ΣΑΝΓΚΑΡΑΚΣΙΤΑ [ΟΡΑΜΑ ΚΑΙ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗ] Κεφάλαιο 2

ΣΑΝΓΚΑΡΑΚΣΙΤΑ
ΟΡΑΜΑ ΚΑΙ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗ
Μια εισαγωγή στο Ευγενές Οκταπλό Μονοπάτι του Βούδδα


Κεφάλαιο 2 

Λογική και Αίσθημα στην Πνευματική Ζωή: Τέλειο Συναίσθημα

Το δεύτερο στάδιο του Ευγενούς Οκταπλού Μονοπατιού μάς οδηγεί σ' ένα από τα σημαντικότερα ερωτήματα, για να μην πω προβλήματα, της πνευματικής ζωής. Αυτό είναι το ερώτημα της λογικής και του συναισθήματος[1] . Όλοι ξέρουμε από την εμπειρία μας ότι είναι σχετικά εύκολο να κατανοήσουμε μία θρησκευτική ή φιλοσοφική διδασκαλία σε καθαρά διανοητικό ή θεωρητικό επίπεδο. Όσο δύσκολη, πολύπλοκη και απόκρυφη κι αν είναι ξέρουμε ότι συνήθως με μια κάποια διανοητική προσπάθεια και συστηματική μελέτη θα καταφέρουμε να την κατανοήσουμε δίχως μεγάλο κόπο. Αλλά όσον αφορά την εφαρμογή αυτής της διδασκαλίας στην πράξη, σαφώς τα πράγματα γίνονται πολύ πιο δύσκολα.

Υπάρχει μία πασίγνωστη ιστορία που πηγάζει από τη βουδδιστική ιστορία και περιγράφει με έξοχο τρόπο αυτό ακριβώς το πρόβλημα. Στην αρχαία Ινδία, οι μοναχοί είχαν την τάση να μεταναστεύουν σε μεγάλους αριθμούς στην Κίνα για να κηρύξουν το Δόγμα. Σε μία περίοδο μάλιστα της κινέζικης ιστορίας υπήρχε ένας πολύ ευσεβής αυτοκράτορας που ήταν πάντα πρόθυμος να καλοδεχτεί τους μεγάλους Ινδούς σοφούς και δασκάλους. Μια μέρα λοιπόν, ένας από τους μεγαλύτερους Ινδούς δασκάλους έφτασε στην πρωτεύουσα της Κίνας, και ο αυτοκράτορας, μόλις έμαθε τα νέα της άφιξής του, χάρηκε ιδιαίτερα. Πίστεψε ότι θα του δινόταν η ευκαιρία να κάνει μια όμορφη φιλοσοφική συζήτηση με το νεοφερμένο δάσκαλο. Έτσι τον κάλεσε στο παλάτι, όπου τον υποδέχτηκε με το δέοντα σεβασμό και το ανάλογο τελετουργικό. Όταν όλες οι τυπικότητες είχαν τελειώσει και ο δάσκαλος κάθισε δίπλα στον αυτοκράτορα, εκείνος του έθεσε το πρώτο ερώτημα. "Πες μου", του είπε, "ποια είναι η θεμελιώδης αρχή του βουδδισμού;" και στρογγυλοκάθησε περιμένοντας να πάρει την απάντηση του κατευθείαν από το στόμα του ειδικού. Ο δάσκαλος απάντησε, "Να μην κάνεις κακό, να μάθεις να κάνεις το καλό, να εξαγνίζεις την καρδιά σου - αυτή είναι η θεμελιώδης αρχή του βουδδισμού". Ο αυτοκράτορας ξαφνιάστηκε. Τα είχε ξανακούσει όλα αυτά. (Όλοι μας τα έχουμε ξανακούσει αυτά!) και έτσι είπε, "αυτά είναι όλα λοιπόν; Αυτή είναι η θεμελιώδης αρχή του βουδδισμού;" "Ναι", απάντησε ο σοφός, "Αυτά είναι όλα. Να μην κάνεις κακό, να μάθεις να κάνεις το καλό, να εξαγνίζεις την καρδιά σου. Όντως, αυτή είναι η θεμελιώδης αρχή του βουδδισμού". "Μα αυτό είναι τόσο απλό που ακόμα και ένα παιδί τριών χρονών μπορεί να το κατανοήσει", διαμαρτυρήθηκε ο αυτοκράτορας. "Μάλιστα μεγαλειότατε", είπε ο δάσκαλος, "έχετε δίκιο. Είναι τόσο απλό που ακόμα και ένα παιδί των τριών μπορεί να το κατανοήσει, αλλά τόσο δύσκολο που ακόμα και ένας γέρος ογδόντα χρονών δεν μπορεί να το εφαρμόσει στην πράξη".

Η ιστορία δείχνει τη μεγάλη διαφορά που υπάρχει μεταξύ θεωρίας και πράξης. Να καταλάβουμε κάτι θεωρητικά, μας είναι εύκολο. Μας είναι εύκολο να καταλάβουμε το Αμπιντάρμα, μας είναι εύκολο να καταλάβουμε τη Μαντυαμίκα, μας είναι εύκολο να καταλάβουμε τη Γιογκατσάρα, μας είναι εύκολο να καταλάβουμε τον Πλάτωνα, μας είναι εύκολο να καταλάβουμε τον Αριστοτέλη, μας είναι εύκολο να καταλάβουμε τα Τέσσερα Ευαγγέλια: μας είναι εύκολο να καταλάβουμε τα πάντα. Αλλά το να εφαρμόσουμε στην πράξη ακόμα και ένα μικρό μέρος αυτής της γνώσης και να την κάνουμε ν' αλλάξει κάτι στη ζωή μας είναι κάτι που το βρίσκουμε ιδιαίτερα δύσκολο. Σύμφωνα με τα περίφημα λόγια του Αποστόλου Παύλου, "Το αγαθό που θέλω δεν το πράττω, ενώ το κακό που δεν θέλω το πράττω[2]". Ξέρει τι θα έπρεπε να κάνει αλλά είναι ανίκανος να το κάνει και αυτό που ξέρει ότι δεν πρέπει να κάνει δεν μπορεί παρά να το κάνει. Για άλλη μία φορά βλέπουμε αυτήν τη φοβερή και τρομερή ασυνέπεια μεταξύ θεωρίας και πράξης.

Αυτή η κατάσταση δεν είναι η εξαίρεση του κανόνα. Δεν είναι το πρόβλημα μόνο του Κινέζου αυτοκράτορα ή του Αποστόλου Παύλου. Όλα τα άτομα που ασχολούνται με τη θρησκεία βρίσκουν τον εαυτό τους σ' αυτή τη φοβερή και τραγική κατάσταση - μερικές φορές για χρόνια ολόκληρα. Γνωρίζουν τη λογική της αλήθειας, την ξέρουν απ' έξω και ανακατωτά. Μπορούν να μιλήσουν, να γράψουν και να δώσουν διαλέξεις για την αλήθεια. Αλλά είναι ανίκανοι να την εφαρμόσουν στην πράξη. Γι' αυτούς που είναι ειλικρινείς με τον εαυτό τους, κάτι τέτοιο μπορεί να αποτελέσει πηγή μεγάλης δυστυχίας. Μπορεί να νιώσουν ότι "το γνωρίζω πολύ καλά, το βλέπω καθαρότατα, αλλά είμαι ανίκανος να το εφαρμόσω στην πράξη, να το φέρω εις πέρας". Είναι σαν να υπάρχει κάποιο τυφλό σημείο στον εαυτό τους, κάποιος άγνωστος παράγοντας που συνεχώς παρακωλύει τις προσπάθειές τους. Μόλις καταφέρουν και σηκώσουν τον εαυτό τους μερικά εκατοστά, ξαναπέφτουν προς τα κάτω έχοντας την αίσθηση ότι κατρακύλησαν ολόκληρο χιλιόμετρο.

Γιατί συμβαίνει αυτό; Γιατί υπάρχει αυτό το φοβερό κενό, αυτό το φοβερό χάσμα, μεταξύ θεωρίας και πράξης, μεταξύ της κατανόησής μας και της εφαρμογής της στην πράξη; Γιατί οι περισσότεροι από εμάς τον περισσότερο καιρό είμαστε ανίκανοι να πράξουμε σύμφωνα μ' αυτό που ξέρουμε ότι είναι αληθές, αυτό που ξέρουμε ότι είναι σωστό; Γιατί αποτυγχάνουμε παταγωδώς ξανά και ξανά;

Για να βρούμε μιαν απάντηση σ' αυτή την ερώτηση πρέπει να ψάξουμε στα βάθη της ανθρώπινης φύσης. Μπορεί να ισχυριζόμαστε ότι "γνωρίζουμε" κάτι, αλλά το γνωρίζουμε μόνο με το συνειδητό μέρος του μυαλού μας, με το λογικό μέρος του εαυτού μας. Το γνωρίζουμε θεωρητικά, διανοητικά, αφηρημένα. Αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι δεν αποτελούμαστε μόνο από το συνειδητό μας μέρος. Δεν είμαστε σκέτη λογική - αν και θα θέλαμε να πιστεύαμε ότι είμαστε. Υπάρχει άλλο ένα μέρος του εαυτού μας -πολύ μεγαλύτερο απ' ό,τι θα παραδεχόμασταν- το οποίο είναι εξίσου σημαντικό με τη λογική μας. Αποτελείται από ένστικτα, συναισθήματα και επιθυμίες και είναι περισσότερο ασυνείδητο παρά συνειδητό. Και αυτό το ευρύτερο, βαθύτερο και εξίσου σημαντικό μέρος του εαυτού μας δεν μπορούμε να το επηρεάσουμε με τη λογική ή διανοητική μας γνώση καθώς ακολουθεί τη δική του πορεία, σέρνοντας κατά κάποιο τρόπο το διανοητικό μέρος, το οποίο συνεχίζει να διαμαρτύρεται.

Έτσι συνειδητοποιούμε ότι δεν μπορούμε να πάμε κόντρα στα συναισθήματα. Tα συναισθήματα είναι πιο ισχυρά από τη λογική. Αν θέλουμε να εφαρμόσουμε στην πράξη αυτό που ξέρουμε ότι είναι σωστό, πρέπει κατά κάποιο τρόπο να εξασφαλίσουμε τη συνεργασία των συναισθημάτων. Πρέπει να ανοίξουμε αυτές τις βαθύτερες πηγές του εαυτού μας και να τις θέσουμε στην υπηρεσία της πνευματικής μας ζωής, έτσι ώστε να μπορέσουμε να εφαρμόσουμε στην πράξη αυτό που ξέρουμε ότι είναι σωστό και αληθές. Για τους περισσότερους από εμάς το κεντρικό πρόβλημα της πνευματικής ζωής είναι το να βρούμε συναισθηματικά ισοδύναμα, αντίστοιχα της θεωρητικής μας κατανόησης. Αν δεν το κάνουμε αυτό, η περαιτέρω πνευματική εξέλιξη καθίσταται αδύνατη. Γι' αυτό, το Τέλειο Συναίσθημα έρχεται ως το δεύτερο στάδιο ή δεύτερη άποψη του Ευγενούς Οκταπλού Μονοπατιού, αμέσως μετά από την Τέλεια Θέαση.

Σάμυακ-σαμκάλπα - Τέλειο Συναίσθημα

Το δεύτερο μέλος του Ευγενούς Οκταπλού Μονοπατιού λέγεται στα σανσκριτικά σάμυακ-σαμκάλπα (παλί: σάμμα-σανκάπα). Το σάμυακ-σαμκάλπα θα μπορούσε προσωρινά να μεταφραστεί ως Σωστή Αποφασιστικότητα, αλλά αυτό είναι ανεπαρκές. Όπως είδαμε, σε σχέση με το πρώτο μέρος του Ευγενούς Οκταπλού Μονοπατιού, σάμυακ σημαίνει ολόκληρο, τέλειο, ακέραιο, ολοκληρωμένο. Οι μεταφραστές συνήθως αποδίδουν το σαμκάλπα ως σκέψη, πρόθεση, σκοπό, ή σχέδιο, αλλά κανένα από αυτά δεν είναι ικανοποιητικό.

Σαμκάλπα, είναι μία λέξη που υπάρχει στην ίδια μορφή στις σύγχρονες ινδικές γλώσσες και σημαίνει "βούληση". Σάμυακ-σαμκάλπα δε σημαίνει απλά Σωστή Αποφασιστικότητα. Είναι πιο κοντά στη έννοια της Τέλειας Βούλησης ή του Ακέραιου Συναισθήματος και συμβολίζει την εναρμόνιση της βουλητικής και συναισθηματικής πλευράς του εαυτού μας με την Τέλεια Θέαση, τη θέαση της αληθινής φύσης της ύπαρξης.

Είδαμε ότι το Ευγενές Οκταπλό Μονοπάτι αποτελείται από δύο μέρη, το Μονοπάτι της Θέασης και το Μονοπάτι της Μεταμόρφωσης. Το Μονοπάτι της Θέασης αντιστοιχεί στο πρώτο στάδιο του Οκταπλού Μονοπατιού, την Τέλεια Θέαση, ενώ το Μονοπάτι της Μεταμόρφωσης αντιστοιχεί στα υπόλοιπα στάδια. Έτσι το Τέλειο Συναίσθημα είναι το πρώτο στάδιο του Μονοπατιού της Μεταμόρφωσης, και αντιπροσωπεύει τη μεταστοιχείωση της συναισθηματικής μας φύσης σε συμφωνία με την Τέλεια Θέαση. Κατά κάποιο τρόπο το Τέλειο Συναίσθημα λειτουργεί ως μεσάζοντας μεταξύ της Τέλειας Θέασης και των τελευταίων έξι σταδίων του Μονοπατιού, γιατί είναι αδύνατο ν' ακολουθήσουμε το Μονοπάτι -είναι αδύνατο να ασκηθούμε στη Σωστή Ομιλία, στη Σωστή Συμπεριφορά κ.τ.λ.- αν δεν έχουμε πρώτα μεταστοιχειώσει ολόκληρη τη συναισθηματική μας φύση και διαμέσου αυτής της μεταστοιχείωσης να εκλυθεί αρκετή ενέργεια για τα υπόλοιπα στάδια του Μονοπατιού. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο το πρόβλημα τής λογικής και του συναισθήματος έχει μια τόσο κεντρική θέση στην πνευματική ζωή. Για να το πούμε απλά, δεν υπάρχει πνευματική ζωή αν δεν συμμετέχει η καρδιά. Άσχετα με το πόσο ενεργός είναι ο εγκέφαλος ή σε τι επίπεδο διανοητικής κατανόησης έχουμε φτάσει, αν δεν συμμετέχει η καρδιά κι αν δεν έχουμε αρχίσει να νοιώθουμε ότι έχουμε καταλάβει -αν δε συμμετέχουν τα συναισθήματά μας- δεν υπάρχει πνευματική ζωή με την ουσιαστική έννοια του όρου.

Τι εννοούμε όμως όταν λέμε Τέλειο Συναίσθημα; Πριν αποπειραθώ να απαντήσω σ’ αυτή την ερώτηση θα ήθελα πρώτα να ξεκαθαρίσω δύο πιθανές παρεξηγήσεις.

Πρώτα απ' όλα όταν λέω ότι πρέπει να χρησιμοποιούμε τα συναισθήματα στην πνευματική ζωή, δε θα 'θελα να εννοηθεί αρνητικά. Με άλλα λόγια δε συνεπάγεται τη χρήση χοντροκομμένων, αμετουσίωτων συναισθημάτων με άλογες ψευδοθρησκευτικές έννοιες και συμπεριφορές. Για παράδειγμα, ας υποθέσουμε ότι κάποιος μαθαίνει πως η αίθουσα της εκκλησίας χρησιμοποιείται για χοροεσπερίδες τις Κυριακές και εξοργίζεται που η κυριακάτικη αργία βεβηλώνεται, με τη χρήση του ιερού χώρου για τέτοιους ανήθικους σκοπούς. Και πάνω στην έξαψη και στην αγανάκτησή του γράφει ένα γράμμα στους Times καταγγέλλοντας την ανηθικότητα της νέας γενιάς και προβλέποντας την πτώση του πολιτισμού μας. Εδώ μπορεί να νομίσουμε ότι τα συναισθήματά του πηγάζουν όντως από κάποιου είδους θρησκευτικό προβληματισμό. Αλλά αυτό δεν έχει τίποτα να κάνει με το Τέλειο Συναίσθημα, γιατί αυτού του είδους τα συναισθήματα δεν αποτελούν έκφραση της Τέλειας Θέασης. Απλά βασίζονται σ' ένα σωρό προκαταλήψεις και εκλογικεύσεις στο όνομα της θρησκείας. Άλλα παραδείγματα αυτού του είδους συναισθήματος και συμπεριφοράς βρίσκει κανείς στα διαβόητα ιδρύματα της Ιεράς Εξέτασης και των Σταυροφοριών. Αναμφισβήτητα, τα άτομα που ήταν αναμεμειγμένα σ' αυτά διέπονταν από έντονο συναίσθημα και ορισμένοι μπορεί να το χαρακτηρίσουν θρησκευτικό. Ωστόσο, δεν ήταν Τέλειο Συναίσθημα με τη βουδδιστική έννοια. Αν και αδιαφιλονίκητα αυτό το συναίσθημα ήταν συνδεδεμένο με τη θρησκεία, του έλειπε παντελώς κάθε στοιχείο Τέλειας Θέασης. Αυτό είναι το πρώτο είδος παρεξήγησης που πρέπει να αποφεύγουμε.

Κατά δεύτερο λόγο, είναι αδύνατο να μετουσιώσει κανείς τη συναισθηματική του φύση διαμέσου της επιρροής της διανοητικής ή λογικής του πεποίθησης. Δεν μπορούμε να φτάσουμε σε μία κατάσταση Τέλειου Συναισθήματος διαμέσου λογικής επιχειρηματολογίας. Είναι δυνατόν να μετουσιώσουμε ολοκληρωτικά τα αισθήματά μας μόνο διαμέσου της Τέλειας Θέασης, η οποία είναι ένα είδος ενόρασης ή πνευματικής εμπειρίας.

Το Τέλειο Συναίσθημα αντιπροσωπεύει μια τέτοια επιρροή της Τέλειας Θέασης πάνω στη συναισθηματική μας φύση ώστε να τη μεταμορφώσει ολοκληρωτικά. Έχει την αρνητική και τη θετική του άποψη.

Η αρνητική άποψη του Τέλειου Συναισθήματος

Η αρνητική άποψη του Τέλειου Συναισθήματος αποτελείται απ' ό,τι ονομάζεται στα σανσκριτικά ναϊσκράμυα (παλί: νεκάμα), αγιαπάντα (παλί και σανσκρ.), και αβιχίμσα (παλί και σανσκρ.): "μη επιθυμία", "μη μίσος", και "μη σκληρότητα".

Ναϊσκράμυα σημαίνει μη επιθυμία, αυταπάρνηση, αποποίηση ή προσφορά. Αποτελεί ένα πολύ σημαντικό μέρος του Τέλειου Συναισθήματος. Όπως είδαμε, το Τέλειο Συναίσθημα ακολουθεί την Τέλεια Θέαση - θέαση της αληθινής φύσης των πραγμάτων ή της φύσης της ύπαρξης. Ένα από τα χαρακτηριστικά της Τέλειας Θέασης είναι η ικανότητα να διακρίνει το ανικανοποίητο που χαρακτηρίζει την εξαρτημένη ύπαρξη ή τη ζωή όπως τη βιώνουμε συνήθως. Αυτό το είδος ενόρασης πρέπει από μόνο του να έχει κάποια πρακτικά αποτελέσματα. Αυτό το πρακτικό αποτέλεσμα είναι η ναϊσκράμυα ή μη επιθυμία. Αντιπροσωπεύει τη μείωση της νευρωτικής επιθυμίας που είναι αποτέλεσμα της θέασής μας στην αληθινή φύση των εξαρτημένων πραγμάτων. Συνειδητοποιούμε την ανεπάρκειά τους και έτσι προσκολλούμαστε λιγότερο και τα αναζητούμε λιγότερο. Η συνήθως σπασμωδική προσκόλλησή μας στα εγκόσμια αρχίζει να χαλαρώνει.

Καθώς η νευρωτική επιθυμία είναι η βασική επιβλαβής ψυχική κατάσταση, θα έπρεπε να ελέγξουμε τον εαυτό μας θέτοντάς του το εξής ερώτημα: "Από τότε που άρχισα να παίρνω το βουδδισμό στα σοβαρά, πόσα πράγματα απαρνήθηκα;" Αν έχουμε αναπτύξει την ενόρασή μας, αν έχουμε πειστεί όχι μόνο διανοητικά αλλά πνευματικά ότι τα εγκόσμια δεν είναι πλήρως ικανοποιητικά, τότε η προσκόλλησή μας σ' αυτά πρέπει να έχει χαλαρώσει. Ο βουδδισμός πρέπει να έχει αλλάξει τη ζωή μας. Δεν πρέπει να κάνουμε ό,τι κάναμε και πριν. Αν η ζωή μας δεν έχει αλλάξει σημαίνει ότι δεν είχαμε ούτε καν μια φευγαλέα και ατελή ματιά της Τέλειας Θέασης, και ότι το μέχρι τώρα ενδιαφέρον μας, αν και μπορεί να είναι γνήσιο, δεν είναι τίποτε άλλο παρά διανοητικό, θεωρητικό, ή ακόμα και ακαδημαϊκό.

Δεν υπάρχει ένας καθολικός τρόπος αυταπάρνησης. Κανείς δεν έχει το δικαίωμα να πει ότι αν κάποιος δεν απαρνήθηκε το άλφα ή το βήτα τότε δεν έχει Τέλεια Θέαση και επομένως δεν αξίζει να θεωρείται βουδδιστής. Διαφορετικά άτομα θα απαρνηθούν διαφορετικά πράγματα με διαφορετική σειρά αλλά το τελικό αποτέλεσμα πρέπει να είναι το ίδιο: να κάνουν τη ζωή τους πιο απλή και πιο λιτή. Οι πιο πολλοί από μας έχουμε ένα σωρό πράγματα που στην ουσία δεν χρειαζόμαστε. Αν εδώ και τώρα μας έλεγαν να πάρουμε χαρτί και μολύβι και να γράψουμε όλα τα πράγματα που δεν χρειαζόμαστε θα καταλήγαμε με μια ιδιαίτερα μεγάλη λίστα. Αλλά θα μας έπαιρνε πολύ καιρό να πάρουμε την απόφαση να ζήσουμε χωρίς αυτά.

Μερικές φορές το βλέπουμε σαν θυσία και μ' ένα σφίξιμο στο στομάχι αποφασίζουμε να απαρνηθούμε κάτι. Τα πράγματα όμως δεν πρέπει να είναι έτσι. Στο βουδδισμό δεν υπάρχει η έννοια της "απάρνησης" με αυτό τον τρόπο. Σύμφωνα με το βουδδισμό αυτό που απαιτείται από μας δεν είναι να απαρνηθούμε αλλά να εξελιχθούμε. Για τον ενήλικα, το να εγκαταλείψει τα παιδικά παιχνίδια δεν αποτελεί θυσία. Και με τον ίδιο τρόπο δεν πρέπει να αποτελεί θυσία για το πνευματικά ώριμο άτομο ή τουλάχιστον το άτομο που προσεγγίζει μία πνευματική ωριμότητα, να εγκαταλείψει τα παιχνίδια που χρησιμοποιούν οι άνθρωποι για τη διασκέδασή τους. Δεν προτείνω να κάνουμε κάτι τέτοιο μ' ένα δραματικό ή βίαιο τρόπο, σαν το συμβάν που άκουσα στο ραδιόφωνο για ένα κύριο που ανέβηκε στον πύργο του Άιφελ και έριξε την τηλεόρασή του κάτω. (Διαμαρτυρόταν κατά της ποιότητας των γαλλικών προγραμμάτων και η πράξη του τουλάχιστον έδειξε ένα βαθμό έλλειψης προσκόλλησης στη συσκευή του!) Αυτό που προσπαθώ να μεταδώσω είναι ότι αν αντιλαμβανόμαστε ως ένα βαθμό την πραγματική φύση της ύπαρξης και έχουμε καταφέρει σε κάποιο επίπεδο να δούμε την ανεπάρκεια των υλικών, εγκόσμιων αγαθών, τότε η προσκόλλησή μας σ' αυτά πρέπει να έχει χαλαρώσει και θα πρέπει να είμαστε πρόθυμοι και ευτυχείς να απαρνηθούμε τουλάχιστον κάποια από αυτά - κάτι σαν να έχουμε μόνον ένα αμάξι!

Αβυαπάντα ή μη μίσος

Αβυαπάντα είναι το αντίθετο του βυαπάντα που κυριολεκτικά σημαίνει "κάνω κακό", και κατ' επέκταση "μίσος". Το μίσος, όπως ήδη είπαμε, σχετίζεται άμεσα με την επιθυμία. Πολύ συχνά βλέπουμε ότι το μίσος ή ο ανταγωνισμός κρύβει μία ανεκπλήρωτη επιθυμία. Και αυτό είναι ολοφάνερο στη συμπεριφορά των παιδιών. Αν δε δώσουμε σ' ένα παιδί κάτι που επιθυμεί σφοδρά, τότε θα εκνευριστεί και θα βάλει τις φωνές. Οι ενήλικες συνήθως δε συμπεριφέρονται έτσι. Οι αντιδράσεις τους σπανίως είναι τόσο απλές και ξεκάθαρες γιατί οι επιθυμίες τους είναι πολύ πιο πολύπλοκες. Δε διψάνε απλά για υλικά αγαθά αλλά για επιτυχία, αναγνώριση, έπαινο και τρυφερότητα. Όταν τους αρνιούνται αυτά τα πράγματα, ιδίως όταν αυτό συμβαίνει κατ' επανάληψη, τότε απογοητεύονται. Και αυτό έχει ως αποτέλεσμα να δημιουργείται σε πολλούς μία πικρία που εκφράζεται με συνεχή κριτική προς τους άλλους, παράπονα, γκρίνια και ένα σωρό άλλες αρνητικές εκδηλώσεις. Αλλά με τη μείωση της νευρωτικής επιθυμίας και τη χαλάρωση της προσκόλλησης, τουλάχιστον σε κάποια υλικά αγαθά, μειώνεται και το μίσος γιατί η πιθανότητα απογοήτευσης έχει σταδιακά ελαττωθεί. Έτσι λοιπόν, άλλο ένα ερώτημα που πρέπει να θέτουμε στον εαυτό μας είναι το εξής: "Από τότε που άρχισα να παίρνω το βουδδισμό στα σοβαρά, κατάφερα τουλάχιστον να συγκρατώ τα νεύρα μου;". Αν ακόμα και σ' ένα βουδδιστικό κύκλο συμβαίνουν μικροτσακωμοί και μικροπαρεξηγήσεις σημαίνει ότι τουλάχιστον κάποια άτομα δε βάζουν το βουδδισμό τους στην πράξη: ότι δε διαθέτουν ούτε Τέλεια Θέαση ούτε Τέλειο Συναίσθημα.

Αβιχίμσα ή μη σκληρότητα

Χίμσα σημαίνει βία ή κακό και βιχίμσα -το αντίθετο της οποίας είναι η αβιχίμσα- σημαίνει υστερόβουλη επιβολή πόνου ή δυστυχίας. Η βιχίμσα είναι πολύ δυνατή λέξη στα σανσκριτικά και στα παλί, και μεταφράζεται καλύτερα ως "σκληρότητα". Η σύνδεσή της με το μίσος είναι εμφανής, αλλά δηλώνει κάτι πολύ χειρότερο από το απλό μίσος γιατί υπονοεί μία τάση επιβολής πόνου δίχως συγκεκριμένο λόγο ή ένα αίσθημα ευχαρίστησης στο να επιφέρει κανείς πόνο. Στη βουδδιστική σχολή της Μαχαγιάνας, η σκληρότητα με αυτή την έννοια θεωρείται το μεγαλύτερο από τα μείζονα αμαρτήματα που μπορεί να διαπράξει κανείς. Συχνά, ωστόσο, ειδικά στην περίπτωση των παιδιών, η σκληρότητα οφείλεται απλά σε άγνοια και απερισκεψία. Μπορεί να είναι δύσκολο για ένα παιδί να καταλάβει ότι άλλες μορφές ζωής μπορούν να αισθανθούν πόνο. Γι' αυτό το λόγο είναι σημαντικό αυτοί που έχουν επαφή με παιδιά, είτε ως γονείς είτε ως εκπαιδευτικοί, να προσπαθήσουν να τους μεταδώσουν μια ευαισθησία στο γεγονός ότι όλα τ' άλλα αισθανόμενα όντα είναι εξίσου ζωντανά με αυτά, και θα πονέσουν αν, λόγου χάρη, βάλεις το δάχτυλο σου στο μάτι τους ή τα καρφιτσώσεις σ' ένα ευαίσθητο σημείο. Είναι δύσκολο για τα παιδιά να το καταλάβουν αυτό κι αν δούνε ένα ζώο που μόλις κλώτσησαν να κυλιέται και να ουρλιάζει μπορεί απλά να τους φανεί αστείο καθώς δεν έχουν συνείδηση του πόνου που προξένησαν.

Ένα συμβάν από την ζωή του Βούδδα σχολιάζει αυτό το πρόβλημα. Μια φορά, όταν ο Βούδδας πήγαινε να ζητήσει ελεημοσύνη, βρήκε μία συμμορία από αγόρια να βασανίζουν ένα κοράκι που είχε σπάσει το φτερό του και να το διασκεδάζουν όπως συχνά διασκεδάζουν με τέτοια πράγματα τα αγόρια. Ο Βούδδας σταμάτησε και τα ρώτησε: "Αν σας χτυπήσουν θα πονέσετε;" "Ναι", του απάντησαν. Ο Βούδδας συνέχισε, "έτσι γίνεται και με το κοράκι, αν το χτυπήσεις θα πονέσει. Όταν ξέρετε πόσο δυσάρεστο είναι το συναίσθημα του πόνου, γιατί το προξενείτε σ' ένα άλλο πλάσμα που υποφέρει εξίσου με σας;". Ένα τέτοιο απλό μάθημα τα παιδιά μπορούν να καταλάβουν και να ακολουθήσουν, πρέπει όμως να τους δοθεί σε μικρή ηλικία, γιατί αν μια τέτοια συμπεριφορά δεν αντιμετωπιστεί εγκαίρως μπορεί να χειροτερεύσει βαθμηδόν σε τέτοιο σημείο ώστε να καταλήξει σε φρικαλεότητες.

Τα χαρακτικά του Χόγκαρθ[3] με τα "Τέσσερα Στάδια της Σκληρότητας" απεικονίζουν την εξής τρομακτική πραγματικότητα: στο πρώτο δείχνει το νεαρό Τομ Νέρο μαζί με τους φίλους του να βασανίζει ένα σκύλο· στο δεύτερο, ενήλικας πλέον, ο Τομ μαστιγώνει ένα άλογο μέχρι θανάτου· στο τρίτο πιάνεται επ' αυτοφώρω ενώ διαπράττει φόνο· τέλος, στο τέταρτο, το κουφάρι του, αφού κρεμάστηκε, τεμαχίζεται από μία ομάδα χειρουργών. Δε θα 'πρεπε ν' αψηφούμε τη σχέση μεταξύ αυτών των σταδίων. Όταν βλέπουμε ένα παιδί να βασανίζει ένα ζώο δε θα 'πρεπε να σκεφτόμαστε ότι "παιδί είναι δεν πειράζει" και ότι θα του "φύγει" μεγαλώνοντας. Θα πρέπει να του εξηγήσουμε τι ακριβώς κάνει, για ν' αποφύγουμε την καλλιέργεια της βίας και της σκληρότητας στη γένεσή της. Ιδού, λοιπόν, άλλο ένα ερώτημα που πρέπει να θέσουμε στον εαυτό μας: "Από τότε που άρχισα ν' ασχολούμαι με το βουδδισμό, κατάφερα να γίνω λιγότερο σκληρός;". Και σκληρότητα, ας μην ξεχνάμε, δεν σημαίνει μόνο σωματική σκληρότητα. Μπορεί να είναι και λεκτική. Πολλοί αρέσκονται στο να μιλάνε απότομα, με αγένεια και σαρκασμό πράγμα που αποτελεί μία μορφή σκληρότητας που ένας βουδδιστής, ή ένα άτομο που έχει βιώσει την Τέλεια Θέαση και το Τέλειο Συναίσθημα, θα έβρισκε δύσκολο να διαπράξει.

Για τον ίδιο λόγο θα πρέπει να είναι αδύνατο για ένα βουδδιστή να συμμετέχει σε αιματηρά σπορ. Μπορεί να μου πείτε ότι γνωρίζετε το Αμπιντάρμα σας πολύ καλά, αλλά αν την ίδια στιγμή λαμβάνετε μέρος σε αιματηρά σπορ κάθε Κυριακή δε θα λάβω αυτή σας τη γνώση ιδιαίτερα στα σοβαρά. Αυτή βέβαια είναι μια ακραία περίπτωση. Οι πιο πολλοί σήμερα δεν ασχολούνται με τέτοια σπορ, αν και μερικοί δυστυχώς όχι μόνο συνεχίζουν να το κάνουν, αλλά επίσης υπεραμύνονται αυτού του δικαιώματός τους. Όμως, από μία βουδδιστική οπτική γωνία -από την οπτική γωνία της Τέλειας Θέασης και του Τέλειου Συναισθήματος- τα αιματηρά σπορ είναι κάτι το απαράδεκτο, λόγω της κατάφωρης και άνευ λόγου σκληρότητας που τα χαρακτηρίζει.

Το ερώτημα της σκληρότητας μάς φέρνει στο ερώτημα της χορτοφαγίας. Πολλοί νοιώθουν ανίκανοι να φάνε ψάρι ή κρέας γιατί αυτό τους έκανε συνεργούς σε πράξεις ψυχρής και εσκεμμένης σκληρότητας. Αν και δεν υπάρχει ένας απόλυτος κανόνας που λέει ότι για να είναι κανείς βουδδιστής πρέπει να είναι χορτοφάγος, ωστόσο ένας ειλικρινής βουδδιστής -ένα άτομο που προσπαθεί ν' ακολουθήσει το Οκταπλό Μονοπάτι, το οποίο έχει βιώσει ως ένα βαθμό την Τέλεια Θέαση και το Τέλειο Συναίσθημα έχει αρχίσει να ξυπνάει μέσα του- αναμφισβήτητα θα κινηθεί προς αυτή την κατεύθυνση. Ο λόγος για τον οποίο συμβαίνει κάτι τέτοιο είναι ότι καθώς κανείς προχωράει στο πνευματικό μονοπάτι γίνεται ολοένα και πιο ευαίσθητος, έτσι φτάνει σ' ένα σημείο όπου πράγματα όπως το να μη θέλει να τρώει κρέας συμβαίνουν αυθόρμητα.

Η θετική άποψη του Τέλειου Συναισθήματος

Η θετική άποψη του Τέλειου Συναισθήματος αποτελείται από μία σειρά αλληλένδετων υγιών συναισθημάτων. Αυτά συμπεριλαμβάνουν τη θετική άποψη της αυταπάρνησης, του μη μίσους και της μη σκληρότητας, γνωστά στα σανσκριτικά ως ντάνα, μάιτρι (παλί: μέττα), και καρούνα, δηλαδή προσφορά, αγάπη και συμπόνια. Επίσης συμπεριλαμβάνονται η μουντίτα ή ενσυναισθητική χαρά, ουπέκσα (παλί: ουπέκκα) ή ηρεμία και σράντα (παλί: σάντα) ή πίστη και αφοσίωση. Η μάιτρι, καρούνα, μουντίτα και ουπέκσα είναι συλλογικά γνωστές ως οι μπράχμα βιχάρας ή "υψηλές καταστάσεις".

Ντάνα ή προσφορά

Κατά κάποιο τρόπο η ντάνα ή προσφορά είναι η βασική βουδδιστική αρετή χωρίς την οποία δεν μπορεί κανείς να ονομάζεται βουδδιστής. Ντάνα δεν είναι τόσο η πράξη καθαυτή του να δίνει κανείς, αλλά μάλλον η διάθεση τού να θέλει να δώσει και να μοιραστεί ότι έχει με τους άλλους. Αυτό το αίσθημα τού να θέλει κανείς να δώσει ή να μοιραστεί είναι συχνά η πρώτη εκδήλωση της πνευματικής ζωής - η πρώτη ένδειξη ότι η νευρωτική επιθυμία και η προσκόλληση έχουν κατά κάποιο τρόπο ελαττωθεί. Η ντάνα έχει σχολιαστεί εκτενώς στα βουδδιστικά κείμενα και πολλές διαφορετικές μορφές της έχουν απαριθμηθεί.

Κατά πρώτο λόγο έχουμε την προσφορά υλικών αγαθών ή το να μοιραζόμαστε ό,τι καλό έχουμε με τους άλλους: φαγητό, ρουχισμό, κ.τ.λ. Για μερικούς ανθρώπους στην Ανατολή, το να προσφέρουν κάθε μέρα κάτι υλικής φύσης αποτελεί μέρος της άσκησής τους, είτε αν είναι φαγητό σε ένα ζητιάνο, είτε ένα μικρό χρηματικό ποσό ή απλά ένα φλιτζάνι τσάι, έτσι ώστε κάθε μέρα κάτι να προσφέρεται ή να μοιράζεται, τουλάχιστον στο υλικό επίπεδο.

Κατά δεύτερο λόγο, έχουμε την προσφορά γνώσης, με την έννοια της προσφοράς πολιτισμού και εκπαίδευσης. Αυτό το είδος προσφοράς πάντα θεωρούταν πολύ σημαντικό στις βουδδιστικές χώρες. Η γνώση δεν πρέπει να περιορίζεται σ' ένα άτομο αλλά πρέπει να μοιράζεται σε όλους. Όλοι θα έπρεπε να μπορούν να ωφεληθούν από αυτήν. Αυτό τονιζόταν ιδιαίτερα στη βουδδιστική Ινδία γιατί η βραχμανική κάστα, η κάστα των ινδουιστών ιερέων, πάντα προσπαθούσε να έχει μονοπώλιο στη γνώση και να κρατήσει τις άλλες σε μία κατάσταση άγνοιας και υποτέλειας. Ο βουδδισμός πάντα τόνιζε το γεγονός ότι η γνώση, ακόμα και η κοσμική γνώση και πολιτισμός, δε θα έπρεπε να είναι το μονοπώλιο καμιάς κάστας ή τάξης ανθρώπων, αλλά να παρέχεται ελεύθερα σε όλη την κοινότητα.

Άλλο ένα σημαντικό είδος προσφοράς που αναφέρεται στις βουδδιστικές γραφές είναι η προσφορά θάρρους. Αυτό μπορεί ν' ακούγεται σαν ένα περίεργο είδος "δώρου". Δεν μπορείς να προσφέρεις θάρρος στο πιάτο ή συσκευασμένο σ' ένα πακετάκι και περιτυλιγμένο με κορδελίτσα. Αλλά μπορείς να μοιραστείς την αυτοπεποίθησή σου με τους άλλους. Μπορείς να εμπνεύσεις στους άλλους ένα αίσθημα αφοβίας ή ασφάλειας απλά με την παρουσία σου και τη συμπεριφορά σου. Για το βουδδισμό αυτή η ικανότητα να καθησυχάζει κανείς τους ανθρώπους με την παρουσία του έχει μεγάλη σημασία και αποτελεί μια σημαντικότατη προσφορά στη ζωή της κοινότητας.

Άλλη μία μορφή ντάνα πού αναφέρεται στις βουδδιστικές γραφές είναι η προσφορά ζωής και μέλους. Για χάρη των άλλων ή για χάρη του Ντάρμα, των Διδασκαλιών, πρέπει να είμαστε έτοιμοι να θυσιάσουμε τα ίδια μας τα μέλη, ακόμα και την ίδια μας την ζωή. Η ντάνα, η προσφορά ή γενναιοδωρία, μπορεί να φτάσει ως αυτό το σημείο.

Τελικά, ξεπερνώντας ακόμα και τη θυσία της ζωής υπάρχει αυτό που λέγεται στο βουδδισμό η προσφορά του δώρου του Ντάρμα: το δώρο της ίδιας της αλήθειας, το δώρο της γνώσης ή της κατανόησης του δρόμου προς τη Φώτιση, τη Χειραφέτηση ή τη Νιρβάνα. Το δώρο αυτού του είδους της γνώσης ξεπερνάει όλα τα άλλα δώρα.

Αυτά είναι μερικά από τα πράγματα που μπορεί να δώσει κανείς, γεγονός που μας κάνει να συνειδητοποιήσουμε πόσο δυναμική και εκτενής μπορεί να γίνει η άσκηση της προσφοράς. Σύμφωνα με τη βουδδιστική διδασκαλία πρέπει να δίνουμε συνέχεια με οποιοδήποτε τρόπο και σε οποιοδήποτε επίπεδο μας είναι δυνατόν. Στη βουδδιστική Ανατολή η ντάνα ή προσφορά διαπερνάει και εμποτίζει κάθε πλευρά της κοινωνικής ή θρησκευτικής ζωής. Αν πηγαίνεις σ' ένα ναό, για παράδειγμα, δεν πηγαίνεις με άδεια χέρια: παίρνεις λουλούδια, κεριά, θυμίαμα και τα προσφέρεις. Με τον ίδιο τρόπο όταν επισκέπτεσαι ένα φίλο, ακόμα και αν η επίσκεψη δεν είναι προγραμματισμένη, πάντα φέρνεις ένα δώρο. Όταν έμενα στην Καλιμπόνγκ και συναναστρεφόμουν αρκετούς Θιβετιανούς, διαπίστωσα ότι αυτό ήταν εθιμοτυπικώς επιβεβλημένο. Ένας φίλος σου δε θα τολμούσε να διανοηθεί να εμφανιστεί στο κατώφλι σου δίχως ένα κουτί μπισκότα ή κάποιο άλλο δώρο κάτω από τη μασχάλη του. Έτσι, το πνεύμα της προσφοράς διέπει κάθε άποψη της ζωής σε πολλές βουδδιστικές χώρες. Αναμφισβήτητα, αυτό καταντάει κατά κάποιο τρόπο να γίνεται απλά ένα έθιμο και συχνά δεν το κάνει κανείς με την καρδιά του. Ωστόσο, όταν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο δίνουμε συνέχεια, αυτό δεν μπορεί παρά να έχει κάποια επιρροή πάνω μας - ακόμα κι αν το κάνουμε γιατί έτσι πρέπει να γίνει. Το να δίνει κανείς και να μοιράζεται γίνεται μια συνήθεια, έτσι σκεφτόμαστε λιγάκι και τους άλλους αντί να σκεφτόμαστε συνέχεια τον εαυτό μας.

Μάιτρι ή αγάπη

Η σανσκριτική λέξη μάιτρι συνδέεται ετυμολογικά με τη λέξη μίτρα, που σημαίνει φίλος. Σύμφωνα με τα βουδδιστικά κείμενα μάιτρι είναι η αγάπη που νιώθει κανείς για κάποιον που είναι πολύ κοντινός και αγαπητός, πολύ οικείος, για ένα φίλο, αλλά επεκτείνεται με σκοπό να συμπεριλάβει τους πάντες. Οι αγγλικές λέξεις "φίλος" και "φιλία" αυτές τις μέρες δε σημαίνουν και πολλά πράγματα, και η φιλία θεωρείται ως ένα ήπιο συναίσθημα. Αλλά τα πράγματα είναι διαφορετικά στην Ανατολή όπου η μάιτρι ή φιλία θεωρείται ένα πολύ δυνατό και θετικό συναίσθημα και συνήθως ορίζεται ως έντονη επιθυμία για το καλό και την ευτυχία του άλλου ατόμου, όχι μόνο στο υλικό επίπεδο, αλλά και στο πνευματικό. Οι βουδδιστικές διδασκαλίες μάς ενθαρρύνουν συνέχεια να καλλιεργήσουμε τέτοια συναισθήματα για τους κοντινότερους φίλους μας και σταδιακά να συμπεριλάβουμε τους πάντες. Αυτή η διάθεση συνοψίζεται στη φράση "Sabbe satta sukhi hontu" (παλί) ή "Είθε όλα τα όντα να είναι ευτυχισμένα!" που εκφράζει επακριβώς την εγκάρδια επιθυμία όλων των βουδδιστών. Αλλά αν τρέφουμε αυτή την εγκάρδια επιθυμία -όχι απλά την ιδέα του συναισθήματος αλλά το καθεαυτό συναίσθημα- τότε διαθέτουμε μάιτρι.

Στο βουδδισμό η ανάπτυξη της μάιτρι δεν αφήνεται στην τύχη. Μερικοί πιστεύουν ότι ή νιώθει κανείς αγάπη για τους άλλους ή δε νιώθει και το ότι αν δεν νοιώθει τότε τόσο το χειρότερο γιατί δεν μπορεί να κάνει τίποτα για να τ' αλλάξει. Στο βουδδισμό υπάρχουν συγκεκριμένες πρακτικές, συγκεκριμένες ασκήσεις, για την καλλιέργεια της μάιτρι ή της αγάπης - αυτό που ονομάζουμε μάιτρι-μπάβανα (παλί: μέττα μπάβανα). Αυτές οι πρακτικές όμως κάθε άλλο παρά εύκολες είναι. Δε θα είναι εύκολο ν' αναπτύξουμε την αγάπη, αλλά αν επιμείνουμε και επιτύχουμε τότε η εμπειρία θα μας επιβραβεύσει για τις προσπάθειές μας.

Καρούνα ή συμπόνια

Είναι φυσικό η συμπόνια να συνδέεται στενά με την αγάπη. Η αγάπη μεταμορφώνεται σε συμπόνια όταν βρεθεί αντιμέτωπη με τη δυστυχία ενός ατόμου που αγαπάμε. Αν αγαπάμε κάποιον και τον δούμε να υποφέρει, αυτόματα η αγάπη μας θα μεταμορφωθεί σ' ένα έντονο συναίσθημα συμπόνιας. Σύμφωνα με το βουδδισμό η καρούνα ή συμπόνια είναι το πιο πνευματικό απ' όλα τα συναισθήματα, και είναι επίσης το κατ' εξοχήν συναίσθημα που χαρακτηρίζει τους Βούδδες και τους Μποντισάττβες. Ωστόσο, ορισμένοι Μποντισάττβες ενσαρκώνουν τη συμπόνια περισσότερο από τους άλλους: για παράδειγμα ο Αβαλοκιτεσβάρα, "ο Προσβλέπων Κύριος (που κοιτάει με συμπόνια)", είναι ανάμεσα στους Μποντισάττβες η βασική "ενσάρκωση" ή το αρχέτυπο της συμπόνιας. Υπάρχουν διάφορες απεικονίσεις του Αβαλοκιτεσβάρα. Μία από τις πιο ενδιαφέρουσες είναι αυτή που έχει έντεκα κεφάλια και χίλια χέρια, που αν και μπορεί να μας φανεί περίεργη, είναι ιδιαίτερα εκφραστική. Τα έντεκα κεφάλια συμβολίζουν το γεγονός ότι η συμπόνια ατενίζει προς τα έντεκα σημεία του ορίζοντα -δηλαδή σε όλες τις δυνατές κατευθύνσεις- ενώ τα χίλια χέρια συμβολίζουν την ατέρμονη συμπονετική δραστηριότητα.

Υπάρχει μια ενδιαφέρουσα ιστορία σχετικά με τη γέννηση της συγκεκριμένης εικόνας, μία ιστορία που δεν ανήκει απλά στη "μυθολογία", αλλά βασίζεται πάνω στα γεγονότα της πνευματικής ψυχολογίας. Μια φορά κι ένα καιρό, λέγεται ότι ο Αβαλοκιτεσβάρα συλλογιζόταν τα βάσανα των έμβιων όντων. Καθώς κοίταξε έξω στον κόσμο, είδε τους ανθρώπους να υποφέρουν με τόσους πολλούς τρόπους: μερικοί πέθαιναν πρόωρα λόγω φωτιάς, ναυαγίου, ή εκτέλεσης, άλλοι υπέφεραν τις οδύνες του πένθους, της απώλειας, της αρρώστιας, της πείνας και της δίψας. Τότε, μέσα στην καρδιά του γεννήθηκε ένα τόσο αφόρητο και φοβερό αίσθημα συμπόνιας, που έκανε το κεφάλι του να σπάσει σε έντεκα κομμάτια. Αυτά έγιναν τα έντεκα κεφάλια που θα κοιτούσαν στα έντεκα σημεία του ορίζοντα και χίλια χέρια εμφανίστηκαν για να βοηθήσουν όλους αυτούς που υπέφεραν. Έτσι, αυτή η πολύ όμορφη ιδέα του Αβαλοκιτεσβάρα με τα έντεκα κεφάλια και τα χίλια χέρια, αποτελεί μία απόπειρα έκφρασης της ουσίας της συμπόνιας, δείχνοντας πώς αισθάνεται μία συμπονετική καρδιά για τα βάσανα και τη δυστυχία του κόσμου.

Άλλη μία εικόνα Μποντισάττβα που ενσαρκώνει τη συμπόνια, αυτή τη φορά με θηλυκή μορφή, είναι η Τάρα, της οποίας το όνομα σημαίνει "λυτρωτής" ή "αστέρι". Υπάρχει μια πολύ όμορφη ιστορία που περιγράφει πώς γεννήθηκε η Τάρα μέσα από τα δάκρυα του Αβαλοκιτεσβάρα καθώς αυτός θρηνούσε για τα βάσανα και τις κακουχίες του κόσμου.

Μπορεί να δούμε αυτούς τους μύθους σαν απλές ιστοριούλες και οι πιο διανοούμενοι μπορεί ακόμα να γελάσουν μ' αυτές. Αλλά δεν είναι απλές ιστορίες - δεν είναι καν ερμηνευτικές ιστορίες. Διέπονται από μία βαθιά, αληθινή, συμβολική, ακόμα και αρχετυπική σημασία, και αντιπροσωπεύουν την ενσάρκωση της φύσης της συμπόνιας σε μία συγκεκριμένη μορφή.

Στη βουδδιστική Σχολή της Μαχαγιάνας, δηλαδή στις διδασκαλίες της "Μεγάλης Οδού", η συμπόνια θεωρείται το πιο σημαντικό συναίσθημα. Όντως, σε μία από τις Σούτρες τις Μαχαγιάνας, ο Βούδδας παρουσιάζεται να υποστηρίζει ότι ο Μποντισάττβας -αυτός δηλαδή που φιλοδοξεί να γίνει Βούδδας- δε χρειάζεται να διδαχτεί πολλά πράγματα. Αν διδαχτεί μόνο τη συμπόνια και την ενσωματώσει αυτό θα είναι υπεραρκετό. Δε χρειάζεται να γνωρίζει για την αλληλοεξαρτώμενη καταγωγή, τη Μαντυαμίκα, τη Γιογκατσάρα ή το Αμπιντάρμα - ούτε καν για το Οκταπλό Μονοπάτι. Αν ο μποντισάττβας είναι εξοικειωμένος μόνο με τη συμπόνια, αν η καρδιά του είναι γεμάτη μόνο από συμπόνια, τότε αυτό αρκεί. Σε άλλα κείμενα ο Βούδδας λέει ότι αν κανείς έχει μόνο συμπόνια για τα βάσανα των άλλων έμβιων όντων τότε, με τον καιρό, όλες οι άλλες οι πνευματικές αρετές, όλα τα υπόλοιπα πνευματικά επιτεύγματα, ακόμα και η ίδια η Φώτιση, θ' ακολουθήσουν.

Μια πολύ συγκινητική ιστορία από την Ιαπωνία δείχνει τη σημασία της συμπόνιας. Κάποτε ζούσε ένας πολύ σπάταλος νεαρός. Αφού ξόδεψε μέχρι και την τελευταία του δεκάρα γλεντοκοπώντας, έφτασε στο σημείο να μην έχει μείνει τίποτα που να μην τον αηδιάζει, συμπεριλαμβανομένου και του εαυτού του. Τότε, αποφάσισε ότι δεν του έμενε τίποτε άλλο να κάνει παρά να πάει σ' ένα Ζεν μοναστήρι και να γίνει μοναχός. Αυτή ήταν η τελευταία του ελπίδα. Δεν ήθελε στ' αλήθεια να γίνει μοναχός, απλά δεν του είχε απομείνει τίποτε άλλο. Έτσι πήγε στο μοναστήρι και υποθέτω πως έμεινε γονατιστός για τρεις μέρες έξω στο χιόνι, όπως έχει το εθιμοτυπικό για τους επίδοξους μοναχούς. Τελικά ο ηγούμενος, ένας γεροπαράξενος, συμφώνησε να τον δει. Άκουσε προσεχτικά ό,τι είχε να του πει ο νεαρός, δίχως ο ίδιος να λέει πολλά, και αφού τελείωσε, του έθεσε το εξής ερώτημα: "Χμ, λοιπόν… είσαι καλός σε κάτι, οτιδήποτε;". Ο νεαρός συλλογίστηκε για λίγο και του αποκρίθηκε, "Ναι, κάτι ξέρω από σκάκι". Τότε ο ηγούμενος φώναξε τον ακόλουθό του και του ζήτησε να καλέσει ένα συγκεκριμένο μοναχό.

Ο μοναχός έφτασε. Ήταν γέρος και είχε περάσει πολλά χρόνια στο μοναστήρι. Μετά ο ηγούμενος είπε στον ακόλουθό του, "Φέρε μου το σπαθί μου". Ο ακόλουθος έφερε το σπαθί και το απόθεσε δίπλα στον ηγούμενο. Τότε ο ηγούμενος απευθύνθηκε στο γέρο μοναχό και στο νεαρό, "Τώρα θα παίξετε μια παρτίδα σκάκι. Όποιος χάσει θα του κόψω το κεφάλι μ' αυτό το σπαθί!". Τον κοίταξαν καλά και κατάλαβαν ότι το εννοούσε. Έτσι ο νεαρός έκανε την πρώτη κίνηση. Ο γέρος, που δεν ήταν και κακός παίχτης, έκανε τη δική του. Ο νεαρός έκανε την επόμενη κίνηση. Ο γέρος ανταπέδωσε. Μετά από λίγο ο νεαρός άρχισε να λούζεται στον ιδρώτα. Έτσι αποφάσισε να συγκεντρωθεί όσο μπορούσε, τα έδωσε όλα στο παιχνίδι και κατάφερε να αντεπιτεθεί επιτυχώς στις απειλητικές κινήσεις του μοναχού. Τότε ανάσανε με ανακούφιση, "Α, το παιχνίδι δεν πάει και πολύ άσχημα!". Αλλά ακριβώς εκείνη τη στιγμή, όταν ήταν σίγουρος ότι θα νικήσει, σήκωσε το κεφάλι του και πρόσεξε το πρόσωπο του γέρου μοναχού. Όπως είπα, ήταν γέρος και είχε περάσει πολλά χρόνια στο μοναστήρι - ίσως είκοσι, ίσως τριάντα ή ακόμη και σαράντα. Είχε υποφέρει πολύ στη ζωή του και είχε ζήσει με μεγάλη αυταπάρνηση και λιτότητα. Είχε ασκηθεί πολύ στο διαλογισμό. Το πρόσωπο του ήταν αδύνατο, φαγωμένο και ασκητικό.

Ο νεαρός ξαφνικά σκέφτηκε, "Υπήρξα τέτοιος χαραμοφάης! Δεν βοήθησα κανέναν στη ζωή μου. Και αυτός ο μοναχός που έζησε μια τόσο άγια ζωή τώρα θα πρέπει να πεθάνει". Έτσι τον συνεπήρε ένα κύμα συμπόνιας. Ένιωσε φοβερή λύπη για το γέρο μοναχό, που καθόταν εκεί αδιαμαρτύρητα και συνέχιζε να παίζει, σύμφωνα με τις διαταγές του ηγουμένου, και όπου να 'ναι θα έχανε και θα έπρεπε να πεθάνει. Μια φοβερή συμπόνια πλημμύρισε την καρδιά του και σκέφτηκε, "Δεν μπορώ να το επιτρέψω αυτό". Έτσι έκανε επίτηδες μια λάθος κίνηση. Ο μοναχός έκανε τη δική του. Μετά, ο νεαρός έκανε επίτηδες άλλη μία λάθος κίνηση και ήταν εμφανές ότι έχανε και ότι θα του ήταν αδύνατο να ξαναπάρει τα ηνία του παιχνιδιού. Τότε, ξαφνικά, ο ηγούμενος χάλασε την σκακιέρα και είπε: "Κανείς δεν κέρδισε και κανείς δεν έχασε". Μετά απευθύνθηκε στο νεαρό λέγοντάς του: "Έμαθες δύο πράγματα σήμερα: την αυτοσυγκέντρωση και τη συμπόνια. Και αφού έμαθες τη συμπόνια - αυτό μου αρκεί!".

Όπως και οι Σούτρες της Μαχαγιάνας, το δίδαγμα της ιστορίας είναι ότι η συμπόνια είναι απαραίτητη. Ενώ ο νεαρός είχε ζήσει μια τόσο άσωτη και αμαρτωλή ζωή μπορούσε ακόμα να νιώθει συμπόνια. Αυτό σήμαινε ότι υπήρχε ακόμα ελπίδα γι' αυτόν. Ήταν πρόθυμος να θυσιάσει τη δικιά του ζωή για χάρη του μοναχού, πράγμα που σημαίνει ότι κρυβόταν μια πολύ μεγάλη συμπόνια στο βάθος της καρδιάς αυτού του κατά τα φαινόμενα ανάξιου νεαρού. Ο ηγούμενος κατάφερε να διακρίνει αυτήν τη δυνατότητα και σκέφτηκε: "Εδώ έχουμε έναν εκκολαπτόμενο Μποντισάττβα", και έπραξε αναλόγως.

Μουντίτα ή Ενσυναισθητική Χαρά

Μουντίτα ή Ενσυναισθητική Χαρά, είναι η ευτυχία που νιώθουμε για την ευτυχία των άλλων. Αν δούμε κάποιον άλλο να είναι ευτυχισμένος πρέπει και εμείς να νιώθουμε ευτυχισμένοι, αλλά δυστυχώς τα πράγματα δε συμβαίνουν πάντα έτσι. Ένας κυνικός κάποτε είπε ότι νοιώθουμε μία κρυφή ικανοποίηση για τις ατυχίες των φίλων μας. Δυστυχώς, αυτό είναι συχνά αληθές. Την επόμενη φορά που κάποιος σας λέει για κάτι στραβό που του έτυχε, προσέξτε την αντίδρασή σας. Θα προσέξετε, αν και μόνο για μία στιγμή, ένα ανασκίρτημα ικανοποίησης - μετά από αυτό βέβαια η επιβαλλόμενη αντίδραση θα συγκαλύψει την αρχική, την αληθινή αντίδραση. Αυτή η κρυφή χαρά για τις ατυχίες των άλλων μπορεί να εξαλειφθεί με τη βοήθεια της επίγνωσης καθώς και με μία συνειδητή προσπάθεια να μοιραστεί κανείς την ευτυχία των άλλων.

Μπορούμε να πούμε ότι χαρά είναι ένα κατ' εξοχήν βουδδιστικό συναίσθημα. Αν δεν είσαι χαρούμενος και ευτυχισμένος, τουλάχιστον ορισμένες φορές, τότε δεν μπορείς να αυτοαποκαλείσαι βουδδιστής. Στην Ανατολή -αν και μπορεί αυτό να σας φανεί περίεργο- η θρησκεία δεν έχει τίποτα να κάνει με τη ζοφερότητα. Στην Αγγλία, τουλάχιστον στο παρελθόν, υπήρχε μια τάση να ταυτίζει κανείς τη θρησκεία με τη ζοφερότητα. Ο κόσμος νόμιζε ότι όσο πιο σοβαρός, πιο βαρύς και κατηφής φαινόσουν τόσο πιο θρήσκος ήσουνα. Αν ήσουν γεμάτος χαρά και ζωή, ειδικά τις Κυριακές, ήταν ξεκάθαρο ότι ήσουν άθεος, ασεβής και βέβηλος. Αυτό μπορεί να ακούγεται σαν υπερβολή, αλλά μου είπαν ότι τον παλιό καιρό στη Σκωτία υπήρχε ένας νόμος σύμφωνα με τον οποίο θα μπορούσαν να σου κάνουν μήνυση αν γελούσες την Κυριακή!

Δυστυχώς, ακόμα και ο βουδδισμός έχει επηρεαστεί από τέτοιες τάσεις στη Βρετανία, ιδίως στο παρελθόν. Θυμάμαι την πρώτη φορά που παρευρέθηκα σ' έναν εορτασμό του Βέσακ, στο Λονδίνο, είχα σοκαριστεί. Ο κόσμος φαινόταν σαν να είχε έρθει σε κηδεία - πιθανότατα των γονιών του! Όταν κατά τη διάρκεια της ομιλίας μου έκανα κάποια αστεία μερικά άτομα από το κοινό φάνηκαν να ξαφνιάζονται. Μερικοί αποπειράθηκαν να χαμογελάσουν, ακόμα και να γελάσουν, αλλά ήταν ξεκάθαρο ότι δεν ήταν συνηθισμένοι σ' αυτού του είδους τη συμπεριφορά. Κατά τη διάρκεια της ομιλίας μου έφτασα στο σημείο να πω, "αυτό είναι πολύ περίεργο! Γιόρτασα το Βέσακ σε όλο το βουδδιστικό κόσμο, από την Κεϋλάνη, τη Σιγκαπούρη, την Καλιμπόνγκ μέχρι τη Βομβάη, με Θιβετιανούς, Σικιμαίους, Σριλανκανούς, Μπουρμέζους, Κινέζους, Γιαπωνέζους και Ταϋλανδούς και πάντα ήταν χαρούμενοι αυτή τη μέρα. Αλλά εδώ φαίνονται όλοι τόσο θλιμμένοι λες και δε χαίρονται που ο Βούδδας έφτασε στη Φώτιση!" Αυτό συνέβη το 1965, και τα πράγματα σίγουρα άλλαξαν προς το καλύτερο από τότε. Τουλάχιστον οι βουδδιστές δε συνεχίζουν να εορτάζουν το Βέσακ σαν να ήτανε ημέρα μαρτυρίας αλλά σαν ευκαιρία για αγαλλίαση. Πράγματι, το βρετανικό βουδδιστικό κίνημα στο σύνολό του παρουσιάζει σήμερα μια πολύ πιο εύχαρη και ζωηρή εικόνα.

Ουπέκσα ή αταραξία

Ουπέκσα σημαίνει ηρεμία ή ακόμα πιο απλά, ησυχία. Συνήθως εκλαμβάνουμε την ησυχία ως κάτι το αρνητικό, ως την απουσία θορύβου ή ενοχλήσεων, όπως στη φράση, "αφήστε με στην ησυχία μου". Τουναντίον, η ησυχία είναι κάτι το πολύ θετικό. Όντως, δεν είναι λιγότερο θετική από την αγάπη, τη συμπόνια ή τη χαρά - μάλλον θετικότερη σύμφωνα με τη βουδδιστική παράδοση. Ουπέκσα δε σημαίνει απλά η απουσία κάτι άλλου, αλλά μία ξεχωριστή διάθεση και κατάσταση. Είναι μια θετική, ζωηρή κατάσταση που βρίσκεται πιο κοντά στην ευδαιμονία απ' ό,τι νομίζουμε. Ησυχία μ' αυτή την έννοια αποτελεί επίσης μία σημαντική πλευρά του Τέλειου Συναισθήματος.

Σράντα ή πίστη και αφοσίωση

Η σράντα συνήθως μεταφράζεται ως πίστη αλλά δεν είναι πίστη με την έννοια της θρησκευτικής πίστης. Είναι περισσότερο η συναισθηματική πλευρά της γενικής μας αντίδρασης προς την αλήθεια, ιδίως της αλήθειας όπως αυτή αναπαρίσταται διαμέσου ορισμένων συμβόλων. Στο βουδδισμό η πίστη και η αφοσίωση κατευθύνονται κυρίως προς τα Τρία Πολύτιμα Πετράδια, ή τα Τρία Σημαντικότερα Πράγματα: το Βούδδα, το φωτισμένο δάσκαλο· το Ντάρμα ή τη διδασκαλία που μας δείχνει το δρόμο προς τη Φώτιση· και τη Σάνγκα, την κοινότητα των οπαδών που βρίσκονται στο δρόμο προς τη Φώτιση. Τα Πολύτιμα Πετράδια έχουν τα ανάλογα σύμβολα. Ο Βούδδας συμβολίζεται με την εικόνα του Βούδδα, το Ντάρμα με τη διδασκαλία των γραφών και η Σάνγκα με τα μέλη της μοναστικής κοινότητας. Σε όλες τις βουδδιστικές χώρες της Ανατολής αποδίδεται βαθύς σεβασμός σ' αυτά τα τρία σύμβολα -την εικόνα, τις γραφές και τους μοναχούς- όχι γι' αυτό που αντιπροσωπεύουν, αλλά γι' αυτό που συμβολίζουν.

Η Επτάπτυχη Πούτζα

Είδαμε ότι στο βουδδισμό υπάρχουν συγκεκριμένες ασκήσεις για την καλλιέργεια τής μάιτρι ή αγάπης. Όπως και σε άλλες θρησκείες έτσι και στο βουδδισμό υπάρχουν επίσης συγκεκριμένες πρακτικές για την καλλιέργεια πίστης και αφοσίωσης. Μία από αυτές λέγεται Επτάπτυχη Πούτζα. Είναι προφανές το ότι αποτελείται από επτά διαφορετικά μέρη. Το καθένα αντιπροσωπεύει μία σειρά λατρευτικών διαθέσεων και συνοδεύεται, όπου είναι απαραίτητο, από τις ανάλογες τελετουργικές πράξεις.

Το πρώτο στάδιο της Επτάπτυχης Πούτζας είναι η πούτζα ή λατρεία και αποτελείται από την τελετουργική προσφορά. Στην απλούστερη μορφή της πούτζας η προσφορά αποτελείται απλά από λουλούδια, φως -με τη μορφή κεριών ή καντηλιών- και από αναμμένο θυμίαμα. Επίσης υπάρχουν οι λεγόμενες επτά συνηθισμένες προσφορές: πόσιμο νερό, νερό για το πλύσιμο των ποδιών, λουλούδια, θυμίαμα, φως, άρωμα, φαγητό και μερικές φορές μία όγδοη προσφορά που είναι η μουσική. Παρεμπιπτόντως, αυτές είναι οι αρχαίες ινδικές προσφορές προς τον επίτιμο προσκεκλημένο.

Ακόμα και σήμερα στην Ινδία, αν κανείς επισκεφτεί κάποιον ως επίτιμος προσκεκλημένος, θα του προσφερθεί πρώτα απ' όλα ένα ποτήρι νερό επειδή στην Ινδία κάνει πολύ ζέστη και πιθανότατα θα διψάει. Μετά θα του δώσουν νερό για να πλύνει τα πόδια του και πολλές φορές οι οικοδεσπότες θα του πλύνουν τα πόδια, ιδίως αν είναι μοναχός, γιατί οι δρόμοι στην Ινδία είναι γεμάτοι σκόνη και επομένως τα πόδια του θα είναι σκονισμένα. Μετά θα του δοθεί μια γιρλάντα από λουλούδια και οι οικοδεσπότες θα ανάψουν θυμίαμα για να δημιουργήσουν μίαν ευχάριστη ατμόσφαιρα και για να κρατήσουν μακριά μύγες και κουνούπια. Αν έχει βραδιάσει θα ανάψουν ένα καντήλι. Μπορεί να του προσφέρουν επίσης άρωμα για το σώμα και, φυσικά, φαγητό. Μετά το φαγητό μερικές φορές θα ακολουθήσει μουσική.

Έτσι υποδέχονται τον επίτιμο προσκεκλημένο στην Ινδία και αυτές οι επτά ή οκτώ προσφορές προς αυτόν έγιναν οι επτά ή οκτώ θρησκευτικές προσφορές. Αυτές οι προσφορές δίδονται στο Βούδδα γιατί έρχεται στον κόσμο μας ως καλεσμένος από ένα ανώτερο επίπεδο ύπαρξης. Συμβολίζει την παρέμβαση τού Υπερβατικού στη συνήθη καθημερινότητά μας και γι' αυτό το λόγο του φερόμαστε σαν σε επίτιμο προσκεκλημένο. Μερικές φορές οι επτά ή οκτώ προσφορές δίδονται σε είδος: δηλαδή νερό, λουλούδια, θυμίαμα, φως, άρωμα και φαγητό τοποθετημένα στα "πόδια" του ιερού αλλά συνήθως, ιδιαίτερα για τους Θιβετιανούς, προσφέρονται μόνον επτά δοχεία με νερό.

Το δεύτερο στάδιο της Επτάπτυχης Πούτζας είναι η βαντάνα, που σημαίνει προσκύνημα ή χαιρετισμό. Σ' αυτό το στάδιο αποδίδεται φόρος τιμής με το σώμα. Μερικοί είναι της άποψης ότι αρκεί κανείς να αισθάνεται σεβασμό και λατρεία για το Βούδδα. Αυτό είναι αληθές, αλλά αν αισθάνεσαι κάτι τόσο έντονα, τότε θα θέλεις να εκφράσεις αυτά τα συναισθήματα. Αν αγαπάς κάποιον δεν θα σ' άρεσε να κρατήσεις αυτό το συναίσθημα μέσα σου. Το εκφράζεις προς τα έξω γιατί είσαι ένα σύνολο διαφορετικών στοιχείων - όχι μόνο νους αλλά επίσης λόγος και σώμα. Έτσι, αν λατρεύεις πραγματικά το Βούδδα δε θα θέλεις να το κρατήσεις μέσα σου: θα το εκφράσεις αυθόρμητα με το σώμα σου.

Υπάρχουν πολλές διαφορετικές μορφές βαντάνας ή προσκυνήματος, από το να σμίγεις τα χέρια σου σε στάση προσευχής, όπως όταν ψέλνεις την Επτάπτυχη Πούτζα, μέχρι να κάνεις ένα πλήρη προστερνισμό στο πάτωμα, πράγμα το οποίο γίνεται σε ορισμένα τελετουργικά. Αλλά άσχετα με το αν σμίγεις τα χέρια σου ή μόνο τα ακροδάχτυλα σου κι αν ακόμα πέφτεις πρηνής στο πάτωμα, όλες αυτές οι μορφές προσκυνήματος εκπροσωπούν μία διάθεση ταπεινότητας και δεκτικότητας. Εκφράζουν την προσήνειά μας προς την πνευματική έμπνευση που πηγάζει από το Βούδδα.

Το τρίτο στάδιο της Επτάπτυχης Πούτζας είναι το Πηγαίνω για Προστασία στο Βούδδα, το Ντάρμα και τη Σάνγκα. Αυτό αντιπροσωπεύει τη δέσμευσή μας στον Βούδδα ως το πνευματικό μας ιδανικό, στο Ντάρμα ως τον τρόπο υλοποίησης αυτού του ιδανικού και στη Σάνγκα ως την κοινότητα των ατόμων με τα οποία θα συμπορευτούμε προς αυτό το ιδανικό. Το να πηγαίνουμε για προστασία, αποτελεί ένα σημείο καμπή στην πνευματική μας ζωή. Αντιπροσωπεύει έναν ριζικό επαναπροσανατολισμό τής ζωής μας προς την κατεύθυνση αυτού του ιδανικού. Σε τελετουργικό επίπεδο, όταν κανείς παίρνει προστασία, πρέπει να επαναλάβει τους συγκεκριμένους στίχους της προστασίας καθώς και κάποιες συγκεκριμένες σίλας ή ηθικές αρχές ενώπιον ενός μοναχού ή πρεσβύτερου λαϊκού βουδδιστή.

Το Πηγαίνω για Προστασία μέρος της Επτάπτυχης Πούτζας ακολουθείται από την Εξομολόγηση Λαθών. Η εξομολόγηση είναι φοβερά σημαντική σ' όλα τα είδη του βουδδισμού, αν και η σημασία της είναι περισσότερο ψυχολογική παρά θεολογική. Πολλοί υποφέρουν από απωθημένα αισθήματα ενοχής, που συχνά οδηγούν σε έλλειψη αυτοσεβασμού. Αυτά τα άτομα είναι δύσκολο να αναπτύξουν μάιτρι ή αγάπη, τουλάχιστον σε επαρκή βαθμό. Οι βουδδιστές μοναχοί, αν νιώθουν κάποιο βάρος, εξομολογούνται μεταξύ τους, στους δασκάλους τους ή στο Βούδδα. Υπάρχει επίσης το έθιμο να απαγγέλλει κανείς σούτρες και να καίει θυμίαμα μπροστά στην εικόνα του Βούδδα μέχρι να ελευθερωθεί από τα αισθήματα ενοχής. Αν και αυτό είναι πολύ χρήσιμο σε ψυχολογικό επίπεδο, δεν μπορεί να μας απαλλάξει από τις συνέπειες που μπορεί να έχει το λάθος που διεπράξαμε. Έτσι θα υποστούμε τις συνέπειες των πράξεών μας αλλά, υποκειμενικά, θα ελευθερωθούμε από τα αισθήματα τύψεων ή ενοχής. Αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία γιατί αυτού του είδους τα αισθήματα μπορούν να δηλητηριάσουν ή να υποβιβάσουν κάθε πλευρά της πνευματικής μας ζωής.

Το πέμπτο στάδιο της Επτάπτυχης Πούτζας είναι η Αγαλλίαση στην Αρετή. Αυτό το μέρος συμπληρώνει το προηγούμενο. Αν σκεφτούμε όλα μας τα λάθη και μηρυκάσουμε επί μακρόν τους πολυάριθμους υποτροπιασμούς μας, μπορεί ν' αρχίσουμε ν' αποκαρδιωνόμαστε. Έτσι μετά την εξομολόγηση των λαθών πρέπει ν' αναπτερώνουμε το ηθικό μας ενθυμούμενοι τις αρετές των άλλων, ιδίως αυτές του Βούδδα και των Μποντισάττβας, τον παραδειγματικό τους βίο και τα επιτεύγματά τους. Μπορούμε να σκεφτούμε π.χ. το εμπνευσμένο παράδειγμα ανθρώπων όπως του Μιλαρέπα, του Χαν Σαν, του Χούι Νενγκ ή του Χακουίν. Ακόμα μπορούμε να σκεφτούμε όλους τους κοσμικούς ήρωες και ηρωίδες που έζησαν για το καλό των άλλων, η ζωή των οποίων υπήρξε πηγή έμπνευσης και για μας: μεγάλοι ανθρωπιστές και κοινωνικοί αναμορφωτές σαν τη Φλόρενς Ναϊτινγκέιλ και την Ελίζαμπεθ Φράιαρ για παράδειγμα. Μπορούμε ακόμα να σκεφτούμε και τις αρετές κοινών ανθρώπων, όπως των φίλων μας, σκεφτόμενοι πόσο ανιδιοτελώς συμπεριφέρονται ορισμένες φορές και πόσο καλοί μπορεί να είναι. Αν μάθουμε να εστιαζόμαστε στη θετική πλευρά των άλλων τότε θα μπορέσουμε να τους εκτιμήσουμε -και να συν-χαρούμε- για τις αρετές τους, από το Βούδδα και τους Μποντισάττβες μέχρι τους κοινούς θνητούς που τυχαίνει να είναι φίλοι ή γείτονές μας. Κάτι τέτοιο όχι μόνο θα μας χαροποιήσει αλλά θα μας κάνει να νιώσουμε ότι δεν είμαστε μόνοι μας στον κόσμο, ότι υπάρχουν άνθρωποι που έχουν καταφέρει να διαβούν επιτυχώς το πνευματικό μονοπάτι και άνθρωποι που συνεχίζουν να το διαβαίνουν με την ίδια επιτυχία, πράγμα που θα μας υποστηρίξει στη ζωή μας και στην πνευματική μας προσπάθεια.

Το έκτο στάδιο, Παράκληση και Ικεσία, βασίζεται σ' ένα θρυλικό επεισόδιο από τη ζωή του Βούδδα. Σύμφωνα με το θρύλο, μετά τη Φώτιση του Βούδδα μία συγκεκριμένη θεότητα, ο Μπράχμα Σαραμπάτι, εμφανίστηκε ενώπιόν του και του ζήτησε ν' αποκαλύψει την αλήθεια που ανακάλυψε, για το καλό όλων των έμβιων όντων. Ωστόσο δεν πρέπει να παρεξηγήσουμε την πραγματική σημασία αυτής της ιστορίας. Ο Βούδδας δεν έχει ανάγκη κάποιον να του θυμίσει τι πρέπει να κάνει. Δεν χρειαζόταν τον Μπράχμα Σαραμπάτι να τον συμβουλεύσει ότι έπρεπε να διδάξει. Η πραγματική σημασία αυτού του επεισοδίου είναι ότι ο μαθητής πρέπει να ποθεί διακαώς τις διδασκαλίες και ότι πρέπει να παρακαλέσει το Βούδδα να του τις προσφέρει. "Όταν ο μαθητής είναι έτοιμος, ο δάσκαλος θα εμφανιστεί". Έτσι, αυτό το μέρος της πούτζας αντιπροσωπεύει την ετοιμότητα και την προθυμία να δεχτεί κανείς τις διδασκαλίες.

Το έβδομο και τελευταίο στάδιο της Επτάπτυχης Πούτζας λέγεται Μεταβίβαση Αρετής και Αυταπάρνηση. Σ' αυτό το στάδιο ευχόμαστε ότι οτιδήποτε καλό και ωφέλιμο αποκομίσαμε από το τελετουργικό της Πούτζας, ή από οποιαδήποτε άλλη θρησκευτική πράξη -είτε αυτό σημαίνει ν' ακολουθούμε τις αρχές, να πηγαίνουμε για Προστασία, να μελετάμε βουδδιστική φιλοσοφία, ή να ασκούμαστε στο διαλογισμό- να μπορούμε να το μοιραστούμε εξίσου μ' όλα τα υπόλοιπα έμβια όντα. Με άλλα λόγια δε μας απασχολεί μόνο η δική μας σωτηρία. Δεν εποφθαλμιούμε τη Νιρβάνα μόνο για το δικό μας καλό. Θα θέλαμε να φέρουμε όχι μόνο ολόκληρη την ανθρωπότητα μαζί, αλλά όλα τα έμβια όντα, και να τα βοηθήσουμε όπως βοηθάμε τον εαυτό μας - να συνεισφέρουμε στη δική τους εξέλιξη για την επίτευξη της Νιρβάνας. Δεν υπάρχουν περιθώρια για θρησκευτικό ατομισμό στην πνευματική ζωή. Όταν ασκούμαστε σε οποιαδήποτε θρησκευτική πρακτική πρέπει να νιώθουμε ότι όλα τα άλλα έμβια όντα ασκούνται μαζί μας.

Στη Μαχαγιάνα υπάρχει μία μέθοδος να καλλιεργήσει κανείς αυτή τη διάθεση. Όταν ασκούμαστε σε οποιαδήποτε θρησκευτική πρακτική οραματιζόμαστε ότι όλος ο κόσμος κάνει το ίδιο πράγμα και ωφελείται εξίσου. Όταν ψέλνουμε ύμνους επαίνου στο Βούδδα φανταζόμαστε τον υπόλοιπο κόσμο να κάνει το ίδιο πράγμα. Όταν απαγγέλλουμε ένα μάντρα, φανταζόμαστε τον υπόλοιπο κόσμο να το απαγγέλλει ταυτόχρονα. Μ' αυτόν τον τρόπο καλλιεργείται ένα αίσθημα τού να μοιράζεται κανείς με τους άλλους οτιδήποτε καλό βγαίνει από την πνευματική του άσκηση. Και αυτό το αίσθημα μάς προετοιμάζει για το λεγόμενο "Όρκο του Μποντισάττβα": τον όρκο ότι κανείς θα φτάσει στη Φώτιση όχι μόνο για το δικό του καλό, αλλά για το καλό όλων των έμβιων όντων, ότι θα τα πάρει από το χέρι έτσι ώστε όλα να φτάσουν στη Νιρβάνα, να φτάσουν όλα στην Ανώτατη Φώτιση.

Αυτή είναι η Επτάπτυχη Πούτζα: μια όμορφη ακολουθία από λατρευτικές διαθέσεις που εκφράζουμε με τα κατάλληλα λόγια και τις κατάλληλες πράξεις.

Τα περισσότερα από τα θετικά συναισθήματα στα οποία αναφέρθηκα είναι αυτά που λέμε κοινωνικά συναισθήματα. Είναι συναισθήματα που έχουν να κάνουν με άλλους ανθρώπους και κάνουν την εμφάνιση τους κατά τη διάρκεια των διαφόρων σχέσεών μας με τους άλλους. Δεν μπορούμε να αισθανθούμε αυτά τα συναισθήματα μόνοι μας. Γεννιούνται διαμέσου της συσχέτισής μας με τους άλλους. Γεννιούνται μέσα σε μία ομάδα ατόμων. Μπορούμε πιο εύκολα να καλλιεργήσουμε τα θετικά συναισθήματα -αγάπη, συμπόνια, χαρά, κ.τ.λ.- μέσα σε μία ομάδα όπου οι άνθρωποι τείνουν να έχουν χαρούμενη και φιλική διάθεση. Αν μείνουμε μόνοι στο σπίτι μας και προσπαθήσουμε να εκδηλώσουμε συναισθήματα αγάπης, συμπόνιας και χαράς τότε θα το βρούμε μάλλον δύσκολο. Γι' αυτό το λόγο διαθέτουμε την πνευματική κοινότητα, τη Σάνγκα, το Τάγμα, καθώς μας διευκολύνει αφάνταστα στη μετουσίωση της πνευματικής μας φύσης. Και αν δεν καταφέρουμε να μετουσιώσουμε την πνευματική μας φύση τότε δεν υπάρχει για μας πνευματική ζωή. Γι' αυτό είναι τόσο σημαντικό μέσα στην ομάδα, στην κοινότητα, στη Σάνγκα, να καλλιεργούμε πάντα το σωστό πνεύμα. Μπορούμε να πούμε ότι μία πνευματική κοινότητα δεν μπορεί να ονομάζεται έτσι αν τα άτομα που την απαρτίζουν δεν καταφέρνουν να καλλιεργούν με ευκολία τα θετικά συναισθήματα της αγάπης, της γενναιοδωρίας, της ειρήνης, της πίστης και της αφοσίωσης. Και αυτό ακριβώς εξυπηρετεί η πνευματική κοινότητα, την καλλιέργεια δηλαδή τέτοιων συναισθημάτων με απώτερο σκοπό τη μετουσίωση της συναισθηματικής μας φύσης. Αν η πνευματική κοινότητα δεν λειτουργεί μ' ένα τέτοιο τρόπο, τότε είναι καλύτερο να μην υπάρχει καθόλου.



[1] Μια ενδιαφέρουσα ανάλυση αυτού του προβλήματος θα βρείτε στο βιβλίο του Μάρκου Πάλλη, Ο Γάμος της Σοφίας και της Μεθόδου, σ. 17-23 (Βλ. βιβλιογραφία) [Σ.τ.Μ.]
[2] Προς Ρωμαίους, Επιστολή, ζ', 19 "ου γαρ ο θέλω ποιώ αγαθόν, αλλ' ο ου θέλω κακόν τούτο πράσσω".
[3] William Hogarth (1697-1764) Άγγλος ζωγράφος, χαράκτης και θεωρητικός της τέχνης. Διακωμώδησε με τα έργα του την ανηθικότητα, την υποκρισία και τις κοινωνικές ανισότητες της εποχής του. [Σ.τ.Μ.]

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου