Άρυα Σανγκάτα Σούτρα (μέρος 2)

Arya Sanghata Sutra 
Dharmaparyaya



Η πύλη του ντάρμα 

Άρυα Σανγκάτα σούτρα

ΜΕΡΟΣ 2ο

Μετά την απελπισία τους, οι γονείς του πέθαναν. Ακούγοντας μετά ότι οι γονείς του είχαν απελπιστεί με αυτόν και πέθαναν, και ο γιος επίσης έπεσε σε απελπισία και πέθανε. Με τον ίδιο τρόπο, Μπαϊσατζασένα, αν και ο Νικητής εξηγεί αυτά τα θέματα, αυτοί που δεν έχουν πίστη στις διδασκαλίες μου, θα χάσουν την ελπίδα τους και τη στιγμή του θανάτου θα πεθάνουν με την καρδιά τους τρυπημένη από μεγάλους πόνους αγωνίας. Όπως αυτοί οι γονείς έπεσαν σε απελπισία και υπέφεραν εξ αιτίας του χρυσού και είχαν διατρυπηθεί οι καρδιές τους με μεγάλους πόνους αγωνίας εξ αιτίας του χρυσιαφιού του δικού τους και των άλλων, με τον ίδιο τρόπο Μπαϊσατζασένα, αυτοί που δεν έχουν πίστη στις διδασκαλίες μου, μετά, την ώρα του θανάτου τους θα υποφέρουν και θα κλαίνει με θρήνους. Βιώνουν οδυνηρά συναισθήματα και αφού χάσουν την αρετή που είχαν δημιουργήσει προηγουμένως, δεν δημιουργούν πια άλλη αρετή σε σχέση με κάποιο καλό επίπεδο. Και επειδή έχουν μεγάλους πόνους αγωνίας να τρυπούν την καρδιά τους, τότε, εκείνη τη στιγμή, μόλις δουν τους ακατάπαυστους, σκληρούς τόπους της επαναγέννησης στην κόλαση και ως ζώα, και τα βασίλεια στον κόσμο του Γιάμα, τη στιγμή του θανάτου τους θα σκεφτούν έτσι: 'Ποιός θα είναι ο προστάτης μου ώστε να μην δω τον κόσμο των κολάσεων, των ζώων, των πρέτα και του Γιάμα και ώστε να μην βιώσω τόσο οδυνηρά συναισθήματα';
Και οι γονείς του θα πουν:

Παιδί! Το μεγάλο και τρομακτικό
που είναι η αρρώστια, δεν περνά.
Πώς να γίνει αυτό;
Αν και αυτοί που πεθαίνουν την ασθένεια φοβούνται,
στην δική σου περίπτωση, γιέ, δεν υπάρχει θάνατος.
Από τον φόβο και τον τρόμο της ασθένειας,
θα ελευθερωθείς.

Η συνείδησή μου παύει,
το σώμα μου κι αυτό άσχημα έχει πληγεί.
Όλες οι αρθρώσεις μου πονούν.
Θα δω το θάνατό μου.
Τα μάτια μου δεν βλέπουν,
τα αυτιά μου δεν ακούνε.
Ούτε φτάνει κάτι στη μύτη μου.
Το σώμα μου δύναμη δεν έχει.
Το σώμα μου πονά από άρθρωση σε άρθρωση.
Σαν το δέντρο, δεν έχω νου.
Πες μου ότι δεν πλησιάζει ο θάνατος, μητέρα,
για να με κάνεις να χαρώ.

Και η μητέρα λέει:

Γιέ μου, δεν είναι σωστό έτσι να λες.
Μη με φοβίζεις τόσο άσχημα.
Αφού το σώμα σου απ' την πανούκλα σπάει,
θα τα δεις αυτά τα πράγματα όλα.

Και ο γιος λέει:

Μα δεν βλέπω στο σώμα μου πανούκλα,
δεν έχω αρρώστια, ούτε πόνο.
Ακραία αβάσταχτο θάνατο βλέπω
το σώμα μου το αγαπητό θα καταστραφεί.

Κι αφού βλέπω το σώμα μου όλο
να νικιέτεαι απ' τα δεινά
σε ποιόν θα πάω για καταφύγιο;
Ποιός θα είναι ο προστάτης μου;

Οι γονείς είπαν: Γιέ, ένας θεός
θα πρέπει να σε τιμωρεί,
αλλά αν γίνουν στους θεούς προσφορές
μετά από τούτο θα συνέλθεις.

Και είπε ο γιος:

Ό,τι με κάνει να συνέλθω
σας παρακαλώ να κάνετε.
Παρακαλώ πηγαίνετε γρήγορα, γοργά,
και κάνετε ικεσίες στον ιερέα.

Και τότε, οι γονείς του πήγαν μπροστά στο ιερό ενός θεού και έδωσαν λιβάνι για τον θεό. Τότε ο ιερέας πρόσφερε το λιβάνι στο θεό και είπε τα εξής: 'Ο θεός σας τιμωρεί. Οπότε θα πρέπει να τον τιμήσετε. Θυσιάστε στον θεό. Σκοτώστε τα ζώα σας. Σκοτώστε κι έναν άνθρωπο και τότε ο γιος σας θα απελευθερωθεί από την αρρώστια του'.
Τότε, οι γονείς σκέφτηκαν: 'Μα είμαστε φτωχοί. Τί μπορούμε να κάνουμε; Αν δεν ευχαριστήσουμε τον θεό, ο γιος μας θα πεθάνει. Αν τον ευχαριστήσουμε, αφού είμαστε φτωχοί, από πού θα βρούμε έναν άνθρωπο και ζώα'; Με αυτές τις σκέψεις γρήγορα-γρήγορα έφτασαν στο σπίτι. Πήραν μερικά πράγματα από το νοικοκυριό και άλλα πράγματα που είχαν για να τα πουλήσουν ώστε να αγοράσουν ζώα. Μετά, πλησίασαν κι έναν άνθρωπο. 'Κύριε, αν μας δώσεις λίγο χρυσάφι σαν δάνειο, κι αν μπορούμε να σου το αποπληρώσουμε σε δέκα ημέρες, θα ήταν καλό αυτό. Αλλά αν δεν μπορούμε να το πληρώσουμε, συμφωνούμε να γίνουμε υπηρέτες σου και να δουλέψουμε'.
Είπαν έτσι και τότε και οι δύο τους κουβάλησαν το χρυσάφι και πήγαν κι αγόρασαν έναν άνθρωπο. Οι δυο τους αγόρασαν έναν άνθρωο, αλλά ο άνθρωπος δεν γνώριζε ότι θα τον σκοτώσουν. Τότε, οι γονείς συγχίστηκαν και δεν γύρισαν στο σπίτι τους. Αντίθετα, πήγαν στο ιερό και είπαν στον ιερέα: 'Γρήγορα κάνε την προσφορά της θυσίας'.
Τότε οι δύο γονείς σκότωσαν τα ζώα οι ίδιοι και σκότωσαν και τον άνθρωπο. Τότε ο ιερέας, για να κάνει την προσφορά της θυσίας, άναψε μια φωτιά και τότε ο θεός κατέβηκε και είπε: 'Δέχτηκα τον γιο σας'. Και οι γονείς πλημμύρισαν από χαρά και ανακούφιση.
'Αν θεραπεύτηκε ο γιος μας, ακόμη κι αν γίνουμε υπηρέτες, αυτό τα ξεπερνά όλα', είπαν.
Κι αφού έκαναν τη θυσία στον θεό, γύρισαν σπίτι και μόλις έφτασαν εκεί, είδαν ότι ο γιος τους είχε πεθάνει. Τότε, οι δυο γονείς υπέφεραν και σε βαθειά θλίψη ένοιωσαν μεγάλους πόνους αγωνίας να διαπερνούν την καρδιά τους. Με τις ελπίδες τους χαμένες, πέθαναν εκεί – και με τον ίδιο τρόπο, Μπαϊσατζασένα, δεν θα πρέπει κανείς να σχετίζεται με μη ενάρετους φίλους».
Και είπε αυτός: «Ευλογημένε, μπορώ να ρωτήσω, πού γεννήθηκαν αυτά τα αισθανόμενα πλάσματα»;
Ο Ευλογημένος είπε: «Σώπασε, Μπαϊσατζασένα. Μην με ρωτάς».
Είπε αυτός: «Ευλογημένε ρωτάω. Σε ρωτάω Σουγκάτα».
Και είπε ο Ευλογημένος: «Στην περίπτωση αυτή, Μπαϊσατζασένα, η μητέρα γεννήθηκε στην μεγάλη κόλαση που λέγεται Κόλαση των Θρήνων. Ο πατέρας γεννήθηκε στην μεγάλη κόλαση που λέγεται Κόλαση της Σύνθλιψης. Ο γιος γεννήθηκε στην μεγάλη Καυτή Κόλαση. Ο ιερέας γεννήθηκε στην μεγάλη κόλαση Αβίτσι».
Και είπε αυτός: «Ευλογημένε, και πού γεννήθηκε ο αθώος άνθρωπος; Ποιά ήταν η μελλοντική του ζωή»;
Ο Ευλογημένος είπε: «Εδώ, Μπαϊσατζασένα, αυτός ο αθώος άνθρωπος γεννήθηκε ανάμεσα στους θεούς του ουρανού των Τριάντα Τριών».
Και είπε αυτός: «Ευλογημένε, ποιός ήταν ο λόγος και ποιά η συνθήκη γι' αυτό τον άνθρωπο να γεννηθεί ίσος στην τύχη με τους θεούς του ουρανού των Τριάντα Τριών»;
Είπε ο Ευλογημένος: «Άκουσε Μπαϊσατζασένα. Αυτός ο άνθρωπος, τη στιγμή του θανάτου του, με έναν νου γεμάτο με πίστη για το Νικητή, είπε μία φορά: 'προσκυνώ τον Βούδδα'. Μπαϊσατζασένα, εξ αιτίας αυτής της ρίζας της αρετής, θα βιώνει την ευτυχία στους θεούς των Τριάντα Τριών για εξήντα αιώνες. Για ογδόντα αιώνες θα θυμάται τις προηγούμενες ζωές του. Από τη μια ζωή στην άλλη θα ελευθερώνεται από κάθε οδυνηρή θλίψη. Και αφού θα γεννιέται, αμέσως θα αποβάλλει κάθε βάσανο. Αυτά τα αισθανόμενα πλάσματα όλα δεν έχουν τη δυνατότητα να νικήσουν πλήρως τη θλίψη».
Και είπε αυτός: «Ευλογημένε, πώς μπορούν όλα τα αισθανόμενα πλάσματα να γίνουν ικανά να νικούν πλήρως τη θλίψη»;
Και είπε ο Ευλογημένος: «Μπαϊσατζασένα, πρέπει να υπερβάλουν στην προσπάθειά τους».
Και είπε: «Ευλογημένε, με ποιά υπερβολική προσπάθεια»;
Είπε ο Ευλογημένος: «Μπαϊσατζασένα, άκουσε. Αυτό που λέγεται 'προσπάθεια' είναι η παρουσίαση των αποτελεσμάτων. Είναι ως εξής: Αυτό που λέγεται 'το αποτέλεσμα της εισόδου στο μονοπάτι', είναι ο τόπος της προσπάθειας. Αυτό που λέγεται 'το αποτέλεσμα αυτού που θα επιστρέψει μία φορά', είναι ο τόπος της προσπάθειας. Αυτό που λέγεται 'το αποτέλεσμα αυτού που δεν θα επιστρέψει' είναι ο τόπος της προσπάθειας. Αυτό που λέγεται 'το αποτέλεσμα του Αρχάτ και η παύση, που είναι το αποτέλεσμα ενός Αρχάτ', είναι ο τόπος της προσπάθειας. Αυτό που λέγεται 'το αποτέλεσμα ενός πρατυέκα βούδδα και η γνώση, που είναι το αποτέλεσμα ενός πρατυέκα βούδδα' είναι ο τόπος της προσπάθειας. Αυτό που λέγεται 'το αποτέλεσμα ενός μποντισάτβα και ο τόπος της φώτισης' είναι ο τόπος της προσπάθειας. Μπαϊσατζασένα, αυτά λέγονται ΄τόποι της προσπάθειας'».
Και είπε αυτός: «Ευλογημένε, πώς φαίνεται αυτός που εισέρχεται στο μονοπάτι και το αποτέλεσμα της εισόδου στο μονοπάτι»;
Και είπε ο Ευλογημένος: «Είναι ως εξής: Για να σου δώσω μια αναλογία, ένας άνθρωπος φύτεψε ένα δέντρο και την ίδια εκείνη μέρα το δέντρο έβγαλε ρίζα. Και την ίδια εκείνη ημέρα οι ρίζες του έφτασαν ίσαμε ένα γιοτζάνα προς τα κάτω. Ένας άλλος άνθρωπος επίσης φύτεψε ένα δέντρο με τον ίδιο τρόπο. Αλλά την ίδια αυτή ημέρα, το φύσηξε ο άνεμος και το δέντρο δεν έβγαλε ρίζα. Τότε αυτός ο άνθρωπος έβγαλε το δέντρο από εκείνο το σημείο. Και ο άλλος του είπε; ‘Γιατί μου έσκαψες τη γη’; Και διαφώνησαν και μάλωσαν. Μετά από αυτό, ο βασιλιάς άκουσε αυτούς τους δύο άντρες να μαλώνουν και να διαπληκτίζονται και  έστειλε έναν αγγελιαφόρο που τους είπε: ‘Πήγαινε και φέρε αυτούς τους δύο άντρες’. ‘Όπως διατάξει η Μεγαλειότητά σου’ του είπε αυτός και όρμησε με μεγάλη βιασύνη. Και είπε στους δύο άντρες: ‘Ο βασιλιάς σας καλεί’.
Τότε, ο ένας από τους δύο άντρες φοβήθηκε και τρόμαξε. Αλλά ο άλλος άνθρωπος χωρίς φόβο και τρόμο οδηγήθηκε εκεί που ήταν ο βασιλιάς. Αφού οδηγήθηκαν εκεί, κάθισαν μπροστά στον βασιλιά. Τότε, ο βασιλιάς είπε στους δύο άντρες: ‘Κύριοι, γιατί μαλώνετε και διαπληκτίζεστε’;
Τότε οι δύο άνθρωποι σηκώθηκαν και του είπαν: ‘Μεγάλε βασιλιά, παρακαλούμε άκουσέ μας. Μια και δεν έχουμε καθόλου γη στην κατοχή μας, φυτεύτηκε ένα δέντρο σε ένα σημείο γης δανεικής. Μετά από αυτό, επειδή φύσηξε ο άνεμος, το δέντρο δεν έβγαλε ρίζα και ούτε φύλλα ή λουλούδια, ούτε καρπούς. Μεγάλε βασιλιά, οι ρίζες του δεν μεγάλωσαν ένα γιοτζάνα προς τα κάτω. Και αυτός ο άνθρωπος μάλωσε και διαπληκτίστηκε μαζί μου λέγοντας ‘εσύ φταις’. Οπότε, αφού είμαι αθώος, Μεγαλειότατε, σε παρακαλώ να με καταλάβεις με καλοσύνη, ότι δεν είναι καθόλου ένοχος’.
Τότε, ο βασιλιάς κάλεσε τους τριάντα εκατομμύρια υπουργούς του, και όταν αυτοί μαζεύτηκαν, πρόσταξε: ‘Μιλήστε’. Οι υπουργοί είπαν; ‘Για ποιό πράγμα να μιλήσουμε’;
‘Είδατε ποτέ ή ακούσατε ότι αυτή την ημέρα φυτεύτηκε ένα δέντρο, έβγαλε ρίζες και φύλλα, λουλούδια και καρπούς; Σε μία εβδομάδα ή δεκαπέντε ημέρες, κάνετε μια αναφορά αυτού του θέματος’.
Τότε, οι υπουργοί σηκώθηκαν από τις θέσεις τους και είπαν στο βασιλιά: ‘Μεγάλε βασιλιά, δεν είναι πρέπον για εμάς να κάνουμε αναφορά γι’ αυτό το θέμα. Δεν μπορούμε να κάνουμε αναφορά. Μεγάλε βασιλιά, είναι θαυμαστό αυτό και έτσι αυτός ο άνθρωπος θα πρέπει να ερωτηθεί: ‘κύριε, ό,τι ειπώθηκε είναι αληθές; Μίλα’.
Και αυτός είπε: ‘Μεγάλε βασιλιά, πράγματι είναι αλήθεια’.
Και είπε ο βασιλιάς:
‘Την ημέρα αυτή φυτεύτηκε ένα δέντρο
οι ρίζες του μεγάλωσαν, φύλλα, άνθη και καρποί φάνηκαν.
Την ίδια αυτή τη μέρα, εσύ λες –
και τα λόγια σου αυτά ακούστηκαν για να γίνουν πιστευτά.
Τέτοιο πράγμα δεν έχει δει κανείς, δεν έχει ακούσει’.
Τότε, ο άνθρωπος τα χέρια του ενώνει
κι είπε τα λόγια αυτά στο βασιλιά:
‘Παρακαλώ, πήγαινε και φύτεψε εσύ ένα δέντρο,
και σε παρακαλώ κοίταζε καθώς οι ρίζες μεγαλώνουν’.
Τότε, ο βασιλιάς και οι τριάντα εκατομμύρια υπουργοί του βγήκαν όλοι μαζί και οι δύο άνθρωποι μπήκαν στη φυλακή. Τότε ο βασιλιάς ο ίδιος φύτεψε ένα δέντρο και το δέντρο ούτε έβγαλε ρίζα, ούτε φύλλα, λουλούδια ή καρπούς. Έτσι, ο βασιλιάς θύμωσε και είπε: ‘Γρήγορα, φέρτε τσεκούρια απ’ αυτά που κόβουνε τα δέντρα’. Του τα έφεραν και με θυμό προς το δέντρο που είχε φυτέψει ο άνθρωπος, του έκοψαν τα φύλλα, τα λουλούδια και τους καρπούς που είχαν βγει. Αμέσως μόλις έκοψε εκείνο το δέντρο, εμφανίστηκαν άλλα δώδεκα. Έκοψε και τα δώδεκα και τότε εμφανίστηκαν είκοσι τέσσερα δέντρα, φτιαγμένα από τα επτά πολύτιμα συστατικά, με τις ρίζες τους, φύλλα και κλαδιά. Τότε, από τα είκοσι τέσσερα δέντρα εμφανίστηκαν εικοσιτέσσερα πουλιά με χρυσό στήθος και χρυσά ράμφη και φτερά από τα επτά πολύτιμα συστατικά. Τότε, ο βασιλιάς πλημμυρισμένος από θυμό και με το τσεκούρι στο χέρι του, έκοψε ένα δέντρο. Από το δέντρο που έκοψε, εμφανίστηκε νέκταρ. Ο βασιλιάς τα έχασε με αυτό και ζήτησε οδηγίες: ‘Πηγαίνετε και βγάλτε αυτούς τους δύο ανθρώπους από τη φυλακή’. ‘Όπως διατάξετε Μεγαλειότατε’. Έτρεξαν σε μια στιγμή. Οι δύο άνθρωποι βγήκαν από τη φυλακή και οδηγήθηκαν εκεί που βρίσκονταν τα δέντρα.
Και ο βασιλιάς τους είπε: ‘Εσύ φύτεψες το δέντρο που πολλαπλασιάζεται όταν κόβεται και έγινε άλλα είκοσι τέσσερα; Το δέντρο που φύτεψα εγώ δεν μεγάλωσε ρίζες ή φύλλα ή λουλούδια ή καρπούς’.
Και τότε ο άντρας του είπε: ‘Μεγάλε βασιλιά, δεν έχεις το είδος της αρετής που έχω εγώ’.
Τότε, οι τριάντα εκατομμύρια υπουργοί γονάτισαν και με τα δυο τους γόνατα στο χώμα και είπαν στον άντρα: ‘Δεν μας ταιριάζει ο προηγούμενος βασιλιάς. Εσύ θα πρέπει λοιπόν να είσαι ο βασιλιάς μας’.
Τότε, ο άντρας μίλησε στους υπουργούς με αυτά τα λόγια:
‘Οι χαρές ενός βασιλιά δεν μου χρειάζονται
ούτε έχω ανάγκη πλούτη ή σοδειές.
Αφού έχω πίστη προς τους Βούδδες
ανάμεσα στους ανθρώπους μακάρι να γίνω υπέρτατος!
Μακάρι να βρεθώ εκεί που βρίσκεται ο Νικητής,
στη σφαίρα της νιρβάνα, στην ειρήνη.
Το Ντάρμα που οδηγεί πίσω στο σπίτι, στη νιρβάνα,
αυτό πρέπει να σας εξηγηθεί’.

Κι αφού κάθισε με τα πόδια του σταυρωτά,
έβγαλε αυτό τον λόγο:
‘Εξ αιτίας των πράξεων που έκανα στο παρελθόν
βρέθηκα στη φυλακή του βασιλιά.
Μα λέγοντας αυτή την προσευχή
μακάρι να εξαντληθεί το κάρμα μου’.

Τότε, είκοσι τέσσερα εκατομμύρια πουλιά με διαμαντένια ράμφη χτύπησαν κύμβαλα. Τότε, εκείνη την ώρα και στιγμή, τριάντα δύο χιλιάδες πυργωτά παλάτια εμφανίστηκαν. Το κάθε ένα από τα πυργωτά παλάτια ήταν ίσαμε είκοσι πέντε γιοτζάνα και από το κάθε ένα πυργωτό παλάτι φάνηκαν είκοσι πέντε εκατομμύρια  με πουλιά με χρυσό στήθος, χρυσά ράμφη και χρυσά πρόσωπα.
Και είπαν με ανθρώπινη φωνή:

‘Όταν εσύ, βασιλιά, έκοψες το δέντρο αυτό,
η πράξη που έκανες δεν ήταν καλή.
Εκεί που υπήρχαν εκατό εκατομμύρια δέντρα
τώρα υπάρχουν μόνο είκοσι τέσσερα.
Δεν ήξερες τί είδους πλάσμα
ήταν αυτό που φύτεψε το δέντρο.
Και εξ αιτίας αυτής της πράξης της κακής
θα βρεθείς αργότερα με αποτελέσματα δυσάρεστα’.

Και είπε ο βασιλιάς:
‘Δεν ξέρω τί νόημα έχουν αυτά.
Εξήγησέ μου, Μεγάλε Ασκητή’.

Και είπαν τα πουλιά:
‘Είναι αυτός που φωτίζει τον κόσμο
και που θα γίνει ο οδηγός.
Από τη φυλακή, που είναι η σαμσάρα
τα όντα όλα ελευθερώνει’.

Και είπε ο βασιλιάς:
‘Το άτομο του οποίου δεν μεγάλωσε το δέντρο
ο δεύτερος ο άνθρωπος, ποιός ήταν;
Τί πράξεις κακές έκανε αυτός;
Διπλογέννητα πουλιά, πείτε μου’.

Και είπαν τα πουλιά:
‘Το άτομο του οποίου δεν μεγάλωσε το δέντρο,
ήταν ο ανόητος ο Ντεβαντάτα.
Αφού δεν έχει την παραμικρή αρετή,
πώς είναι δυνατόν ενός ανθρώπου δέντρο να μεγαλώσει’;

Τότε, εκείνη την ώρα και στιγμή, αφού οι τριάντα εκατομμύρια υπουργοί άκουσαν αυτή την πύλη του Ντάρμα, όλοι στεριώθηκαν στα δέκα επίπεδα. Ο καθένας τους κέρδισε ικανότητα μαντική. Και ο βασιλιάς ο ίδιος εδραιώθηκε στα δέκα επίπεδα και έφτασε σε μια ξεκάθαρη πραγμάτωση του ενάρετου Ντάρμα».

Τότε ο μποντισάτβα το μεγάλο Όν Μπαϊσατζασένα είπε στον Ευλογημένο: «Ευλογημένε, εξ αιτίας ποιάς αιτίας και ποιάς συνθήκης οι τριάντα τρία εκατομμύρια υπουργοί εισήλθαν στα δέκα επίπεδα και κέρδισαν μαντική ικανότητα»;

Και είπε ο Ευλογημένος: «Μπαϊσατζασένα, άκουσε και θα σου εξηγήσω».

Και τότε, αυτή την ώρα, ο Ευλογημένος χαμογέλασε.
Μετά από αυτό, τη στιγμή εκείνη από το πρόσωπο του Ευλογημένο έλαμψαν ίσια μπροστά αχτίδες φωτός πολλών διαφορετικών χρωμάτων: ογδόντα τέσσερις χιλιάδες αχτίδες εκατό χιλιάδων χρωμάτων, μπλε, κίτρινες, κόκκινες, λευκές, βυσσινιές, διάφανες και ασημένιες αχτίδες φωτός. Εκτινάχθηκαν και φώτισαν αναρίθμητα, άπειρα κοσμικά συστήματα. Όταν επέστρεψαν, έκαναν τρεις γύρους γύρω από τον Ευλογημένο και εξαφανίστηκαν στην κορυφή του κεφαλιού του Ευλογημένου.
Τότε, ο μποντισάτβα το μεγάλο Όν Μπαϊσατζασένα σηκώθηκε, έβαλε το ράσο του πάνω από τον ώμο, γονάτισε στο δεξί του γόνατο, υποκλίθηκε με τις παλάμες ενωμένες προς τον Ευλογημένο και μίλησε έτσι στον Ευλογημένο: «Ευλογημένε, μια και οι Νικητές, οι Αρχάτ, οι τέλειοι και ολοκληρωμένοι Βούδδες δεν χαμογελούν χωρίς αιτία και χωρίς συνθήκη, ποιά είναι η αιτία του χαμόγελού σου και ποιά η συνθήκη»;

Και είπε ο Ευλογημένος: «Μπαϊσατζασένα, βλέπεις τις ομάδες των πλασμάτων από όλα τα κοσμικά συστήματα των τεσσάρων κατευθύνσεων, που έρχονται προς εμένα»;
Και είπε αυτός: «Ευλογημένε, δεν τους βλέπω».
Είπε ο Ευλογημένος: «Μπαϊσατζασένα, στην περίπτωση αυτή, εξέτασε προσεκτικά και κοίταξε τις ομάδες των πλασμάτων».
Τότε ο μποντισάτβα το μεγάλο Όν Μπαϊσατζασένα κοίταξε τριγύρω και είδε ότι στα ανατολικά εμφανίστηκε ένα δέντρο ίσαμε επτά χιλιάδες γιοτζάνα. Είοσι πέντε χιλιάδες εκατομμύρια ομάδες ανθρώπων μαζεύονταν στην μια του πλευρά. Οι άνθρωποι δεν συζητούσαν. Δεν μιλούσαν. Δεν έκαναν καμμιά συζήτηση. δεν έτρωγαν. Δεν σηκώνονταν. Δεν κινιούνταν καθόλου. Κάθονταν σιωπηλοί.
Στα νότια, εμφανίστηκε ένα δέντρο ίσαμε επτά χιλιάδες γιοτζάνα. Είκοσι πέντε χιλιάδες εκατομμύρια ομάδες πλασμάτων μαζεύονταν εκεί. Οι άνθρωποι αυτοί δεν συζητούσαν και δεν μιλούσαν. Δεν μιλούσαν καθόλου. Δεν συζητούσαν καθόλου. Δεν σηκώνονταν. Δεν κινιούνταν καθόλου. Κάθονταν σιωπηλοί.
Στα δυτικά, εμφανίστηκε ένα δέντρο ίσαμε επτά χιλιάδες γιοτζάνα. Είκοσι πέντε χιλιάδες εκατομμύρια ομάδες πλασμάτων μαζεύονταν εκεί. Οι άνθρωποι αυτοί δεν συζητούσαν και δεν μιλούσαν. Δεν μιλούσαν καθόλου. Δεν συζητούσαν καθόλου. Δεν σηκώνονταν. Δεν κινιούνταν καθόλου. Κάθονταν σιωπηλοί.
Στα βόρεια, εμφανίστηκε ένα δέντρο ίσαμε επτά χιλιάδες γιοτζάνα. Είκοσι πέντε χιλιάδες εκατομμύρια ομάδες πλασμάτων μαζεύονταν εκεί. Οι άνθρωποι αυτοί δεν συζητούσαν και δεν μιλούσαν. Δεν μιλούσαν καθόλου. Δεν συζητούσαν καθόλου. Δεν σηκώνονταν. Δεν κινιούνταν καθόλου. Κάθονταν σιωπηλοί.
Στο ναδίρ, εμφανίστηκε ένα δέντρο ίσαμε επτά χιλιάδες γιοτζάνα. Είκοσι πέντε χιλιάδες εκατομμύρια ομάδες πλασμάτων μαζεύονταν εκεί. Οι άνθρωποι αυτοί δεν συζητούσαν και δεν μιλούσαν. Δεν μιλούσαν καθόλου. Δεν συζητούσαν καθόλου. Δεν σηκώνονταν. Δεν κινιούνταν καθόλου. Κάθονταν σιωπηλοί.
Στο ζενίθ, εμφανίστηκε ένα δέντρο ίσαμε επτά χιλιάδες γιοτζάνα. Είκοσι πέντε χιλιάδες εκατομμύρια ομάδες πλασμάτων μαζεύονταν εκεί. Οι άνθρωποι αυτοί δεν συζητούσαν και δεν μιλούσαν. Δεν μιλούσαν καθόλου. Δεν συζητούσαν καθόλου. Δεν σηκώνονταν. Δεν κινιούνταν καθόλου. Κάθονταν σιωπηλοί.
Έτσι, ο μποντισάτβα το μεγάλο Όν Μπαϊσατζασένα είπε στον Ευλογημένο: «Αν θα μου έδινε την ευκαιρία να θέσω μια ερώτηση ο Ευλογημένος και να μου εξηγηθεί μετά, θα ήθελα να ρωτήσω τον Ευλογημένο, το Νικητή, τον Αρχάτ, τον Τέλειο και Ολοκληρωμένο Βούδδα, σχετικά με ένα συγκεκριμένο θέμα».
Μίλησε έτσι και τότε ο Ευλογημένος είπε στον μποντισάτβα το μεγάλο Όν  Μπαϊσατζασένα: «Μπαϊσατζασένα, ρώτησε ό,τι θέλεις και θα ευχαριστήσω το νου σου με μια εξήγηση για ό,τι με ρωτήσεις».
Αφού μίλησε έτσι, ο μποντισάτβα το μεγάλο Όν Μπαϊσατζασένα είπε τα εξής στον Ευλογημένο: «Ευλογημένε, για ποιόν λόγο ήρθαν και μένουν εδώ τόσες ομάδες ανθρώπων από τους κόσμους των τεσσάρων κατευθύνσεων και από το ζενίθ και το ναδίρ; Πενήντα χιλιάδες εκατομμύρια ομάδες πλασμάτων ήρθαν και μένουν εδώ. Ποιός είναι ο λόγος γι’ αυτό; Ποιές είναι οι συνθήκες»;
Ο Ευλογημένος είπε: «Μπαϊσατζασένα, πήγαινε μόνος και ρώτησε τους Νικητές στα κοσμικά συστήματα από τα οποία ήρθαν».
Και είπε αυτός: «Με ποιού την υπερφυσική δύναμη θα πρέπει να πάω»;
Και είπε ο Ευλογημένος: «Χρησιμοποίησε την δική σου υπερφυσική δύναμη και πήγαινε».
Τότε, ο μποντισάτβα το μεγάλο Όν Μπαϊσατζασένα έκανε τρεις γύρους γύρω από τον Ευλογημένο και εξαφανίστηκε από εκείνο το σημείο. Αφού πέρασε ενενήντα έξι εκατομμύρια κοσμικά συστήματα, έφτασε στο κοσμικό σύστημα που λέγεται Τσαντραπραντίπα. Εκεί ο Ευλογημένος, ο Νικητής, ο Αρχάτ, ο Τέλειος και Ολοκληρωμένος Βούδδας Τσαντράβατισκέτρα δίδασκε το Ντάρμα, καθισμένος και τελείως περιτριγυρισμένος από ογδόντα χιλιάδες εκατομμύρια μποντισάτβα.
Τότε, ο μποντισάτβα, το μεγάλο Όν Μπαϊσατζασένα στάθηκε μπροστά στον Ευλογημένο, το Νικητή Τσαντράβατικσέτρα. Με τα χέρια του ενωμένα υποκλίθηκε μπροστά στον Ευλογημένο και είπε στον Ευλογημένο: «Ευλογημένε, γιατί δεν βλέπω εδώ να είναι παρόντες οι ομάδες των ανθρώπων που τώρα έχουν μαζευτεί από τις δέκα κατευθύνσεις και έρχονται μπροστά στον Νικητή Σακυαμούνι, στο κοσμικό σύστημα του Σάχα»;
Και είπε ο Ευλογημένος: «Μπαϊσατζασένα, περιπλανιώνται και μένουν ακριβώς εκεί».
Και είπε αυτός: «Μα, Ευλογημένε, γιατί γίνεται αυτό»;
Τότε, ο μποντισάτβα, το μεγάλο Όν Μπαϊσατζασένα, πήγε εκεί που βρισκόταν ο Νικητής Τσαντράβατισκέτρα. Και μόλις έφτασε, κάθισε μπροστά στο Νικητή. Και μίλησε έτσι στον Ευλογημένο: «Ευλογημένε, πέρασα ενενήντα έξι χιλιάδες εκατομμύρια κοσμικά συστήματα και ήρθα εδώ. Ευλογημένε πουθενά δεν είδα τόσα αισθανόμενα πλάσματα σαν αυτά που είδα εκεί».
Και είπε ο Ευλογημένος: «Αυτά τα αισθανόμενα πλάσματα γεννήθηκαν από  το δέντρο που δεν έχει νου».
Και είπε αυτός: «Ευλογημένε, ποιός έχει δει ή ακούσει να γεννιούνται κάποιοι από δέντρα που δεν έχουν νου»;
Και είπε ο Ευλογημένος: «Μπαϊσατζασένα, δεν έχεις δει ή ακούσει να γεννιούνται οι άνθρωποι από δέντρα που δεν έχουν νου»;
Και είπε: «Ευλογημένε, δεν έχω δει ούτε έχω ακούσει».
Είπε ο Ευλογημένος: «Μπαϊσατζασένα, αν επιθυμείς να δεις, θα σου δείξω τώρα».
Και είπε αυτός: «Ευλογημένε, το επιθυμώ. Το επιθυμώ Σουγκάτα».
Τότε, ο Νικητής Τσαντράβατικσέτρα εξέτεινε το χέρι του και από το χέρι του εκατό χιλιάδες εκατομμύρια ομάδες πλασμάτων γεννήθηκαν. Κάθε μία από αυτές τις ομάδες των ανθρώπων, εξέτειναν εκατό χέρια και ράντισαν λιβάνι, γιρλάντες και διάφορες κολώνιες σαν προσφορές στον Νικητή. Και είπε ο Ευλογημένος: «Μπαϊσατζασένα, βλέπεις αυτή την ομάδα των ανθρώπων που ραντίζει λιβάνι, γιρλάντες και κολώνιες σαν προσφορές στο Νικητή»;
Και είπε: «Ευλογημένε, το βλέπω. Το βλέπω Σουγκάτα».
Και είπε ο Ευλογημένος: «Αυτές οι ομάδες των ανθρώπων που γεννήθηκαν δεν έχουν νου. Οι άνθρωποι αυτοί, δεν έχουν νου».
Τότε κάθε ένα από τα εκατό χιλιάδες εκατομμύρια ανθρώπινα πλάσματα είχε εκατό χέρια και όλα έπεσαν κάτω.
Τότε, αφού το είδε αυτό ο μποντισάτβα, το μεγάλο Όν Μπαϊσατζασένα, είπε στον Ευλογημένο: «Ευλογημένε, τί είναι αυτό; Σουγκάτα, εί είναι αυτό, που τα εκατό χέρια των ανθρώπων έπεσαν όλα σε μια στιγμή; Ευλογημένε, αν ακόμη και αυτοί με τα εκατό χέρια δεν είναι ελευθερωμένοι, τότε τί να πούμε γι’ αυτούς με τα δύο χέρια»;
Και είπε ο Ευλογημένος: «Μπαϊσατζασένα, υπάρχουν νεαρά αισθανόμενα πλάσματα και υπάρχουν και ηλικιωμένα αισθανόμενα πλάσματα».
Και είπε: «Ευλογημένε, ποιά είναι τα νεαρά: Ποιά είναι τα ηλικιωμένα»;
Και είπε ο Ευλογημένος: «Αυτά που πέφτουν τώρα κάτω, είναι τα ηλικιωμένα. Αυτά που γεννιούνται από τα δέντρα, είναι τα νεαρά».
Και είπε: «Ευλογημένε, θέλω να δω τα νεαρά αισθανόμενα πλάσματα».
Τότε, ο Νικητής Τσαντράβατικσέτρα εξέτεινε την παλάμη του δεξιού του χεριού και ήρθαν εκατό χιλιάδες εκατομμύρια ομάδες ανθρώπων απόκάθε μία από τις δέκα κατευθύνσεις. Από το ζενίθ και από το ναδίρ ήρθαν πενήντα εκατομμύρια ομάδες ανθρώπων. Όταν όλες αυτές οι ομάδες των ανθρώπων έφτασαν, έκαναν προστερνισμούς με τα κεφάλια τους στα πόδια του Ευλογημένου. Μετά από αυτό, δεν μίλησαν στο Νικητή. Δεν μίλησαν καθόλου. Κάθονταν σιωπηλοί.
Τότε ο μποντισάτβα το μεγάλο Όν Μπαϊσατζασένα είπε στον Ευλογημένο: «Ευλογημένε, γιατί αυτά τα αισθανόμενα πλάσματα δεν μιλούν στον Ευλογημένο, δεν μιλούν καθόλου και μένουν χωρίς να πουν κουβέντα»;
Και είπε ο Ευλογημένος: «Μπαϊσατζασένα, δεν καταλαβαίνεις; Η γη δεν έχει νου και δεν μιλάει. Δεν μιλάει καθόλου και δεν καταλαβαίνει την κορυφή του Ντάρμα. Αν αναρωτιέσαι γιατί συμβαίνει αυτό, Μπαϊσατζασένα, μερικά νεαρά αισθανόμενα πλάσματα εδώ δεν καταλαβαίνουν τη γέννηση, αν και την έχουν δει. Την παύση, τα γηρατειά, την ασθένεια, τη θλίψη, τον θρήνο, τον χωρισμό από τους αγαπημένους, την σχέση με ό,τι είναι δυσάρεστο, τον χωρισμό από φίλους, τον θάνατο, τον πρόωρο θάνατο – δεν καταλαβαίνουν τίποτε από όλα αυτά τα αβάσταχτα δεινά. Αν και τα έχουν δει, δεν συγκινούνται ούτε κρατούν απόσταση από αυτά, οπότε πώς θα μπορούσαν να τα καταλαβαίνουν; Μπαϊσατζασένα, θα πρέπει να διδάσκονται ξανά και ξανά».
Τότε, ο μποντισάτβα το μεγάλο Όν Μπαϊσατζασένα είπε στον Ευλογημένο: «Ευλογημένε, από πού έρχονται αυτά τα νεαρά πλάσματα που δεν γνωρίζουν το Ντάρμα; Από πού έρχεται η επαναγέννησή τους μετά το θάνατο και πού θα γεννηθούν»;
Και είπε ο Ευλογημένος: «Μπαϊσατζασένα, άκουσε. Αυτά τα ανθρώπινα σώματα που έχουν λάβει, δεν ήταν φτιαγμένα από πετράδια. Δεν ήταν φτιαγμένα από χαλκό. Δεν ήταν φτιαγμένα από ξύλο. Δεν ήταν φτιαγμένα από κεραμεικό. Δεν ήταν φτιαγμένα από τον φόβο ενός βασιλιά. Αντίθετα, γεννιούνται από την ένωση ενός άντρα και μιας γυναίκας και από την δημιουργία κακού κάρμα. Αυτά τα αισθανόμενα πλάσματα διδάσκονται ξανά και ξανά μια συναλλαγή και εξ αιτίας αυτού, ατέλειωτα, αβάσταχτα δεινά και αβάσταχτα συναισθήματα γεννιούνται. Εξ αιτίας αυτού, βιώνουν το ωρίμασμα των διεφθαρμένων, μη ενάρετων πράξεων που έχουν κάνει στο παρελθόν. Μπαϊσατζασένα, στον τόπο αυτόν, αυτά τα αισθανόμενα πλάσματα που ήρθαν εδώ και που δεν σηκώνονται, θα νοιώσουν αυτά τα είδη δεινών. Μπαϊσατζασένα, για τον λόγο αυτό δεν μιλούν. Δεν μιλούν καθόλου. Μπαϊσατζασένα αφού έτσι έχουν αυτά, αυτά τα νεαρά αισθανόμενα πλάσματα δεν κατανοούν την αρετή. Δεν κατανοούν τη γέννηση. Δεν κατανοούν την παύση. Δεν θα αποκτήσουν ούτε ανθρώπινα σώματα και αυτά, Μπαϊσατζασένα, είναι αυτά που ονομάζεται ‘νεαρά αισθανόμενα πλάσματα’».
Και είπε αυτός: «Ευλογημένε, πώς γεννιούνται αυτά τα νεαρά αισθανόμενα πλάσματα; Πώς πεθαίνουν»;
Και είπε ο Ευλογημένος: «Μπαϊσατζασένα, είναι ως εξής. Για να σου δώσω μια αναλογία, ένας άνθρωπος βάζει ένα κομμάτι ξύλο στη φωτιά. Όπως αυτό το ξύλο βαθμιαία θα αρπάξει φωτιά, με τον ίδιο τρόπο, Μπαϊσατζασένα, γεννιέται αρχικά κάποιος σε ανθρώπινο σώμα. Μετά τη γέννηση, βιώνει τις αισθήσεις».
Και είπε αυτός: «Ευλογημένε, ποιός πραγματικά γεννιέται εδώ; Μετά τη γέννηση, ποιός ολοκληρωτικά περνά αντίπερα»;
Και είπε ο Ευλογημένος: «Μπαϊσατζασένα, ο Βούδδας ο ίδιος γεννιέται. Ο Νικητής ο ίδιος ολοκληρωτικά περνά αντίπερα. Έχει ως εξής: Για να δώσω μια αναλογία, ο βασιλιάς πιάνει κάποιον και τον φυλακίζει σε ένα σκοτεινό και κλειστό κτήριο. Μόλις ο άνθρωπος μπαίνει στο σκοτεινό κτήριο, και αφού βρεθεί μέσα στο σκοτεινό κτήριο, βλέπει ότι βρίσκεται μέσα σε ένα σκοτεινό κτήριο. Τότε, ένας άλλος άνθρωπος που προηγουμένως έχει επηρεαστεί από βιώματα δεινών, το βλέπει αυτό και σκέφτεται: ‘Αυτός ο άνθρωπος δεν ταιριάζει γι’ αυτό. Μια και δεν έχει βιώσει δεινά προηγουμένως, αυτό το θα τον σκοτώσει’. Και αφού σκεφτεί πάνω σ’ αυτό, παίρνει φωτιά, πηγαίνει εκεί και ανάβει μια μικρή φωτιά πίσω από το σπίτι. Ο άντρας που είναι φυλακισμένος, βλέπει τη φωτιά και καθώς την βλέπει παρηγοριέται και χαίρεται. Αλλά η φωτιά αυτή για κάποιο λόγο η φωτιά σπιθίζει και η λαμπρή φωτιά καίει το σπίτι τελείως και ο άντρας επίσης καίγεται εκεί μέσα. Τότε, όταν ο βασιλιάς άκουσε ότι κάηκε αυτός, δυσαρεστήθηκε και σκέφτηκε: ‘Από εδώ και πέρα, κανένα αισθανόμενο πλάσμα δεν θα μπει φυλακή στη γη μου’.
Κι αφού σκέφτηκε έτσι, ο βασιλιάς είπε στα αισθανόμενα πλάσματα που έμεναν σε αυτή τη γη: ‘Αισθανόμενα πλάσματα, μη φοβάστε. Μην έχετε φόβο. Δεν θα πρέπει να φοβάστε. Από εδώ και πέρα στη γη μου, δεν θα υπάρχει σωματική τιμωρία ή φυλάκιση. Κανένα αισθανόμενο πλάσμα δεν θα τιμωρηθεί με το να χάσει τη ζωή του. Αισθανόμενα πλάσματα, μην φοβάστε’.
Και μόλις τους βεβαίωσε, Μπαϊσατζασένα, ο Νικητής που είχε κάψει όλες τις πλάνες, ολοκληρωτικά ειρήνευσε κάθε ασθένεια. Και όπως αυτός ο άνθρωπος έκαψε το σώμα του μέσα στη φωτιά του κτηρίου, κι έχοντας πεθάνει για το όφελος των σκοπών των αισθανόμενων πλασμάτων, για το όφελος και την ευτυχία τους, έτσι τέλεια ελευθερώνει τα αισθανόμενα πλάσματα που είναι δεμένα στα δεσμά τους, όμοια και ο Νικητής άφησε τα ρύπη των προσκολλήσεων, του θυμού και της άγνοιας και έχοντας γεννηθεί στον κόσμο σαν λάμπα για όλα τα αισθανόμενα πλάσματα, τέλεια απελευθερώνει τα αισθανόμενα πλάσματα από τα σώματα των κολάσεων, των ζώων, των πρέτα, των ασούρα και επίσης τέλεια ελευθερώνει τα νεαρά αισθανόμενα πλάσματα και τα ηλικιωμένα αισθανόμενα πλάσματα επίσης».
Και τότε, αυτοί οι στίχοι ακούστηκαν ψηλά από το διάστημα:

«Το πεδίο του Κατακτητή είναι ένα πεδίο θαυμαστό,
ωφέλιμο πεδίο, καλά ετοιμασμένο
Κάθε σπόρος που φυτεύεται σ’ αυτό
δεν θα χαθεί καθόλου.

Το πεδίο του Κατακτητή είναι η αγνή γη.
Οι διδαχές του Βούδδα επαινούνται.
Για να αγκαλιάσει τα πλάσματα όλα
ο  Δάσκαλος φτιάχνει τα μέσα.

Αν και μένει στη σφαίρα της νιρβάνα
εμφανίζεται στο πρόσωπο της γης.
Κι αφού αέναα τον κόσμο ειρηνεύει
ο Βούδδας εξαγνίζει ό,τι έχει δοθεί.

Ελευθερώνει τα νεαρά τα όντα.
Ελευθερώνει και τα ηλικιωμένα.
Από τα τρία βασίλεια βαθμιαία
ελευθερώνει τέλεια τα όντα όλα.

Σφραγίζει τις πόρτες των κολάσεων.
Ελευθερώνει ζώα και πρέτα.
Κι έχοντας φτιάξει ειρήνη στον κόσμο
δημιουργία ευτυχία για τον επόμενο».

Τότε, ο Ευλογημένος χαμογέλασε και είπε:
«Τέλειο είναι να βλέπεις αυτούς που είναι τέλειοι,
και το να βλέπεις τους Βούδδες είναι τέλειο.
Το άγιο Ντάρμα, ένα πεδίο ποιοτήτων,
κι αυτό τέλειο είναι.
Να βλέπεις τη Σάνγκα να συνάζεται, είναι τέλειο.
Οι διδαχές της Σανγκάτα είναι τέλειες.
Η καταστροφή των κακών πράξεων, είναι τέλεια».

Τότε, ο μποντισάτβα το μεγάλο Όν Μπαϊσατζασένα γονάτισε με τα χέρια του ενωμένα προς τον Ευλογημένο και είπε στον Ευλογημένο: «Ευλογημένε, για ποιό λόγο χαμογελάς; Ποιά είναι η συνθήκη»;
Και είπε ο Ευλογημένος: «Παιδί της γενεαλογίας, βλέπεις αυτά τα  νεαρά αισθανόμενα πλάσματα»;
Και είπε: «Ευλογημένε τα βλέπω. Τα βλέπω, Σουγκάτα».
Και είπε ο Ευλογημένος; «Μπαϊσατζασένα, όλοι τους θα εδραιωθούν στα δέκα επίπεδα αυτήν ακριβώς τη μέρα».
Τότε ο μποντισάτβα το μεγάλο Όν Μπαϊσατζασένα έμεινε στον ουρανό πάνω, σε ένα ύψος ογδόντα χιλιάδων γιοτζάνα και ογδόντα χιλιάδες θεοί απελευθέρωσαν μια βροχή από λουλούδια πάνω στον Ευλογημένο. Τα νεαρά αισθανόμενα πλάσματα έκαναν κι αυτά προστερνισμούς με τις παλάμες ενωμένες. Τότε, ο μποντισάτβα το μεγάλο Όν Μπαϊσατζασένα είπε αυτά τα λόγια καθώς αιωρείτο στον ουρανό. Γέμισε τον γαλαξία ενός δισεκατομμυρίου κοσμικών συστημάτων με ήχο. Τα αισθανόμενα πλάσματα που είχαν γεννηθεί στις τριάντα δύο μεγάλες κολάσεις άκουσαν τον ήχο. Τα τριάντα δύο είδη θεών άκουσαν τον ήχο. Ο γαλαξίας του ενός δισεκατομμυρίου κοσμικών συστημάτων επίσης σείστηκε με έξι τρόπους. Στους μεγάλους ωκεανούς, ογδόντα τέσσερις χιλιάδες νάγκα σείστηκαν κι αυτοί. Τριάντα χιλιάδες εκατομμύρια ρακσάσα ήρθαν στον πλανήτη. Είκοσι πέντε χιλιάδες εκατομμύρια πρέτα, γιάκσα και ρακσάσα ήρθαν από την βασιλική πόλη Αντάκαβατι και αυτή η τεράστια σύναξη μαζεύτηκε εμπρός στον Ευλογημένο. Τότε, ο Ευλογημένος δίδαξε το Ντάρμα στα νεαρά αισθανόμενα πλάσματα και εκατό χιλιάδες εκατομμύρια μποντισάτβα ήρθαν από τα κοσμικά συσστήματα των δέκα κατευθύνσεων, ο καθένας με τη δική του υπερφυσική δύναμη.
Τότε, ο μποντισάτβα, το μεγάλο Όν Μπαϊσατζασένα υποκλίθηκε με τις παλάμες του ενωμένες προς τον Ευλογημένο και είπε στον Ευλογημένο: «Ευλογημένε, πολλοί είναι οι μποντισάτβα που έχουν μαζευτεί εδώ. Σουγκάτα, είναι πολλοί. Ευλογημένε πολλοί επίσης είναι οι θεοί και οι νάγκα που έχουν μαζευτεί εδώ. Από την βασιλική πόλη Αντάκαβατι πολλά εκατομμύρια ρακσάσα επίσης έφτασαν, μαζεύτηκαν και είναι εδώ».
Και ο Ευλογημένος είπε στον μποντισάτβα το μεγάλο Όν Μπαϊσατζασένα: «Παιδί της γενεαλογίας, έλα εδώ κάτω».
Τότε, ο μποντισάτβα, το μεγάλο Όν Μπαϊσατζασένα κατέβηκε από το διάστημα με τις υπερφυσικές του δυνάμεις, έβαλε τις παλάμες του μαζί και γονάτισε προς τον Ευλογημένο. Και είπε στον Ευλογημένο: «Ευλογημένε, ‘το μέγεθος του Ντάρμα’, ‘το μέγεθος του Ντάρμα’ που λέγεται, Ευλογημένε, τί έκταση έχει ‘το μέγεθος του Ντάρμα’»;
Και είπε ο Ευλογημένος: «Παιδί της γενεαλογίας, λέγεται ‘το μέγεθος του Ντάρμα’ όταν κάποιος απερίφραστα πασχίζει να ασκηθεί στην αγαμία και επίσης όταν ενώ απερίφραστα πασχίζει να ασκηθεί στην αγαμία, εγκαταλείπει όλες τις κακίες. Παιδί της γενεαλογίας, βλέπεις τα νεαρά πλάσματα που, έχοντας εγκαταλείψει τις κακές συναναστροφές, θα επιτύχουν χωρις αμφιβολία στο νταράνι και επίσης θα στολιστούν με όλα τα ντάρμα»;
Και είπε: «Ευλογημένε, με ποιά μέσα συνάχθηκαν αυτά τα πολλά αισθανόμενα όντα και ακούνε το μέγεθος του Ντάρμα»;
Τότε, ο Ευλογημένος είπε στον μποντισάτβα το μεγάλο Όν Μπαϊσατζασένα: «Μπαϊσατζασένα, τα περισσότερα αισθανόμενα πλάσματα δεν ακούνε ότι η γέννηση είναι ταλαιπωρία. Δεν ακούνε ότι τα γηρατειά είναι ταλαιπωρία. Δεν ακούνε ότι η ασθένεια είναι ταλαιπωρία, ότι η θλίψη είναι ταλαιπωρία, ότι ο θρήνος είναι ταλαιπωρία, ο χωρισμός από τους αγαπημένους και η σχέση με ό,τι είναι δυσάρεστο είναι ταλαιπωρίες. Ο θάνατος, μετά από όλες αυτές τις ταλαιπωρίες, κλέβει μακρυά το σώμα και τη ζωή. Μπαϊσατζασένα, αυτά είναι που λέγονται ‘όλα τα δεινά’».
Τότε, τα νεαρά αισθανόμενα πλάσματα έχοντας ακούσει αυτή τη διδασκαλία, γον΄τισαν με τις παλάμες τους ενωμένες στον Ευλογημένο, και είπαν στον Ευλογημένο: «Ευλογημένε, θα πεθάνουμε κι εμείς»;
Και ο Ευλογημένος είπε: «Εσείς και όλα τα αισθανόμενα πλάσματα θα πεθάνετε».
Και είπαν: «Ευλογημένε, πώς θα έρθει η ώρα του θανάτου σε εμάς»;
Και είπε ο Ευλογημένος: «Παιδιά της γενεαλογίας, την ώρα του θανάτου, την τελευταία στιγμή της συνείδησης, υπάρχει ένας άνεμος που λέγεται ‘αυτός που προκαλεί την παύση της συνείδησης’, ένας άνεμος που λέγεται ‘αυτός που συγχίζει την συνείδηση’ και ένας άνεμος που λέγεται ‘αυτός που ενοχλεί τη συνείδηση’. Και, παιδιά της γενεαλογίας, την ώρα του θανάτου, την τελευταία στιγμή της συνείδησης, αυτοί οι τρεις άνεμοι θα αναδευτούν, θα συγχίσουν και θα προκαλέσουν ενοχλήσεις».
Και είπαν: «Ευλογημένε, ποιοί είναι οι τρεις άνεμοι που καταστρέφουν το σώμα την ώρα του θανάτου, όταν η συνείδηση παύει»;
Και είπε ο Ευλογημένος: «Είναι οι ‘φίλοι’, τα ‘όπλα’, ο ‘εξαναγκασμός και ο τραυματισμός’ που καταστρέφουν το σώμα».
Και είπαν αυτοί: «Ευλογημένε, τί είδους πράγμα είναι αυτό που λέγεται ‘σώμα’»;
Και είπε ο Ευλογημένος: «Φίλοι μου, λέγεται επίσης και ‘τέλεια λαμπρό’, ‘καμμένο’, ‘φλέγμα’, ‘ρέψιμο’, ‘πεδίο αποτέφρωσης’, ‘άθλιο μυαλό’, ‘βαρύ φορτίο’, ‘βασανισμένο εκ γενετής’, ‘βίαια χτυπημένο εκ γενετής’, ‘αυτό που βασανίζει την ζωτική δύναμη κάποιου’ και ‘αυτό που προκαλεί το θάνατο και τον χωρισμό από τους αγαπημένους’. Φίλοι μου, αυτά είναι που καλούνται ‘σώμα’».
Και είπαν: «Ευλογημένε, πώς πεθαίνει κάποιος; Πώς ζει»;
Και είπε ο Ευλογημένος: «Φίλοι, αυτό που λέγεται ‘συνείδηση’ πεθαίνει. Εσείς που έχετε ζήσει μακρά ζωή, αυτό που λέγεται ‘αρετή’ συνεχίζει να ζει. Φίλοι, αυτό που λέγεται ‘σώμα’ πεθαίνει, δεμένο με εκατομμύρια νεύρα, έχοντας ογδόντα τέσσερις χιλιάδες πόρους, συνδεδεμένο με δώδεκα χιλιάδες τμήματα και υποστηριζόμενο από τριακόσια εξήντα οστά. Ογδόντα τέσσερα είδη παράσιτων ζουν μέσα στο σώμα. Και υπάρχει θάνατος για όλα τα ζωντανά πλάσματα – υπάρχει ο θάνατος που είναι η παύση. Όταν ένα άτομο πεθαίνει, όλα αυτά τα ζωντανά πλάσματα επίσης χάνουν τις ελπίδες τους. Μετά, αυτό κινείται και ενοχλεί τους ανέμους, γιατί τα όλα τα ζωντανά πλάσματα τρώνε το ένα το άλλο. Τότε, θα βιώσουν ταλαιπωρία. Μερικοί θα κλάψουν για τους γιους τους. Μερικοί θα κλάψουν για τις κόρες τους. Μερικοί θα κλάψουν για τον σύντροφό τους. Όλοι θα αισθανθούν πόνους αγωνίας να τους διατρυπούν. Επίσης θα φάνε το ένα το άλλο και τότε όταν θα έχουν φάει το ένα το άλλο, δύο ζωντανά πλάσματα θα μείνουν και θα μαλώσουν για επτά ημέρες. Μετά από επτά ημέρες, το ένα ζωντανό πλάσμα θα καταστραφεί. Το άλλο θα απελευθερωθεί.
Εσείς που έχετε ζήσει μακρά ζωή, αν αναρωτιέστε τί είναι αυτό που λέγεται ‘Ντάρμα’, τί νομίζετε; Όπως αυτά τα ζωντανά πλάσματα συγκρούστηκαν το ένα με το άλλο και μετά πέθαναν, με τον ίδιο τρόπο, τα ανώριμα συνήθη άτομα επίσης συγκρούονται μεταξύ τους. Δεν φοβούνται με την γέννηση. Δεν φοβούνται με τα γηρατειά. Δεν φοβούνται με τον θάνατο. Και όπως μάλωσαν αυτά τα δύο ζωντανά πλάσματα, έτσι και τα ανώριμα συνήθη άτομα μαλώνουν μεταξύ τους. Τότε, τη στιγμή του θανάτου, οι ενάρετοι άνθρωποι θα τους πουν: ‘Άνθρωποι, σε τί στηρίζεστε; Δεν έχετε δει την παραμικρή αδυναμία; Δεν έχετε δει την παραμικρή αδυναμία της γέννησης; Δεν έχετε δει την παραμικρή αδυναμία των γηρατειών και της ασθένειας; Δεν έχετε δει την παραμικρή αδυναμία του θανάτου’; Και αυτοί λένε: ‘Εσύ που έχεις ζήσει μακρά ζωή, έχουμε δει τις αδυναμίες της γέννησης και έχουμε δει και τις αδυναμίες των γηρατειών και της ασθένειας. Έχουμε δει τις αδυναμίες του θανάτου επίσης, στο τέλος όλων αυτών’. Και θα τους πουν: ‘Γιατί δεν πράττετε πράξεις ώστε να δημιουργήσετε ρίζες αρετής; Γιατί δεν δημιουργήσατε τις ρίζες της αρετής του μεγέθους του Ντάρμα, που αυξάνει την ευτυχία και στους δύο κόσμους; Φίλοι, σας ρωτώ μια δεύτερη ερώτηση: Γιατί δεν δημιουργήσατε την συσσώρευση της αρετής που θα σας απελευθερώσει τέλεια από τη ζωή και το θάνατο; Γιατί δεν ερευνήσατε ώστε να διορθώσετε απ’ ευθείας την προσοχή σας; Γιατί δεν ακούσατε τον χτύπο του κύμβαλου στη γη; Δεν είδατε την σπορά στο πεδίο του Νικητή και τις προσφορές από λιβάνια, γιρλάντες και φώτα; Δεν είδατε επίσης τις προσφορές φαγητού και ποτού στο Νικητή, ή την ευχαρίστηση των τεσσάρων ομάδων ακολούθων –των μοναχών ανδρών και γυναικών, των ανδρών και γυναικών λαϊκών που κρατούν τις αρχές τους, αυτές τις τέσσερις ομάδες ασκητών που είναι απόλυτα αφοσιωμένοι στις διδασκαλίες’;
Και θα τους μιλήσουν έτσι και θα τους κατηγορήσουν, με σκοπό να τους ωφελήσουν και αυτοί θα πουν: ‘Μεγαλειότατε, δεν έκανες ούτε το παραμικρό’ και ‘Άνθρωπε αφ’ ότου ήρθες στον πλανήτη Γη εδώ, έχεις κάνει πράξεις μη ενάρετες’.
Και τότε, ο βασιλιάς του Ντάρμα θα δώσει διδασκαλίες στον νεκρό άνθρωπο, με στίχους:
‘Είδες τη γέννηση ενός Νικητή
και άκουσες τον χτύπο του κύμβαλου.
Άκουσες τη διδαχή του Ντάρμα
που φέρνει στην ειρήνη της νιρβάνα.
Κι όμως, δεν έδρασες’.

Και τότε, ο άνθρωπος θα απαντήσει:
‘Είχα ένα νου ανώριμο,
υπό την επήρεια φίλων διεφθαρμένων.
Με νου ζαλισμένο από την επιθυμία
έκανα πράξεις κακές.
Ακολούθησα τις επιθυμίες μου
και σκότωσα ζωντανά πλάσματα.
Ξόδεψα ό,τι ανήκε στη Σάνγκα
Αβάσταχτο είναι το αποτέλεσμα απ’ αυτά.
Με νου έτοιμο να βλάψει
κατέστρεψα στούπα
μίλησα με λόγια προσβολής
Βασάνισα ακόμη τη μητέρα μου.
Αναγνωρίζω τα σημάδια αδυναμίας
σε ό,τι έπραξα με το σώμα μου.
Στη  μεγάλη κόλαση του θρήνου
βλέπω εξαίρετα αβάσταχτες γεννήσεις.
Θα νοιώσω τις αισθήσεις της κόλασης της σύνθλιψης.
Κι όμοια θα βιώσω τις αισθήσεις
στην εξαίρετα καυτή κόλαση
και στην αβάσταχτη τη Μαχαβίτσι.
Θ’ ανοιχτώ στη μεγάλη κόλαση του λωτού
και σαν όν της κόλασης, με τα δεινά αυτά,
στη μεγάλη τρομερή κόλαση ‘που ορίζεται με τις μαύρες γραμμές’,
θα γεννηθώ εκατό φορές.
Αφού σκοτωθούν τα όντα στις κολάσεις
ξανά θα βλέπουν αυτά τα πράγματα τα τρομερά.
Ξανά και ξανά θα πέφτουν από εκατό γιοτζάνα
σε μεγάλους κινδύνους
και δεν θα βρίσκουν έξοδο από εκεί.
Μετά, θα βουτούν μες στο σκοτάδι.
Στην κόλαση που ακούει στο όνομα ‘Λεπίδα’,
υψώνονται χιλιάδες λεπίδες.
Θα γεννιούνται εμπρός απ’ τις λεπίδες,
σε εκατοντάδες χιλιάδες εκατομμύρια.
Εξ αιτίας αρνητικών πράξεων που έχω κάνει
το σώμα μου θα κόβεται απ’ αυτές.
Τέλεια θα καταστρέφεται το σώμα
με αβάσταχτα δυνατούς στροβιλιστούς ανέμους
Συνέχεια σε κολάσεις σαν κι αυτές
θα βιώνω τα δεινά.
Όλα τα πλάσματα εκεί θα βλέπουν
το σώμα μου θα είναι σε τρομερό πόνο.
Πήρα τα πλούτη άλλων ακόμα
για να στηρίξω το νοικοκυριό μου
Γιοί μου και κόρες μου,
αδέρφια κι αδελφές μου, όμοια,
πατέρα, μητέρα όμοια
φίλους πολλούς και συγγενείς
και υπηρέτες και εργάτες,
και φορτία, ζώα και βοηθούς:
παραστράτησα με σχέδια άσχημα.
Για βάζα με χρυσάφι και ασήμι
κι όμοια για μαλακά φίνα υφάσματα
κι ετοίμασα να φτιάξω ένα σπίτι:
για όλα τούτα παραστράτησα.
Παραστράτησα με λαούτα και κύμβαλα
το νου μου γέμισα με ευχαρίστηση
Αν και το σώμα μου πλύθηκε σε αρωματικά νερά
και τώρα ακόμα του λείπει η ευγνωμοσύνη.
Σώμα, νου δεν έχεις,
μα για τη χάρη σου παραστράτησα.
Στο μέλλον, ούτε ένα πλάσμα
δεν θα είναι προστάτης μου.
Όταν ο μεγάλος στροβιλιστός άνεμος
αβάσταχτα θα καταστρέφει το σώμα μου.
Όμοια, έφαγα εξαίρετα φαγητά,
γεύτηκα διάφορες γεύσεις με τη γλώσσα μου.
Γύρω απ’ το κεφάλι μου δέθηκαν εξαιρετικά πολλές
καλοφτιαγμένες γιρλάντες, όμορφες.
Παραστράτησαν τα μάτια μου από την ομορφιά.
Δεν υπάρχει προστάτης για τα μάτια μου.
Τα μάτια είναι η αιτία τόσων πράξεων κακών
που έκανα αφού είχα κοιτάξει.
τα αυτιά μου είναι η αιτία
για την οποία τα χέρια μου σκίζονται και κόβονται από διαμάντια.
Στα δυο χέρια δέθηκαν βραχιόλια,
δαχτυλίδια φορέθηκαν στα δάχτυλά μου
Γύρω απ’ το λαιμό μου σειρές μαργαριτάρια
κι ακόμη και τα πόδια μου στολίστηκαν βαρειά.
Αλυσίδες τους αστραγάλους μου στόλισαν
και μπήκε πάνω τους χρυσάφι.
Το σώμα μου φόρεσε πετράδια
κι όμοια χρυσαφένιες ζώνες.
Διασκέδασα με τον μεγάλο πλούτο
ο νους μου προσκολλήθηκε πολύ.
Αμέσως μόλις άγγιξα την μαλακή αφή
με δυνατή επιθυμία την κράτησα κοντά μου.
Κάθισε το σώμα μου πάνω σε χαλιά πολλά
στρωσίδια για κρεββάτια
κι αφού λούστηκε σε όμορφα αρωματικά νερά,
αρωματίστηκε με αρώματα.
Αρωματίστηκε ο αέρας με λιβάνι
θεϊκή καμφορά και σανδαλόξυλο
Ομόρφυνα την όψη μου
την επάλειψα πλούσια με μόσχο.
Κι αφού αρωματίστηκα με παλιά αρωματικά έλαια,
γιασεμί και άνθη τσάμπακα
ντύθηκα με υφάσματα
φίνας μουσελίνας από τη Μπεναρές.
Κατέβηκα από την πλάτη του ελέφαντα
κι ανέβηκα στην πλάτη ενός αλόγου
Και πίστεψα ότι είμαι βασιλιάς
Οι άνθρωποι έτρεχαν μπροστά μου.
Ήμουν τέλεια οικείος με γυναίκες
που έμαθαν καλά να τραγουδούν και να χορεύουν.
Άγρια ζώα που δεν με έβλαψαν ποτέ
χτύπησα μ’ ένα βέλος και τα σκότωσα.
Επειδή δεν γνώριζα για ζωές μελλοντικές
έκανα πράξεις διεφθαρμένες σαν κι αυτές.
Έφαγα τη σάρκα άλλων όντων
κι έτσι αυτή η ταλαιπωρία η δική μου
θα γίνει αβάσταχτη.
Μα δεν κατανοούσα το θάνατο.
Είχα ανώριμο μυαλό
και έτρεφα το σώμα μου.
Τώρα, που ο θάνατος ήρθε σήμερα σε μένα,
δεν έχω κανέναν για προστάτη μου.
Όλοι εσείς, φίλοι και συγγενείς,
γιατί κοιτάζετε το πρόσωπό μου;
Γιατί φοράτε κουρελιασμένα ρούχα για το θρήνο;
Γιατί κλαίτε και θρηνείτε δυνατά;
Γιατί λύνετε και τραβάτε τα μαλλιά σας;
Γιατί ματώνετε απ’ τη θλίψη;
Γιατί σκορπίζετε χώμα πάνω απ’ το κεφάλι;
Γιατί το στήθος σας χτυπάτε;
Στη ζωή μου θα έπρεπε να είχα
εγκαταλείψει την κακία. Γιατί αγωνιάτε;
Το σώμα μου έγινε τροφή
για τα τσακάλια, σκύλους, κοράκια και πουλιά.
Δεν έχει νόημα να θρέφεις αυτό το σώμα
Είναι απόχτημα του όφι του θανάτου
κι έτσι ένα άτομο θα συνεχίζει να γεννιέται.
Το φάρμακο πο ελευθερώνει από το φόβο
-αυτό είναι το είδος του φαρμάκου για να πάρω.
Το φάρμακο που έδωσε ο γιατρός
- αυτό το φάρμακο μου είναι άχρηστο.
Δώστο μου τώρα, την ώρα που πεθαίνω,
το φάρμακο του Ντάρμα που απελευθερώνει
από τον όφι κάθε πλάνης.
Μην μου δίνεις σάρκα
Αν και το σώμα αυτό τράφηκε τόσο
θα καταστραφεί άψυχο
Κι αφού φέρνει τα δεινά
γιατί να φτάσω ως την κορφή της διαφθοράς;
Το σώμα αυτό, αν και το φρόντισα με περισσή φροντίδα,
έργα θα κάνει με πράξεις κακές.
Γιέ μου και κόρη μου, για ποιόν λόγο
με κοιτάζουνε τα μάτια σας;
Προστατεύστε με από την αρρώστια μου αυτή!
Γιε μου και κόρη μου,
γιατί κλαίτε δίχως νόημα;
Μην κάνετε κάτι δίχως νόημα για μένα.
Για να στηρίξω εσάς,
μέχρι που άρπαξα τον πλούτο άλλων.
Τώρα που η ώρα του θανάτου μου έχει έρθει,
είναι χωρίς ελπίδα. Τί να κάνω;
Τρομάζω απ’ τη γέννηση στα κατώτερα πεδία.
Είμαι τελείως καταρρακωμένος που πεθαίνω.
Νοιώθω έντονα την αίσθηση της αφής,
της διάκρισης, των αισθήσεων
και των νοητικών κατασκευασμάτων.
Εξ αιτίας της επιθυμίας, τα ανώριμα τα όντα περιπλανιούνται
και φτάνουν σε αβάσταχτα αποτελέσματα.
Γεννήσεις σε οικογένειες κακές:
κι εκεί κάποιος δένεται με το θρήνο.
Γνωρίζοντας ότι είχα λίγη αρετή
έφερα προβλήματα στους άλλους.
Η γενναιοδωρία μου και το ήθος τέλεια εξαφανίστηκαν
και γύρισα την πλάτη μου στο Ντάρμα.
Κι επειδή την επαναγέννηση δεν κατανοούσα
ήμουν σε πλάνη από τον όφι κάθε πλάνης.
Εξ αιτίας της άγνοιας, τα ανώριμα τα όντα περιπλανιούνται
εκεί που δεν υπάρχει ελευθερία.
Μη γνωρίζοντας την έννοια της ελευθερίας
συγχισμένα, κάνουν πράξεις κακές.
Εξ αιτίας της πλάνης, τα ανόητα τα όντα περιπλανιούνται,
με το νου τους συνεχώς να ενοχλείται.
Στα σώματά τους που έχουν πολλών ειδών δεσμά
η φωτιά φλογίζει και κατακαίει.
Σε μέρη όπου δεν υπάρχει ευτυχία
συγχισμένο, το σώμα τελείως περιπλανιέται.
Δεν γνωρίζει την ευτυχία αυτή
απ’ την οποία γεννιέται η τέλεια ευτυχία.
Το πεδίο του Βούδδα που δίνει ευτυχία
ο τροχός του Ντάρμα που είναι το υπέρτατο γιατρικό
η ηθική που είναι το αληθινό ήθος.
Αυτή είναι η αγνή φωνή του Νικητή’».

Τότε ο Ευλογημένος μίλησε στον μποντισάτβα το μεγάλο Όν Μπαϊσατζασένα με αυτά τα λόγια: «Μπαϊσατζασένα αν και τα αισθανόμενα πλάσματα κλαίνε και θρηνούν την ώρα του θανάτου τους, κανείς δεν θα ε΄μιναι ο προστάτης τους εκτός από την ωρίμανση των αποτελεσμάτων των καλών πράξεων που έχουν κάνει».
Ο Ευλογημένος είπε αυτά τα λόγια και μετά αυτούς τους στίχους:
«Κάνοντας πράξεις  κακές
πέφτουν στις κολάσεις των αισθανόμενων πλασμάτων.
Θα φορέσουν υφάσματα που καίνε
κι όταν διψούν θα πίνουν σίδερο λιωμένο.
Κάρβουνα που καίνε θα πέφτουν στα σώματά τους
κι αφού καούν, στις εξαίρετα αβάσταχτες
μεγάλες τρομακτικές κολάσεις,
τα σώματά τους θ’ανάβουνε φωτιά.
Δεν θα γνωρίζουν ευτυχία.
Δεν θα γνωρίζουν ούτε Ντάρμα, με κανέναν τρόπο.
Κι εξαιτίας αυτού που Ντάρμα δεν είναι
τα ανόητα τα όντα περιπλανιούνται
μη βρίσκονταν ούτε την ελάχιστη ευτυχία.
Αυτοί που έχουν πίστη και ήθος σε αφθονία
έχουν σοφία και μεγάλη ασκητική
σχετίζονται με ενάρετους φίλους
- αυτοί γρήγορα θα γίνουν Νικητές.
Για να γεννηθεί στον κόσμο ένας Βούδδας
υπέρτατη χαρούμενη προσπάθεια πρέπει να γίνει,
όλα τα αισθανόμενα όντα υπάρχουν μέσα στην φροντίδα ενός
κι ένας πρέπει το Ντάρμα να διδάξει των ενάρετων πράξεων.
Με σκέψεις αγάπης κι άλλα όμοια
με την υπέρτατη αγαμία παρέμεινε συγκεντρωμένος.
Μπαϊσατζασένα αφού άκουσες αυτό τον λόγο
θα πρέπει να ασκηθείς σ’ αυτό με ανωτερότητα.
Βλέποντας την ελευθερία και τον φωτισμένο
και τον αρχηγό, του οποίου ο λόγος ακούστηκε,
και τον πατέρα και μητέρα αυτού του κόσμου:
Λέγεται ‘μποντιτσίτα’.
Ένας φίλος ενάρετος που διδάσκει αυτό το Ντάρμα,
στον κόσμο είναι εξαιρετικά σπάνιος.
Αυτοί που ακούν με σεβασμό του Βούδδα τις διδασκαλίες
θα γίνουν αξεπέραστοι Βούδδες που θα περάσουν στην Ευλογία.
Αυτοί που σέβονται
τους ειρηνικούς γιους των Βουδδών
κι αυτοί επίσης προστάτες του κόσμου θα γίνουν
ελευθερώνοντας όλα τα όντα».

Τότε, ο μποντισάτβα το μεγάλο Όν Μπαϊσατζασένα είπε στον Ευλογημένο: «Ευλογημένε, γιατί οι πλαγίες εδώ σείονται με μεγάλο σεισμό»;
Ο Ευλογημένος είπε στον μποντισάτβα το μεγάλο Όν Μπαϊσατζασένα: «Μπαϊσατζασένα, κοίταξε».
Ο μποντισάτβα το μεγάλο Όν Μπαϊσατζασένα κοίταξε και είδε σχισμές στην γη, στις τέσσερις κατευθύνσεις. Είδε είκοσι εκατομμύρια ανθρώπους να εμφανίζονται από τις χαράδρες που είχαν σχηματιστεί από τις σχισμές της γης. Είδε είκοσι εκατομμύρια ανθρώπους να εμφανίζονται από το ναδίρ, και είκοσι πέντε εκατομμύρια ανθρώπους να εμφανίζονται από το ζενίθ. Τότε, αυτά τα νεαρά πλάσματα το είδαν αυτό και είπαν στον Ευλογημένο: «Ευλογημένε, ποιοί γεννήθηκαν εδώ»;
Και είπε ο Ευλογημένος: «Δείτε αυτή την ομάδα των όντων».
Και είπαν: «Ευλογημένε, τα βλέπουμε».
Και είπε ο Ευλογημένος: «Αυτή η ομάδα των όντων γεννήθηκε για το όφελος της δικής σας ευτυχίας».
Και είπαν: «Θα πεθάνουν και αυτά τα αισθανόμενα πλάσματα επίσης»;
Και είπε ο Ευλογημένος: «Φίλοι, έτσι είναι. Όλα τα αισθανόμενα πλάσματα πρέπει να πεθάνουν».
Τότε, τα προηγούμενα νεαρά αισθανόμενα πλάσματα, που είχαν γεννηθεί πιο πριν, γονάτισαν με τις παλάμες τους ενωμένες μπροστά στον Ευλογημένο και είπαν στον Ευλογημένο: «Ευλογημένε, δεν θα θέλαμε να δούμε ξανά τη γέννηση και το θάνατο».
Και είπε ο Ευλογημένος: «Τότε καλά, θα θέλατε να αποκτήσετε τη δύναμη της χαρούμενης προσπάθειας»;
Και είπαν: «Μακάρι να δούμε απ’ ευθείας το Νικητή. Και μακάρι να ακούσουμε το Ντάρμα που θέλουμε να ακούσουμε και που είναι ευχάριστο. Μακάρι να δούμε την σύναξη της σάνγκα των σράβακα των Νικητών. Μακάρι να δούμε τους μποντισάτβα που έχουν μεγάλες υπερφυσικές ικανότητες και μεγάλη δύναμη. Ευλογημένε, αυτά είναι τα είδη των πραγμάτων που μας αρέσουν. Δεν θέλουμε να δούμε τη γέννηση και το θάνατο».
Τότε, με τις υπερφυσικές δυνάμεις του ο μποντισάτβα το μεγάλο Όν Μπαϊσατζασένα και πεντακόσιοι άλλοι μποντισάτβα σηκώθηκαν από τις θέσεις τους σε μια στιγμή και όλοι υψώθηκαν στο διάστημα, με τις υπερφυσικές τους δυνάμεις. Κάθισαν με τα πόδια τους σταυρωμένα και συγκεντρώθηκαν. Από όλων τους τα σώματα εμφανίστηκαν λιοντάρια. Εμφανίστηκαν τίγρεις. Εμφανίστηκαν φίδια. Ελέφαντες εμφανίστηκαν. Αποκάλυψαν μια εκδήλωση μεγάλων υπερφυσικών δυνάμεων. Και στο βουνό επίσης κάθισαν με σταυρωμένα πόδια και σηκώθηκαν σε μια απόσταση είκοσι χιλιάδων γιοτζάνα. Προκάλεσαν να εμφανιστούν δέκα χιλιάδες εκατομμύρια φεγγάρια, και να δύσουν ήλιοι επίσης.
Τότε τα νεαρά αισθανόμενα πλάσματα είπαν στον Ευλογημένο: «Ευλογημένε, ποιός είναι ο λόγος και ποιά η συνθήκη για αυτές τις φωτεινές αχτίδες και αυτές τις μεγάλες υπερφυσικ΄ξες δυνλάμεις που εμφανίζονται στον κόσμο»;
Και είπε ο Ευλογημένος: «Παιδιά της γενεαλογίας, κοιτάξτε τη σελήνη και τον ήλιο που εμφανίζεται».
Και είπαν: «Ευλογημένε τα βλέπουμε. Τα βλέπουμε Σουγκάτα».
Και είπε ο Ευλογημένος: «Οι μποντισάτβα εκδηλώνουν αχτίδες που λάμπουν από τα σώματά τους και υπερφυσικές δυνάμεις και μαγικές μεταμορφώσεις. Αφού τα εκδηλώσουν αυτά, διδάσκουν το Ντάρμα στα αισθανόμενα όντα για το όφελος πολλών πλασμάτων, για την ευτυχία πολλών πλασμάτων, από την ελεήμονα αγάπη τους για τον κόσμο και για τον σκοπό, το όφελος και την ευτ΄χιαί ατων μεγάλων συνάξεων των όντων, των θεών και των ανθρώπων. Αφού εκδηλώσουν εδώ ανθρώοινα σώματα, δύναμη και χαρούμενη προσπάθεια, παρουσιάζουν τέτοια είδη δύναμης».
Και είπαν: «Ευλογημένε, παρακαλούμε δώσε μας μια διδασκαλία του ντάρμα ώστε να κάνεις να εμφναιστούν αχτίδες φωτός να λάμπουν».
Και μόλις το είπαν αυτό, ο Ευλογημένος είπε στον μποντισάτβα το μεγάλο Όν Μπαϊσατζασένα: «Μπαϊσατζασένα, είδες τον γαλαξία του ενός δισεκατομμυρίου κοσμικών συστημάτων να σείεται με έξι τρόπους»;
Και είπε: «Ευλογημένε, το είδα. Το είδα Σουγκάτα».
Και σκέφτηκε: ‘Κι αν ρωτούσα το Νικητή για αυτό το θέμα’; Και καθώς το σκεφτόταν αυτό, ο Νικητής του είπε: «Μπαϊσατζασένα, ρώτησε ό,τι θέλεις και θα ικανοποιήσω το νου σου με μια εξήγηση για ό,τι θέλεις να ρωτήσεις. Θα διδάξω. Θα δώσω ανάλυση. Μπαϊσατζασένα, θα δείξω ό,τι ανήκει στο παρελθόν, στο μέλλον και στο παρόν».
Και είπε: «Ευλογημένε, σε παρακαλώ δίδαξε ώστε να αποσαφηνιστούν οι αμφιβολίες μας. Ευλογημένε, βλέπω τον Νικητή περιτριγυρισμένο από ογδόντα τέσσερις χιλιάδες παιδιά θεών, ογδόντα τέσσερις χιλιάδες εκατομμύρια μποντισάτβα, δώδεκα χιλιάδες εκατομμύρια βασιλιάδες νάγκα, δέκα οκτώ χιλιάδες εκατομμύρια μπούτα και είκοσι πέντε χιλιάδες εκατομμύρια πρέτα και πισσάκα».
Και είπε ο Ευλογημένος: «Μπαϊσατζασένα, χωρίς αμφιβολία τα αισθανόμενα πλάσματα αυτά έχουν μαζευτεί σε μια σύναξη μπροστά μου και κάθισαν για να ακούσουν το Ντάρμα. Μπαϊσατζασένα, την ίδια αυτή ημέρα θα υπερνικήσουν την κυκλική ύπαρξη. Με την επιθυμία τους να ωφελήσουν όλα τα αισθανόμενα πλάσματα, την ίδια αυτή ημέρα θα φτάσουν στα δέκα επίπεδα. Έχοντας εδραιωθεί στα δέκα επίπεδα, θα φτάσουν στη σφαίρα της νιρβάνα.
Για το όφελος της απελευθέρωσης από το γήρας και το θάνατο,
αφού έκαναν πράξεις για να φέρουν ευτυχία,
και για να εξαλείψουν τη θηλειά της πλάνης,
θα πραγματώσουν τις διδασκαλίες του Βούδδα».

Και είπε αυτός: «Ευλογημένε, πολλές κατοικίες αισθανόμενων πλασμάτων υψώθηκαν εξ αιτίας διαφόρων κάρμα. Γιατί παραμένουν και περιτριγυρίζουν τον Ευλογημένο»;
Και είπε ο Ευλογημένος: «Μπαϊσατζασένα άκουσε.
Τα αισθανόμενα πλάσματα που είναι συγχισμένα και δεν ξέρουν
πώς να ελευθερωθούν
Αυτά τα πολλά νεαρά αισθανόμενα πλάσματα
σήμερα θα επιτύχουν στα νταράνι.
Για να επιτύχουν στα δέκα επίπεδα
θα πρέπεινα γνωρίσουν τέλεια όλα τα ντάρμα
και έτσι θα φτάσουν στα δέκα αυτά επίπεδα
θα ασκήσουν τις δραστηριότητες ενός Βούδδα.
Θα γυρίσουν τον τροχό του Ντάρμα
Θα απελευθερώσουν τη βροχή του Ντάρμα
Κι έετσι, καθώς τα όντα έχουν συναχθεί
η διδαχή μου θα είναι ευχάριστη.
Θεοί και νάγκα και πρέτα
και φοβερά αβάσταχτοι ασούρα
θα εδραιωθούν στα δέκα επίπεδα
Θα διδάξουν τον ήχο του Ντάρμα
Θα ηχήσουν το κύμβαλο του Ντάρμα
Θα ηχήσουν το κογχύλι του Ντάρμα
Αυτά τα νεαρά αισθανόμενα όντα επίσης
θα έχουν την δύναμη της χαρούμενης προσπάθειας.
Όπως ο Νικητής έφτασε σε επίτευξη
έτσι κι αυτοί σήμερα στο Ντάρμα θα επιτύχουν».

Τότε, πέντε χιλιάδες από τα νεαρά αισθανόμενα πλάσματα σηκώθηκαν από τα καθίσματά τους, ένωσαν τις παλάμες τους και γονάτισαν προς τον Ευλογημένο. Και είπαν στον Ευλογημένο:
«Αφού δεν βρέθηκε το τέλος
των δεσμών με τη σαμσάρα,
το σώμα είναι ένα βαρύ φορτίο, Ευλογημένε,
πολύ φοβερό και αβάσταχτο.
Δεν βρίσκουμε δρόμο
Και πράγματι δρόμος δεν φαίνεται
έτσι, Προστάτη, αφού είμαστε τυφλοί
ζητάμε εσύ  να μας οδηγήσεις.
Σε σένα, τον Ήρωα, παράκληση κάνουμε.
Μακάρι ο Οδηγός το Ντάρμα να διδάξει.
Γεννηθήκαμε με λίγη σοφία
και δεν  βρίσκουμε καθόλου ευτυχία.
Παρακαλούμε το Ντάρμα να διδάξεις
ελευθέρωσέ μας από τα αβάσταχτα δεινά.
Όπου κι αν είναι να γεννηθούμε,
μακάρι εκεί να δούμε έναν Βούδδα».

Τότε ο μποντισάτβα το μεγάλο Όν Μπαϊσατζασένα πήγε εκεί που βρίσκονταν τα νεαρά όντα και είπε τα εξής:
«Φάτε κάτι.
Πείτε θαυμάσια νόστιμα ποτά.
Μετά, που ο φόβος σας θα φύγει,
ακούστε άφοβα το Ντάρμα».

Κι είπαν αυτά:
«Τιμημένε μεγαλύτερε, ποιός είσαι;
Δεν σε γνωρίζουμε εμείς.
Βλέπουμε ότι είσαι όμορφος,
η όψη σου είναι ειλικρινής και η φήμη σου μεγάλη.
Ελεύθερος απ’ τους μεγάλους φόβους
του κόσμου των πρέτα, των κολάσεων, των ζώων,
σαν κάποιον που τον κόσμο ομορφαίνει,
κάθε σου αρνητικότητα ειρήνευσε.
Ένα δοχείο κρατάς στο χέρι σου
φτιαγμένο από επτά πολύτιμα συστατικά,
και μια σειρά πετράδια έχεις στο σώμα,
στολίδια με μεγάλη λάμψη.
Στα λόγια που είπες, τα ειρηνικά,
δεν μπορούμε απάντηση να δώσουμε καμμία.
Δεν χρειαζόμαστε τροφή,
ούτε νόστιμα ποτά.
Γιατί το φαγητό γίνεται περιττώματα
και το ποτό γίνεται ούρα.
Οι χυμοί γίνονται αίμα.
Και με τον ίδιο τρόπο από το αίμα η σάρκα γίνεται.
Κι έτσι δεν χρειαζόμαστε
ούτε φαγητά όμορφα φτιαγμένα ούτε ποτά,
ούτε όμορφα υφάσματα
ούτε υφαντό μετάξι ή μαλλί.
Χρυσά βραχιόλια δεν χρειαζόμαστε
ούτε σειρές μαργαριτάρια
Στα δάχτυλά μας δεν θέλουμε δαχτυλίδια
Όλα αυτά είναι εκ φύσεως παροδικά.
Μία ζωή γυρεύουμε που θα δεν θα οδηγήσει
σε επαναγεννήσεις κακές.
Πασχίζουμε για την ευτυχία των θεών
και για να δώσουμε το Ντάρμα.
Ενάρετους φίλους χρειαζόμαστε,
όχι να γίνουμε βασιλιάδες που γυρνούν τον τροχό.
Έχοντας αφήσει πίσω τους όμορφη γη
κι οι βασιλιάδες που γυρνούν τον τροχό, κι αυτοί πεθαίνουν.
Οι γιοί τους δεν ακολουθούν,
μήτε γυναίκες, μήτε κόρες.
Τα επτά πολύτιμα πράγματα θα μείνουν πίσω,
δεν θα τους ακολουθήσουν.
Κι αν και μαζεύονται άνθρωποι πολλοί σ’ αυτούς
ούτε κι αυτοί θα τους ακολουθήσουν.
Κανείς δεν θα τρέξει εμπρός τους,
ούτε έτσι αργότερα θα είναι.
Αφού γίνει κάποιος βασιλιάς για μια ζωή,
εξ αιτίας της παροδικότητας, μετά θα περιπλανιέται.
Κι εξ αιτίας πράξεων κακών που θα έχει κάνει
θα πέσει στην κόλαση των ουρλιαχτών.
Κι αφού έχει περιτριγυριστεί από παντού
από τα επτά πετράδια και από μεγάλη δύναμη,
όταν ωριμάσει ο χρόνος για την κόλαση των ουρλιαχτών,
πού θα πάει όλη αυτή η δύναμη;
Κι αφού δεν είναι πουθενά στη γη για να βρεθούν,
έχοντας πεθάνει, δεν μπορούν να εκδηλώσουν τις δυνάμεις αυτές.
Μεγαλύτερε, παρακαλώ άκουσέ μας:
Παρακαλώ πήγαινε εκεί που βρίσκεται ο Νικητής.
Ειλικρινά επιθυμούμε να τον δούμε,
όπως τη μάνα ή τον πατέρα μας.
Δεν έχουμε μητέρα
ούτε πατέρα ή παιδιά.
Ο Νικητής είναι αρχηγός αυτού του κόσμου.
Είναι ο πατέρας και η μάνα.
Είναι ο ήλιος και η σελήνη.
Αποκαλύπτει το μονοπάτι που οδηγεί στην ευτυχία.
Ελευθερώνει απ’ τη σαμσάρα,
για να μην γεννηθούμε ξανά.
Είναι η βάρκα που μας σώζει απ’ το ποτάμι
απ’ το τρομακτικό ποτάμι κάθε πλάνης.
Μ’ αυτόν, τα όντα τέλεια ελευθερώνονται.λ
Δεν θα γυρίσουν ξανά πίσω.
Αυτός που δείχνει υπέρτατη φώτιση
εξηγεί επίσης το άγιο Ντάρμα.
Δεν χρειαζόμαστε τροφή.
Δεν θέλουμε να έχουμε ένα βασίλειο.
Αυτοί που φοβούνται τα βασίλεια της κόλασης
δεν θά’ πρεπε στους κόσμους των θεών να πάνε.
Η ζωή ενός ανθρώπου είναι ευτυχής:
εκεί εμφανίζεται ο Πάνσοφος.
Κι εξαιτίας κακών πράξεων που έχει κάποιος κάνει,
η ζωή είναι μικρή και περιπλανιέται.
Δεν γνωρίζουν θάνατο, μα ξέρουν
τα βασίλεια και τις χαρές που επιθυμούν.
Αυτοί που εξαπατώνται από τη γέννηση και το θάνατο
δεν ξέρουν και δεν έχουν φόβο.
Συγχισμένοι από την παροδικότητα
δεν ξέρουν το λεπτοφυές Ντάρμα
Δεν εξασκούν λεπτά καθήκοντα
και δεν γνωρίζουν τη σφαίρα της ειρήνης.
Και καθώς το θάνατο αντιμετωπίζουν, δεν αισθάνονται μετάνοια.
Ξανά και ξανά γεννιούνται πάλι.
Για πολύ καιρό, πλημμυρισμένοι απ’ τα δεινά,
συνέχεια χτυπημένοι με κοντάρια και μετά
κλέβουν από τους άλλους.
Κι όμοια δένονται και σκοτώνονται.
Εξαναγκασμένοι από προηγούμενες κακίες
δένονται με πέντε δεσμά.
Οι ελπίδες τους επίσης κόβονται.
Θα τρυπηθούν απ’ τα κεντριά του πόνου
Όταν παύσει η συνείδησή τους
με λύπη θα θρηνήσουν:
‘Ποιός θα είναι ο προστάτης μου;
Χρυσάφι, ασήμι, κρύσταλλοι –
τα πλούτη μου όλα τα προσφέρω.
Ας γίνω και υπηρέτης,
όπως οι υπηρέτες ζουν,
θα κάνω κάθε τέτοια δουλειά’.
Δεν χρειαζόμαστε βασίλεια, περιουσίες,
ούτε και πλούτο ή σοδειές.
Δεν θέλουμε ούτε τα σώματά μας,
αυτοί που δρουν πράξεις κακές δεν ελευθερώνονται.
Κι αφού αυτά έτσι είναι, μεγαλύτερε,
δεν χρειαζόμαστε τροφή.
Αυτοί που τρώνε νόστιμη τροφή,
ακόμη κι οι βασιλείς, και τούτοι θα πεθάνουν.
Αυτοί που πίνουν τα καλύτερα ποτά,
γιοι των θεών, και τούτοι θα πεθάνουν.
Τροφή, ποτό ετοιμασμένα όμορφα,
κι άλλες πολλές γεύσεις,
βάζουν εμπρός στο βασιλιά και τότε
αυτός τ’ αγγίζει με τη γλώσσα του.
Μετά οι βασιλείς στις γεύσεις προσκολλούνται
και κάνουν πράξεις όχι λιγότερης κακίας.
Προσκολλημένοι σε γεύσεις παροδικές
χάνουν την ουσία.
Δεν χρειαζόμαστε ποτό
ούτε χρειαζόμαστε τροφή.
Αυτό που χρειαζόμαστε είναι το Ντάρμα
που μας ελευθερώνει απ’ τα δεινά.
Σ’ αυτόν που ελευθερώνεται από τα δεσμά της επιθυμίας,
ελεύθερος απ’ τα δεσμά της πλάνης,
και τέλεια ελεύθερος απ’ όλα τα δεσμά:
Σ’ αυτό τον Βούδδα ζητούμε καταφύγιο.
Θέλουμε να βρούμε καταφύγιο
στον μεγάλο Άγιο που προστατεύει τον κόσμο.
Επίσης θέλουμε να υποκλιθούμε
σ’ αυτόν που χαίρονται τα όντα να κοιτάζουν.
Κι αφού δεν ξέρουμε το όνομά σου,
πές μας παρακαλούμε το φωτεινό σου όνομα».

Και είπε ο Μπαϊσατζασένα:
«Εσείς και όλα τα όντα όμοια
θέλετε να ακούσετε το όνομα.
Νεαρά όντα ένα δισεκατομμύριο
τριγυρίζουν το Νικητή».

Και είπαν:
«Είσαι του Βούδδα μαθητής
Το όνομά σου είναι βαθύ και φημισμένο.
Όμοια όλα τα πλάσματα
θέλουν να ακούσουν τοόνομά σου».

Και είπε αυτός:
«Μπαϊσατζασένα με λένε.
Είμαι το φάρμακο των αισθανόμενων πλασμάτων.
Το καλύτερο από τα φάρμακα όλα,
αυτό θα σας διδάξω –
αυτό που ειρηνεύει τις ασθένειες
που τα αισθανόμενα πλάσματα μολύνουν.
Η ασθένεια της προσκόλλησης είναι μεγάλη ασθένεια.
Αβάσταχτη, τρομοκρατεί τον κόσμο.
Η ασθένεια της άγνοιας είναι μεγάλη και φοβερή,
κάνει κάποιον να περιπλανιέται δίχως νου.
Τα αισθανόμενα πλάσματα πηγαίνουν στις κολάσεις
κι όμοια ανάμεσα στους πρέτα και στα ζώα.
Αυτά τα ανώριμα όντα νικιώνται απ΄το θυμό:
Πώς να ειρηνεύσουν»;

Και είπαν:
«Ακούγοντας το ενάρετο Ντάρμα,
θα ελευθερωθούμε απ’ όλα τα δεινά.
Έχουμε ανώριμο νου και έχουμε άγνοια,
μα αφού ελευθερωθήκαμε απ’ τα δεινά
εγκαταλείψαμε τις πράξεις τις κακές.
Μακάρι να ακούσουμε το δώρο του Ντάρμα.
Κι έχοντας παρατήσει τις πράξεις τις κακές,
εγκαταλείψαμε και την φοβερή ταλαιπωρία επίσης.
Μακάρι γρήγορα να δούμε τον Τέλειο Βούδδα
τον γιατρό που ειρηνεύει κάθε ασθένεια.
Είναι ο βασιλιάς των θεραπευτών
θεραπεύοντας όλους όσους υποφέρουν.
Για να τιμήσουμε το Νικητή,
μεγαλύτερε, παρακαλούμε γρήγορα πήγαινε
κι αφού κάνεις προστερνισμό, παρακαλώ πες αυτά τα λόγια
στον αρχηγό του κόσμου.
Ειρήνευσε τέλεια την ασθένεια αυτή.
Όλο το σώμα φλογίζει
ειρήνευσε αυτή την φοβερή φωτιά
που καίει και καταστρέφει την ειρήνη μας.
Το φορτίο του σώματός μας είναι ένα βαρύ φορτίο
ένα φορτίο εξαίρετα άγριο και κοφτερό
Για εμάς που μας πλημμυρίζουν τα δεινά
Δεμένε με Όρκο  Ασκητή, έχε έλεος.
Τα όντα πάντα υποφέρουν
την καταπίεση της άγνοιας και του θυμού.
Μη γνωρίζοντας πώς να ελευθερωθούν απ’ το φορτίο
γραπώνονται απ’ αυτό πάλι και πάλι.
Αυτοί που δεν γνωρίζουν το μονοπάτι της ελευθερίας
και που δεν βλέπουν μονοπάτι ελευθερίας
αν και ξέρουν για τον θάνατο,
αυτό και πάλι δεν τους φέρνει φόβο.
Σκέφτονται ‘εγώ δεν θα πεθάνω ποτέ’
αυτοί ξεκουράζονται άνετα
και βαθειά συγχισνμένοι.
Και εξ αιτίας αυτού, αν και βλέπουν
τη μητέρα να πεθαίνει, επίγνωση δεν έχουν.
Μερικοί δεν θυμούνται τον πατέρα τους,
συνέχεια καταπιεσμένοι απ΄την ασθένεια
και ενοχλημένοι από πλάνες και απ’ το κάρμα.
Πώς λοιπόν να φάμε;
Σε άγνοια και ταλαιπωρημένοι απ’ τα δεινά,
είμαστε δίχως νόημα εξαντλημένοι.
Τα δεινά σαν αυτά
γεννιούνται από την βάση της άγνοιας
Διάκριση, αισθήσεις και νοητικές κατασκευές
είναι μεγάλα φοβερά και βαρειά φορτία.
Εξ αιτίας της επιθυμίας, τα ανώριμα τα όντα περιπλανιούνται
έντονα, δίχως επίγνωση για το Ντάρμα
Περιτριγυρισμένα από το φορτίο του σώματος
γεννιούνται δίχως νόημα μέσα στον κόσμο.
Χρειάζονται ρούχα καθαρά και όμορφα
νερό για να λουστούν και άρωμα
Χρειάζονται νόστιμο φαγητό
που ευχαριστεί το σώμα.
Το αυτί όμοια κάνει κάποιον να ψάχνει
τα πέντε ελκυστικά μουσικά όργανα.
Τα μάτια κάνουν κάποιον προσκόλληση να έχει στις μορφές
που είναι φτιαγμένες απ’ τα επτά πολύτιμα συστατικά.
Η γλώσσα επίσης κάνει κάποιον να ψάχνει
για νόστιμες γεύσεις.
Το σώμα συνέχεια κάνει κάποιον να ψάχνει
για μαλακά και ελαφριά πράγματα για ν’ αγγίξει.
Το σώμα επιτυγχάνει της σάρκας το ζευγάρωμα
με ευχαρίστηση και απ’ αυτό
αυτό το σώμα δίχως νου γεννιέται.
Ποιός βρίσκει ευχαρίστηση σ’ αυτό;
Φορώντας πολύ όμορφα παπούτσια
τα πόδια μου βρίσκουν ευχαρίστηση.
Κι ακόμα, όταν έρθει η ώρα να πεθάνω,
τα ρούχα αυτά, και οι κολώνιες δεν δίνουν προστασία.
Κι αφού ούτε το σώμα μου δίνει προστασία
τί να πεί κανείς για τα ρούχα και τις κολώνιες.
Αυτό που λέγεται ‘άνθρωπος’ είναι το σώμα.
Θα φτάσει να έχει ανάσα και δύναμη μεγάλη.
Τη δύναμη ν’ ακούει και να αναλύει.
Κι έτσι το σώμα αυτό έχει μεγάλες ποιότητες.
Πρώτα καβαλούσα κι έτρεχα
πάντα μαζί με άλογα κι ελέφαντες.
Κι αφού δεν ξέρω ότι το Ντάρμα ελευθερώνει,
πόση προσκόλληση είχα σε πράξεις διεφθαρμένες!
Αφού δεν γνώριζα για τις επόμενες ζωές
για τη διασκέδασή μου, έπραττα άσχημα.
Ξανά και ξανά γεννιόμουν.
Ξανά και ξανά ερχόταν ο θάνατος σε μένα.
Ξανά και ξανά είδα τη θλίψη
δυνατά δεμένη με το θρήνο.
Είδα και της μητέρας μου τους θανάτους.
Είδα τους θανάτους του πατέρα μου,
των φίλων, αδελφών, παιδιών, συζύγων.
Κι αφού ό,τι είναι σύνθετο είναι άδειο,
ποιό πλάσμα με νου πρέπει προσκόλληση να έχει;
Μα με το νου μου δεμένο απ' την επιθυμία,
έλεγα πως ήταν αυτά αξιόπιστα.
Δεν παρατήρησα το ειρηνικό Ντάρμα.
Κι όμως χαρά στον θάνατο δεν υπάρχει.
Εξ αιτίας ενός νου σκοτισμένου απ' την επιθυμία,
προσφορές δεν έκανα.
Κι έτσι η επιθυμία δεν έχει όμοιό της στο κακό,
κι ακόμη δεν έχει φύγει μακρυά.
Ανόητα κάνοντας λάθη, γεννιόμαστε.
Όντα που κάνουν λάθη ατέλειωτα.
Τέλεια κάνουμε λάθη, ακούμε ήχους
και μένουμε σ' αυτό που δεν είναι το άγιο Ντάρμα.
Ψάχνουμε την ελευθερία και το διαλογισμό.
Δεν μεταφέρουμε το φορτίο του σώματος.
Μακάρι να γίνουμε οι αρχηγοί των όντων
-βούδδες, δάσκαλοι- για το καλό του κόσμου.
Ένας βούδδας είναι η μάνα κι ο πατέρας του κόσμου.
Ένας βούδδας που αποκαλύπτει το μονοπάτι
φέρνει βροχή απ΄οπετράδια
παντού στη γη.
Τα ανόητα όντα δε γνωρίζουν
τί είδους είναι η συλλογή του Ντάρμα.
Αυτός που αφιερώνει το νου του στη φώτιση
στ' αλήθεια θα πραγματώσει τη συλλογή του ντάρμα.
Όσα είναι σύνθετα, είναι κενά.
Κενά είναι και τα πλούτη και τ' αποχτήματα.
Όταν κάποιος βλέπει τον εαυτό του σαν κενό
τότε δεν έχει ελπίδες.
Μεγαλύτερε, Μπαϊσατζασένα,
παρακαλώ άκουσε αυτά τα λόγια μας.
Για το καλό των μποντισάτβα
σου ζητάμε να γίνεις ο αγγελιαφόρος.
Θυμήσου όλα τα λάθη της σαμσάρα,
οι μποντισάτβα δεν κουράζονται.
Στολισμένοι με έργο και μεγάλη ασκητική,
συλλέγουν όλες τις καλές ποιότητες.
Πήγαινε παρακαλώ εκεί που είναι ο Νικητής
ο Νικητής ο πλήρως αφυπνισμένος στην ευτυχία,
ο Κατακτητής που δεν είναι ούτε λιγάκι κουρασμένος.
Για το καλό μας πήγαινε παρακαλώ και πες του:
'Κατανίκησες τον Μάρα και
τον εξάλειψες παρά τη δύναμή του.
Γρήγορα άναψε το Ντάρμα
που στηρίζει και κρατά όλα τα όντα'.
Αφού δεν έχουμε ακούσει το Ντάρμα
με το οποίο θα γίνουμε Βούδδες
ώστε να μας ωφελήσει
μεγαλύτερε, σου ζητάμε γρήγορα να πας.
Δεν έχουμε δει τον Νικητή
τον στολισμένο με τα τριάντα δύο σημάδια.
Μέχρι να τον δούμε, δεν θα φύγουμε.
Και μιλώντας, όλοι θα περιμένουμε εδώ, σεβαστικά'.

Και είπε ο Μπαϊσατζασένα:
'Κοιτάξτε επάνω ένα λεπτό.
Τί βλέπετε εκεί';

Κοίταξαν ψηλά επάνω και είδαν
τρεις χιλιάδες και πεντακόσια
πυργωτά παλάτια,
να στέκονται ψηλά, όλα ένα γύρο.
Εξαίσια διακοσμημένα
με επτά πετράδια κι όλα στολισμένα
με πλέμγατα από λίθους.
Μέσα λουλούδια ολάνοιχτα
και θεϊκά λιβάνια να απλώνονται προς τα κάτω.

Τότε ρώτησαν τον μεγαλύτερο:
'Ποιά εικόνα είναι αυτή
των πυργωτών παλατιών
με τα πλέγματα από πετράδια
και τα νήματα από λωτούς τριγύρω';

Και είπε ο Μπαϊσατζασένα:
'Αυτά τα μέρη είναι για εσάς.
Πηγαίνετε και μπορεί να δείτε τον Βούδδα.
Γονατίστε σε αυτόν που είναι ο αρχηγός,
που πέρασε πέρα απ' αυτό τον κόσμο
σ' αυτόν που φωτίζει τον κόσμο'.

Και είπαν:
'Μα δεν ξέρουμε τον δρόμο προς αυτόν
ούτε βλέπουμε το Νικητή.
Κι αφού δεν ξέρουμε το δρόμο
πού θα πάμε να κάνουμε προστερνισμούς';

Και είπε ο Μπαϊσατζασένα:
'Όπως το διάστημα δεν έχει δεσμά
κι ούτε είναι ευαίσθητο για να αγγιχθεί,
έτσι κι εσείς είναι πιθανό να πάτε
να γονατίσετε εμπρός στον Δάσκαλο
που δίνει το νέκταρ.
Όπως το βουνό Σουμερού μένει κάπου,
έτσι είναι και ο Δάσκαλος στην κατοικία του.
Το βουνό Σουμερού έχει μέτρα για να μετρηθεί
όπως και το βάθος του μεγάλου ωκεανού.
Είναι πιθανό να μ ετρήσεις όλα τα μόρια σκόνης
που βρίσκονται στο γαλαξία του ενός δισεκατομμυρίου κόσμων,
αλλά τη γέννηση των βουδδών δεν την γνωρίζει κανείς.
Οι μποντισάτβα από τις δέκα κατευθύνσεις
γονατίζουν εμπρός σ' αυτόν που φωτίζει τον κόσμο'.

Και είπαν:
'Προστάτη του κόσμου, κοίταξέ μας!
Παρακαλούμε πραγμάτωσε τις ευχές μας.
Γονατίζουμε απ' την καρδιά μας
στον Δάσκαλο και μ' αυτό
μακάρι να επιτύχουμε στο αποτέλεσμα'.

Και είπε ο Μπαϊσατζασένα:
'Ο Δάσκαλος δεν έχει προσκόλληση σε αρώματα
ούτε σε γιρλάντες και κολώνιες.
Κρατά την αιτία των αισθανόμενων πλασμάτων,
και από αυτόν θα ελευθερωθούν
από την εξαρτημένη ύπαρξη.
Αυτοί που έχουν δαμάσει το νου τους
και ζητούν καταφύγιο στο Βούδδα
δεν θα εμπλακούν στη μάχη
με τον υπέρτατα τρομακτικό μάρα.
Δεν θα νικηθούν από τη δύναμη του θανάτου.
Γρήγορα θα επιτύχουν στα νταράνι.
Ο νους θα εμπνευστεί με καθαρή πίστη.
Και μετά θα δουν τον Δάσκαλο'.

Τότε, ο Ευλογημένος, ο Νικητής, του οποίου η φωνή είναι ευχάριστη σαν τον ήχο του σπουργιτιού καλαβίνκα, χαμογέλασε. Τότε, ο μποντισάτβα το μεγάλο Όν Μπαϊσατζασένα σηκώθηκε από τη θέση του, γονάτισε εμπρός στον Ευλογημένο με τις παλάμες ενωμένες και είπε στον Ευλογημένο: «Ευλογημένε, ογδόντα τέσσερις χιλιάδες αχτίδες φωτός βγήκαν από το πρόσωπό σου, και ο γαλαξίας αυτός του ενός δισεκατομμυρίου κοσμικών συστημάτων και όλα όσα περιλαμβάνει διαφωτίστηκαν από αυτές τις αχτίδες. Όλες οι τριάντα δύο μεγάλες κολάσεις διαφωτίστηκαν κι αυτές. Επίσης φωτίστηκαν τα τριάντα δύο βασίλεια των θεών. Οι αχτίδες αυτές του φωτός έχουν πολλά διάφορα χρώματα, πράσινο, κίτρινο, κόκκινο, λευκό, βυσσινί, διάφανο και ασημένιο. Αυτές οι αχτίδες αφού βγήκαν από το πρόσωπο του Ευλογημένου, έκαναν τα πάντα για να φέρουν ευτυχία στα αισθανόμενα πλάσματα του γαλαξία του ενός δισεκατομμυρίου κοσμικών συστημάτων και μετά αφού επέστρεψαν, έκαναν επτά γύρους γύρω από τον Ευλογημένο και εξαφανίστηκαν στην κορυφή του κεφαλιού του Ευλογημένου. Ποιός είναι ο λόγος για την εκδήλωση του χαμόγελου που το προκάλεσε αυτό; Και ποιές οι συνθήκες»;
Και ο μποντισάτβα το μεγάλο Όν Μπαϊσατζασένα επίσης είπε στον Ευλογημένο: «Ευλογημένε, αν μου δινόταν η ευκαιρία, θα ήθελα να ρωτήσω ένα συγκεκριμένο θέμα τον Ευλογημένο, το Νικητή, τον Αρχάτ, τον τέλειο και ολοκληρωμένο Βούδδα».
Και μιλώντας έτσι ο Ευλογημένος είπε στον μποντισάτβα, το μεγάλο Όν Μπαϊσατζασένα: «Μπαϊσατζασένα, ρώτησε ό,τι επιθυμείς και θα ικανοποιήσω το νου σου με μια εξήγηση σε ό,τι με ρωτήσεις».
Και είπε αυτός: «Ευλογημένε, αφού αυτά τα τριάντα χιλιάδες εκατομμύρια νεαρά πλάσματα που γεννήθηκαν κατάλαβαν τις διδασκαλίες του λεπτού Ντάρμα του Νικητή, είπαν στα ηλικιωμένα πλάσματα: 'Εσείς οι ηλικιωμένοι δεν το γνωρίζετε το Ντάρμα. Είστε συνέχεια προσκολλημένοι σε αυτό που δεν είναι Ντάρμα, το μη ενάρετο'. Όταν είπαν αυτά τα λεπτά πράγματα που είναι δυσάρεστα, μιλούν ανεπιφύλακτα και προκαλούν ζημία, Ευλογημένε, γιατί έλεγαν αυτά τα ευχάριστα και ελκυστικά λόγια»;
Και είπε ο Ευλογημένος: «Μπαϊσατζασένα, ξέρεις γιατί λένε αυτά τα λόγια; Λένε πράγματα που είναι τρυφερά και εξαίρετα ευχάριστα για το Νικητή. επειδή έχουν ακούσει το Ντάρμα, Μπαϊσατζασένα, εξ αιτίας αυτού, θα κατανοήσουν το νόημα όλων των Ντάρμα. Θα στολιστούν με όλες τις καλές ποιότητες. Θα πραγματώσουν τα νταράνι. Από σήμερα και στο εξής θα διαμένουν στα δέκα επίπεδα. Σήμεδρα θα ηχήσουν το μεγάλο τύμπανο του Ντάρμα. Σήμερα θα στολιστούν με τις ιδιότητες του μεγάλου Ντάρμα. Μπαϊσατζασένα, βλέπεις αυτά τα πυργωτά παλάτια»;
Και είπε αυτός: «Ευλογημένε τα βλέπω. Τα βλέπω Σουγκάτα».
Και είπε ο Ευλογημένος: «Μπαϊσατζασένα, αυτή την ημέρα, αυτά τα νεαρά πλάσματα θα καθίσουν μέσα σε αυτά τα πυργωτά παλάτια και θα επιτύχουν την καθαρή πραγμάτωση του Ντάρμα. Την ημέρα αυτή θα φέρουν την εκπλήρωση όλων των ενάρετων Ντάρμα. Σήμερα θα χτυπήσουν το μεγάλο τύμπανο του Ντάρμα. Σήμερα, πολλές τάξεις θεών θα φτάσουν να επιτύχουν μια απ' ευθείας πραγμάτωση του Ντάρμα. Ακόμη πολλά αισθανόμενα πλάσματα του βασίλειου της κόλασης που κατοικούν σε κατώτερα πεδία, έχοντας ακούσει την διδασκαλία της σοφίας του Νικητή, θα υπερνικήσουν την κυκλική ύπαρξη και θα νικήσουν. Τότε, όλα τα ενενήντα χιλιάδες εκατομμύρια ηλικιωμένων πλασμάτων θα φτάσουν στον καρπό αυτού που εισέρχεται στο μονοπάτι και όλοι θα στολιστούν με το Ντάρμα επίσης. Μπαϊσατζασένα, θα μείνουν τέλεια μακρυά από όλα τα δεινά. Μπαϊσατζασένα, θα πραγματώσουν την θέαση του Νικητή. Μπαϊσατζασένα, θα στολιστούν με τον ήχο του μεγάλου Ντάρμα. Μπαϊσατζασένα, κοίταξε στις τέσσερις κατευθύνσεις».

Ο μποντισάτβα το μεγάλο Όν Μπαϊσατζασένα κοίταξε παντού στις τέσσερις κατευθύνσεις και από τα ανατολικά ήρθαν τόσοι μποντισάτβα όσοι οι κόκκοι της άμμου σε πενήντα εκατομμύρια ποτάμια σαν τον Γάγγη. Από το νότο ήρθαν τόσοι μποντισάτβα όσοι και οι κόκκοι της άμμου σε εξήντα εκατομμύρια ποτάμια σαν τον Γάγγη. Από τα δυτικά ήρθαν τόσοι μποντισάτβα όσοι οι κόκκοι της άμμου σσε εβδομήντα εκατομμύρια ποτάμια σαν τον Γάγγη. Από τον βορρά ήρθαν τόσοι μποντισάτβα όσοι οι κόκκοι της άμμου σε ογδόντα εκατομμύρια ποτάμια σαν τον Γάγγη. Από το ναδίρ ήρθαν τόσοι μποντισάτβα όσοι και οι κόκκοι της άμμου σε ενενήντα εκατομμύρια ποτάμια σαν τον Γάγγη. Και από το ζενίθ ήρθαν τόσοι μποντισάτβα όσοι οι κόκκοι της άμμου σε εκατό εκατομμύρια ποτάμια σαν τον Γάγγη. Και αφού έφτασαν, κάθισαν στην μια πλευρά του Ευλογημένου.
Κάθισαν στη μία πλευρά και ο μποντισάτβα το μεγάλο Όν Μπαϊσατζασένα είπε στον Ευλογημένο: «Ευλογημένε, τί είναι οι μαύρες μορφές και οι κόκκινες μορφές ψηλά στον ουρανό»;
Και είπε αυτός: «Μπαϊσατζασένα, δεν ξέρεις τί είναι οι μαύρες μορφές και οι κόκκινες μορφές που φαίνονται στον ουρανό; Ο Νικητής γνωρίζει. Μπαϊσατζασένα, είναι ο μάρα. Μπαϊσατζασένα θέλεις να δεις»;
Και είπε αυτός: «Ευλογημένε, θέλω να δω. Θέλω να δω Σουγκάτα».
Ο Ευλογημένος είπε: «Μπαϊσατζασένα, μποντισάτβα όσοι και οι κόκκοι της άμμου σε εκατό εκατομμύρια ποτάμια σαν τον Γάγγη έχουν φτάσει».
Και είπε αυτός: «Ευλογημένε, ποιός είναι ο λόγος για την έλευση τόσων μποντισάτβα; Ποιές είναι οι συνθήκες»;
«Μπαϊσατζασένα, τα νεαρά όντα είναι οι συνθήκες με τις οποίες όλα τα αισθανόμενα πλάσματα τώρα θα στολιστούν με το Ντάρμα του διαλογισμού. Μπαϊσατζασένα, βλέπεις τα αισθανόμενα πλάσματα με τις διάφορες μορφές που έχουν φτάσει εδώ και τις διάφορες ευλογίες που έχουν φτάσει εδώ με υπερφυσικές δυνάμεις»;
Και είπε αυτός: «Βλέπω τόσους μποντισάτβα, όσοι και οι κόκκοι της άμμου σε εκατό εκατομμύρια ποτάμια σαν τον Γάγγη και τόσους μποντισάτβα όσοι οι κόκκοι της άμμου σε εκατοντάδες χιλιάδες μυριάδες εκατομμύρια ποτάμια σαν τον Γάγγη, να μένουν με τις υπερφυσικές τους δυνάμεις και έχουν πολλές μορφές, πολλά χρώματα και σχήματα. Αυτοί οι μποντισάτβα μένουν στις κατοικίες του Αγνού Ντάρμα. Έχω δει αυτούς τους μποντισάτβα να διαμένουν στους τόπους του ντάρμα μαζί με τις ακολουθίες τους».
Αφού ο Ευλογημένος μίλησε έτσι, ο μποντισάτβα το μεγάλο Όν Σαρβασσούρα, ο μποντισάτβα το μεγάλο Όν Μπαϊσατζασένα και όλοι οι νέοι και ηλικιωμένοι μποντισάτβα μαζί με ολόκληρη τη σύναξη και τον κόσμο με τους θεούς, τους ανθρώπους, τους ασούρας, τους γκαντάρβα, χάρηκαν και επαίνεσαν τον λόγο του Ευλογημένου.

Η Ευγενική πύλη του Ντάρμα Σανγκάτα Σούτρα, ολοκληρώθηκε.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου