μποντισάτβα μπήκαν μέσα στα κτήρια και τραγούδησαν το νταράνι της μεγάλης φώτισης με τις έξι λέξεις και μετά είδαν την νιρβάνα. Κι έχοντας φτάσει στην νιρβάνα, είδαν τον Νικητή και είδαν και τον μποντισάτβα Αβαλοκιτεσβάρα και χάρηκαν πολύ.

Και μετά, αυτοί οι μποντισάτβα βγήκαν από τα κτήρια και περπάτησαν στους πολύτιμους κήπους και πήγαν και στις λίμνες. Και μετά πήγαν στο ακριβό βουνό που είναι χρωματιστό σαν λωτός και έμειναν στην μια του πλαγιά, κάθισαν με σταυρωμένα τα πόδια τους στην στάση του λωτού και εισήλθαν στο σαμάντι.

Ενάρετε άντρα, αυτοί οι μποντισάτβα κατοικούν στον πόρο που λέγεται Ηλιόφως».

Και ο Βούδδας είπε:
«Και υπάρχει και άλλος ένας πόρος που λέγεται βασιλιάς Σάκρα ντέβαναμ Ίντρα και μέσα εκεί υπάρχουν αρίθμητες εκατοντάδες χιλιάδες εκατομμύρια ομάδες ομάδων από μποντισάτβα που δεν έχουν γυρισμό. Και μέσα σε αυτό τον πόρο υπάρχουν ακόμα ογδόντα χιλιάδες ουράνια χρυσά ακριβά βουνά. Σε αυτά τα βουνά υπάρχει κι ένα μάνι που εκπληρώνει τις επιθυμίες και λέγεται φως του λωτού, και προσφέρει στους μποντισάτβα ό,τι επιθυμούν μόλις το σκεφτούν. Στα βουνά αυτά, οι μποντισάτβα έχουν ό,τι ποτό ή φαγητό θέλουν αμέσως μόλις το σκεφτούν. Δεν ανησυχούν για τα δεινά της μετενσάρκωσης και συνέχεια είναι συγκεντρωμένοι στο σώμα τους χωρίς άλλη σκέψη.

Ενάρετε άντρα, υπάρχει και ένας πόρος που λέγεται Μεγάλο Φάρμακο. Μέσα σε αυτό υπάρχουν αρίθμητες εκατοντάδες χιλιάδες εκατομμύρια ομάδες ομάδων από μποντισάτβα που έχουν πάρει την μεγάλη απόφαση. Ενάρετε άντρα, εκεί υπάρχουν και ενενήντα εννέα χιλιάδες βουνά μέσα στον πόρο αυτό και στα βουνά αυτά υπάρχουν πολύτιμες διαμαντένιες σπηλιές, χρυσές, ασημένιες, ζαφειρένιες, στο χρώμα του  λωτού, πράσινες, κρυστάλλινες. Και κάθε ένα από αυτά τα μεγάλα βουνά έχει ογδόντα χιλιάδες κορυφές στολισμένες με μυριάδες από μάνι που εκπληρώνουν τις επιθυμίες και πολλά θαυμαστά κοσμήματα. Μέσα στις κορυφές αυτές υπάρχουν πολλοί γκαντάρβα που παίζουν συχνά μουσική. Αυτοί οι μποντισάτβα συχνά διαλογίζονται στην κενότητα, στην έλλειψη μορφής, στην έλλειψη εαυτού, στα δεινά της γέννησης, των γηρατειών, της αρρώστιας, του θανάτου, του χωρισμού από αυτούς που αγαπάμε, της συναναστροφής με αυτούς που δεν αγαπάμε, της πτώσης στην κόλαση Αβίτσι, στα δεινά των πλασμάτων που πέφτουν στην κόλαση των μαύρων σκοινιών, στα δεινά των πλασμάτων που έχουν κάρμα πεινασμένων φαντασμάτων και όλα αυτά. Και όταν διαλογίζονται σε αυτά, μένουν στα βουνά καθισμένοι στην στάση του λωτού και εισέρχονται στο σαμάντι.

Ενάρετε άντρα, υπάρχει κι άλλος ένας πόρος που λέγεται Ζωγράφος βασιλιάς. Και εκεί μέσα υπάρχουν αρίθμητες εκατοντάδες χιλιάδες εκατομμύρια ομάδες ομάδων πρατυέκα βούδδες που βγάζουν φλογερό φως. Και μέσα εκεί υπάρχουν και εκατοντάδες χιλιάδες εκατομμύρια μεγάλα βουνά στολισμένα με τα επτά πετράδια. Σε αυτά τα βουνά υπάρχουν πολλά δέντρα καλπατάρου με φύλλα χρυσά κι ασημένια και είναι στολισμένα με αρίθμητες εκατοντάδες είδη θησαυρών. Κι ακόμα, πολλά πολύτιμα στέμματα, στολίδια από νεφρίτη, ρούχα, πολλά ακριβά περιδέραια, πολλές ακριβές καμπάνες και ρούχα λεπτά ουράνια κρέμονται από τα δέντρα και οι καμπάνες οι χρυσές κι οι ασημένιες ηχούν. Αυτά τα βουνά είναι γεμάτα από τέτοια δέντρα, και οι πάμπολλοι πρατυέκα βούδδες μένουν εκεί, και διδάσκουν συνέχεια τους Λόγους, τα Γκέγια, Βυακαράνα, Γκάτα, Αβαντάνα, Τζατάκα, Βαϊπούλυα, Αντμπούτα, τις Ουπαντέσα και όλα αυτά.

Μποντισάτβα που Σβήνεις τα Σκοτάδια, τώρα αυτή τη στιγμή αυτοί οι πρατυέκα βούδδες βγήκαν έξω από αυτό τον πόρο.

Και τέλος, υπάρχει κι ένας πόρος που λέγεται βασιλιάς του Ρεύματος και είναι ογδόντα χιλιάδες γιοτζάνα σε πλάτος και μήκος. Και μέσα εκεί υπάρχουν ογδόντα χιλιάδες βουνά στολισμένα με πολλά θαυμάσια πλούτη και μάνι που εκπληρώνουν τις ευχές. Σε αυτά τα βουνά υπάρχουν αρίθμητα δέντρα καλπατάρου, αρίθμητες εκατοντάδες χιλιάδες εκατομμύρια σανταλόξυλα και πολλές εκατοντάδες χιλιάδες εκατομμύρια τεράστια δέντρα. Και το χώμα είναι διαμαντένιο και υπάρχουν και ενενήντα εννέα κτήρια με εκατοντάδες χιλιάδες εκατομμύρια χρυσάφια, θησαυροί, πέρλες, ακριβά περιδέραια, ρούχα που κρέμονται από εκεί. Και έτσι είναι η εικόνα σε αυτό τον πόρο».

Τελειώνοντας τα λόγια του ο Βούδδας προς τον μποντισάτβα που Σβήνει τα Σκοτάδια, είπε στον Ανάντα:

«Για αυτούς που δεν γνωρίζουν την ανταπόδοση του κάρμα για όσους φτύνουν, ουρούν ή αφοδεύουν ή κάνουν άλλα άσχημα πράγματα σε εξαιρετικούς τόπους, ναούς, μοναστήρια, τώρα θα σας μιλήσω για την ανταπόδοση αυτή.

Αν κάποιος φτύσει σε τέτοιο χώμα, θα ξαναγεννηθεί σαν έντομο με στόμα σαν βελόνα, σε ένα δέντρο σάλα για δώδεκα χρόνια.

Αν κάποιος ουρήσει ή αφοδεύσει σε τέτοιο χώμα που κατοικεί η σάνγκα, θα ξαναγεννηθεί σαν άσχημο σκουλήκι μέσα στα ούρα και τα περιττώματα της μεγάλης πόλης του Βαρανάσι.

Αν κάποιος χρησιμοποιήσει το ξύλο για τα δόντια, την νταντακάστα, χωρίς άδεια μέσα στον χώρο αυτό, θα ξαναγεννηθεί σαν χελώνα, ψάρι, ή μάκαρα.

Αν κάποιος κλέψει το λάδι, τα βότανα, το ρύζι, τα όσπρια ή άλλα πράγματα της σάνγκα, θα ξαναγεννηθεί σαν πεινασμένο φάντασμα, με άστατα μαλλιά, όρθιες τρίχες, κοιλιά μεγάλη σα βουνό, λαιμό ίσαμε μια βελόνα στενό και θα καίγεται τόσο που θα μένουν μονάχα τα κόκκαλα. Η ανταπόδοση αυτού του ανθρώπου θα είναι πολύ δυστυχής.

Αν κάποιος περιφρονήσει ή απαξιώσει τις σάνγκα, θα ξαναγεννηθεί σε μια φτωχή οικογένεια χαμηλής τάξης και όπου κι αν γεννηθεί δεν θα έχει καλή τύχη ή σωστό σώμα. Το σώμα του θα έχει καμπούρα, θα είναι κοντό και γυρτό. Και μετά από μια ζωή με τέτοιο σώμα, στην επόμενη θα είναι αδύνατος και θα έχει πολλές αρρώστιες. Τα χέρια του και τα πόδια του θα είναι στραβά, και άσχημο πύο και αίμα θα τρέχουν από το σώμα του. Θα υποφέρει από τέτοια δυστυχή ανταπόδοση για εκατοντάδες χιλιάδες μυριάδες χρόνια.

Αν κάποιος κλέψει γη από την σάνγκα, θα πέσει στην μεγάλη κόλαση με τα ουρλιαχτά, εκεί που καταπίνουν καυτές μπάλες, και τα χείλη του, τα δόντια, τα σαγόνια και ο λαιμός του θα καίγονται. Η καρδιά του, το συκώτι, τα έντερα, το στομάχι και όλο το σώμα του κι αυτά θα καίγονται. Και τότε ο αέρας του κάρμα θα φυσά γι’ αυτόν και θα τον ξαναζωντανεύει και τότε οι φύλακες του Γιάμα θα οδηγούν και θα τον σπρώχνουν. Επηρεασμένος από το κάρμα του θα έχει μια τεράστια γλώσσα με εκατοντάδες χιλιάδες μυριάδες σιδερένια αλέτρια να την κόβουν. Κι έχοντας υποφέρει τέτοια δυστυχή ανταπόδοση για εκατοντάδες μυριάδες χρόνια, όταν θα βγει από αυτή την κόλαση θα μπει στην μεγάλη κόλαση της φωτιάς με το τσουκάλι. Και εκεί οι φύλακες του Γιάμα θα τον οδηγήσουν και θα τον σπρώξουν, θα καρφώσουν την γλώσσα του με εκατοντάδες χιλιάδες μυριάδες βελόνες. Και λόγω του κάρμα δεν θα πεθαίνει. Οι φύλακες τότε θα τον οδηγούν στις εστίες της φωτιάς και θα τον πετάνε μέσα και μετά θα τον οδηγούν στον ποταμό Ανέλπιδο και θα τον πετούν εκεί. Αλλά κι εκεί δεν θα πεθαίνει. Με όμοιο τρόπο θα περάσει από πολλές κολάσεις, για τρία κάλπα. Και μετά θα γεννηθεί σε μια φτωχή οικογένεια χαμηλής τάξης στη νότια Τζαμπουντβίπα και θα είναι τυφλός. Αυτές οι ανταποδόσεις είναι πράγματι επώδυνες, γι’ αυτό προσέξτε να μην κλέβετε την περιουσία της σάνγκα.

Για τους μοναχούς που κρατούν τους όρκους, θα πρέπει να δεχτούν και να φυλάξουν τα τρία ράσα. Όταν εισέρχονται στο παλάτι του βασιλιά θα πρέπει να φορούν το πρώτο μεγάλο ράσο. Όταν είναι στην σύναξη της σάνγκα θα πρέπει να φορούν το δεύτερο ράσο. Όταν εργάζονται στα χωριά, στις πόλεις, ή περπατούν, θα πρέπει να φορούν το τρίτο ράσο. Οι μοναχοί θα πρέπει να δεχτούν και να κρατήσουν με τέτοιο τρόπο τα τρία ράσα και όταν πραγματώσουν τους όρκους θα πραγματώσουν μαζί και τις αρετές και την σοφία. Σας λέω ότι οι μοναχοί θα πρέπει να κρατούν τους όρκους και όχι να κλέβουν την περιουσία της σάνγκα. Για παράδειγμα, αν κάποιος συνέχεια είναι μέσα στη φωτιά, ή έχει πιεί βαρύ δηλητήριο, αυτός και πάλι υπάρχει τρόπος να σωθεί. Αλλά αν κλέψει την περιουσία της σάνγκα, δεν θα μπορεί να σωθεί».

Και τότε ο Ανάντα ο Σοφός της Ζωής είπε στο Νικητή:
«Μελετάμε πολύ και ασκούμαστε όπως δίδαξε ο Βούδδας. Οι μοναχοί θα πρέπει να δεχτούν και να κρατήσουν τους όρκους τους και να μείνουν συνεπείς και να προστατεύουν τις διδασκαλίες των Νικητών».

Και μετά γονάτισε στα πόδια του Βούδδα, γύρισε γύρω από αυτόν και μετά έφυγε.
Οι μεγάλοι Σράβακα γύρισαν πίσω στις κατοικίες τους.

Οι θεοί, δράκοι, γιάκσα, γκαντάρβα, ασούρα, γκαρούντα, κινάρα, μαχοράγκα, οι άνθρωποι και τα μη ανθρώπινα πλάσματα όλων των κόσμων, ακούγοντας αυτά που είχε πει ο Βούδδας, χάρηκαν πολύ.
Πίστεψαν, δέχτηκαν, τίμησαν τον Βούδδα και έφυγαν.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου